FILM NOIR IN BERLINALE 2015

Ένα (χρυσό) αρκουδάκι ψάχνει ιδιοκτήτη

Μια ματιά στο τοπίο των πρώτων έξι ημερών του διαγωνιστικού τμήματος.

ΟΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΕΣ ΕΚΠΛΗΞΕΙΣ

Σίγουρα, το «45 years», του Άντριου Χέι, το οποίο αγκαλιάζει τα μικρά και τα αδιόρατα. Τα ανείπωτα, τις μικρές δόσεις από τίποτα που εν τέλει περιέχουν όλο το ζουμί της ζωής. Μια χαμηλόφωνη ταινία που αγγίζει με απαλότητα αυτά που πραγματεύεται, μέσα από μια κινηματογράφηση που μετατρέπει την έννοια της ανάμνησης σε κινητήριο μοχλό. Ποντάροντας παράλληλα σε δύο υπέροχους ηθοποιούς, που δίνουν πνοή και όγκο σε κάθε λεπτή απόχρωση. Η Σάρλοτ Ράμπλινγκ, στυλωμένη και συντετριμμένη ταυτόχρονα, σε μία ερμηνεία στα όρια της μέθεξης του ρόλου της. Ο Τομ Κόρτνι, ευαίσθητος, παράξενος, κυκλοθυμικός, εσωτερικός. Μια ομορφιά. Συνέχεια, με το υπνωτιστικό «Ixcanul», του Ζάιρο Μπουσταμάντε, από τη Γουατεμάλα. Ένα χαμηλόφωνο και υπνωτιστικό δράμα ενηλικίωσης, μια ιστορία δεσμών, ιδιαιτεροτήτων και υπόκωφων κραυγών ελευθερίας. Παράλληλα, μια πυκνή και ολοζώντανη απεικόνιση ενός κόσμου ολότελα μακρινού και απομονωμένου, δίχως «καρτποσταλική» διάθεση και φολκλόρ τεχνάσματα. Πρόσω ολοταχώς για κάποιο από τα μεγάλα βραβεία της Μπερλινάλε.

ΤΑ ΒΑΡΙΑ ΧΑΡΤΙΑ

Το «Knight of cups», του Τέρενς Μάλικ, ήταν ευθύς εξαρχής ο κράχτης του φεστιβάλ και υπό μία έννοια δικαίωσε τον τίτλο του, προκαλώντας αμφιλεγόμενα και ανάμικτα συναισθήματα. Το ιδιόρρυθμο, πλην σαγηνευτικό, οπτικό δοκίμιο του Μάλικ πάνω στην αγάπη, τη μοναξιά, την ευτυχία, τη συγχώρεση και τις ενοχές μπορεί να κάλλιστα να αξιολογηθεί είτε ως φιλοσοφικό κόσμημα είτε ως αυνανιστικό ανοσιούργημα, ανάλογα με την οπτική του καθενός. Ταπεινή μας γνώμη ότι το πρότζεκτ αυτό (διότι πιότερο σε πρότζεκτ φέρνει παρά σε ταινία) θα μπορούσε κάλλιστα να αρκεστεί στην πανέμορφη φωτογραφία, στην επιβλητική παρουσία του Μπέιλ, στη σαγήνη της εικόνας του και σε ένα καθηλωτικό μουσικό θέμα, το οποίο μουρμούριζαν άπαντες στην έξοδο από την προβολή. Να αφήσει τα βαρίδια των συνοδευτικών αλληγοριών και ενός φορτικού, ανά στιγμές, εσωτερικού μονόλογου, που μοιάζει πιο πολύ με μουρμουρητό. Να αφεθεί στην ξεκούραση της απόλυτης σιωπής, αντί για τον καταναγκασμό του ψίθυρου.

Στον αντίποδα, το «El club», του Χιλιανού Πάμπλο Λαραΐν, δικαιώνει ως ένα βαθμό τον τίτλο του άτυπου φαβορί που κατείχε. Ένα ντόμινο μετακυλιώμενης ενοχής και συγκάλυψης, σε ένα φόντο ολοσκότεινο και ψυχοπλακωτικό. Με τη μετάνοια να καθίσταται αντικείμενο διαπραγματεύσεων, την ηθική καταδίκη να μετατρέπεται σε μια στάθμιση παραγόντων. Η κινηματογράφηση του Λαραΐν είναι περίπου σαν το φορέα (Καθολική Εκκλησία) που καταγγέλλει.

Μεγαλεπήβολη, εμφατική και κατά κάποιον τρόπο «ιμπεριαλιστική». Δεν αφήνει πολλά περιθώρια στον θεατή. Τον πιάνει από τα μούτρα με τους φωτισμούς, τη μουσική, τις έντονες κορυφώσεις και το σταθερά έντονο ψυχολογικό τέμπο. Ίσως μια πιο υποδόρια και σιωπηλή διαδρομή, τόσο στο στιλιζάρισμα όσο και στο δριμύ κατηγορώ, να ήταν αυτό το κάτι παραπάνω που θα μετέτρεπε την ταινία από σαγηνευτική σε καθηλωτική. Μια ταινία φτιαγμένη από ειλικρινή θυμό, αλλά και price winning materials.

ΟΙ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΕΙΣ

Αρχικά, το «Nobody wants the night», της Ισαμπέλ Κοϊσέτ, η ταινίας έναρξης δηλαδή της φετινής Μπερλινάλε, η οποία είναι τόσο άστοχη και κακοφτιαγμένη, που δεν ξέρεις πού να πρωτοσταθείς. Στο ότι με κάποιο ταχυδακτυλουργικό τρόπο, το φυσικό background γίνεται σχεδόν αθέατος διάκοσμος; Στους γελοίους και σαχλούς διαλόγους και μονολόγους; Στο υποτιθέμενο χτίσιμο έντασης που εξαφανίζει πλήρως την ένταση, σε σημείο που ο θεατής ανυπομονεί να πάθουν κάτι κακό οι πρωταγωνίστριες από τη βαρεμάρα; Στην α λα καρτ ευαισθητοποίηση του φινάλε που μοιάζει με πανό της FIFA πριν τη σέντρα σε αγώνα Μουντιάλ;

Η ζωή, ως γνωστόν, είναι γεμάτη εκπλήξεις και μία από αυτές είναι ότι ο Βέρνερ Χέρτσογκ ευθύνεται για ένα από τα μεγαλύτερα αίσχη που έχω ποτέ δει σε οποιοδήποτε φεστιβάλ. Τα πάντα στο «Queen of the desert» είναι ακραιφνώς συντηρητικά κι όταν λέω τα πάντα, εννοώ τα πάντα. Οι διάλογοι, ο εσωτερικός περιγραφικός μονόλογος, η μουσική επένδυση, τα καδραρίσματα, το ντεκουπάζ, τα λαβ στόριζ, ο τάχα μου φεμινισμός της που θυμίζει ταινία της Φίνος Φίλμς και φυσικά, το συνολικό πολιτικό νόημα της, το οποίο αγγίζει τα όρια του απαράδεκτου. Κορυφαίες στιγμές της, ο οριεντάλ εξωτικός τόνος στις σκηνές της ερήμου που θυμίζει ρετρό διαφήμιση αποσμητικού ή αφρόλουτρου (Badedas ή Rexona, ας πούμε) και φυσικά, ο μοναδικός και ανυπέρβλητος Τζέιμς Φράνκο, ο οποίος μιλάει και κοιτάζει σαν να έχει υποστεί κάποια ανήκεστο εγκεφαλική βλάβη που έχει αφήσει μόνιμο κουσούρι στην ομιλία και στο βλέμμα.

Και μιας που πιάσαμε τον κύριο Φράνκο, να υπενθυμίσουμε πως σύμπτωση επαναλαμβανόμενη παύει να είναι σύμπτωση, που λέει και το σοφό ρητό. Διότι πόσο τυχαίο να θεωρηθεί το γεγονός πως ο ομορφούλης Τζέιμς πρωταγωνιστεί σε μία ακόμη αποτρόπαιη ταινία του διαγωνιστικού τμήματος, περιφέροντας το δυσκοίλιο βλέμμα του και τα τεμπέλικα μασημένα λόγια του. Όσο για την ταινία, το «Everything will be fine», του Βιμ Βέντερς, εκφράζει το ακριβώς αντίθετο από τον τίτλο του. Τίποτα μα τίποτα δεν πάει καλά σε αυτή την ταινία, με τη δραματουργία να κινείται σε όρια πολικού ψύχους και το τάχα μου φιλοσοφικό υπόβαθρο να μοιάζει με κακόγουστο αστείο. Από σεβασμό προς ένα πάλαι ποτέ μεγάλο δημιουργό, δεν θα πούμε περισσότερα.

Γιώργος Παπαδημητρίου



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Ο Γιάννης Φραγκούλης γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1960, όπου τέλειωσε το εξατάξιο γυμνάσιο. Σπούδασε χημεία στον Καναδά, στο Μόντρεαλ (Quebec), στο Μόνκτον (New Brunswick) και στην Ορλεάνη (Γαλλία). Το 1989 σπούδασε φωτογραφία στην ΑΚΤΟ, στην Αθήνα. Παρακολούθησε σεμινάρια σημειωτικής, με το Δημήτρη Τσατσούλη (φωτογραφίας, λογοτεχνίας και θεάτρου), στο Ελληνοαμερικάνικο Κολλέγιο. Το 2009 τέλειωσε το Master in Arts, από το Middlesex University, με θέμα της διατριβής του, «Ο μύθος, μια αφηγηματική διακειμενικότητα». Το 1989 άρχισε να αρθρογραφεί και το 1990 ξεκίνησε να γράφει κριτικές κινηματογράφου. Το 1992 έγινε μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, της οποίας έχει διατελέσει Πρόεδρος, και της FIPRESCI. Το 1994 έγινε μέλος του «Μικρό» (Σωματείο για την ταινία μικρού μήκους), στο οποίο ήταν Πρόεδρος για δύο θητείες. Το 2000 ξεκίνησε να διδάσκει σε σεμινάρια κινηματογράφου στην Ένωση Τεχνικών Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (ΕΤΕΚΤ), στο «Μικρό», στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, στο Μουσείο Κινηματογράφου, στο Μικρό Πολυτεχνείο, στη Σχολή Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου, στο δικό του χώρο και σε συνεργασία με τη filmfabrik Productions, στη Θεσσαλονίκη, όπου διδάσκει κινηματογράφο μέχρι σήμερα στο Κινηματογραφικό Εργαστήρι Fabula, το οποίο διευθύνει. Συμμετείχε στο στρογγυλό τραπέζι της FIPRESCI, στην Κωνσταντινούπολη και στη Φιλιππούπολη με θέμα τον βαλκανικό κινηματογράφο. Συμμετείχε σε κριτικές επιτροπές στα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας και σε Φεστιβάλ, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι επιστημονικός σύμβουλος του Εργαστηρίου Almakalma, το οποία ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο (Performance). Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Εξόρμηση, στην οποία ήταν υπεύθυνος του πολιτιστικού τμήματος, στην Αθηναϊκή, στη Νίκη, στο Μανδραγόρα, στην Ουτοπία, στη Σύγχρονη Εκπαίδευση, στον κατάλογο του Φεστιβάλ της Λάρισας, στη Γραφή, στο Κ.ΛΠ., στο Ριζοσπάστη και στο Αλμανάκ της ΠΕΚΚ. Ίδρυσε το περιοδικό «αντι-Κινηματογράφος», στο οποίο ήταν διευθυντής σύνταξης, το 1992, το περιοδικό «Κινηματογράφος και Επικοινωνία», στο οποίο ήταν διευθυντής, το 2000. Επιμελήθηκε και συνπαρουσίασε, μαζί με τον Κώστα Σταματόπουλο, την εκπομπή «Cineπλάνο», στο 902TV, από το 2008 έως το 2009. Ήταν υπεύθυνος για τους διαδικτυακούς τόπους www.cinemainfo.gr και www.theaterinfo.gr. Ίδρυσε και διεύθυνε το greeceactuality.wordpress.com. και τώρα διευθύνει και αρθρογραφεί στα www.filmandtheater.gr και www.thessalonikinfo.gr. Έχει μεταφράσει το βιβλίο του Jean Mitry, «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», έχει γράψει τα βιβλία «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, το 2006, «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών (σειρά νεανική Βιβλιοθήκη) και «Κώστας Φέρρης», εκδ. της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών. Έχει οργανώσει διάφορες εκδηλώσεις στην Ελλάδα, όπως το Αφιέρωμα στον Παλαιστινιακό Κινηματογράφο, το 2002, την Εβδομάδα Κλασικού Ιαπωνικού Κινηματογράφου και την Εβδομάδα Σύγχρονου Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, το 2002, ως μέλος της Π.Ε.Κ.Κ. Ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανοράματος Νέων Δημιουργών, στο Ε.Κ.Θ., στη Θεσσαλονίκη, και ιδρυτής της Κινηματογραφικής Λέσχης Solaris, η οποία δραστηριοποιείται πλέον στη Θεσσαλονίκη. Διευθύνει το Αφηγηματικό Εργαστήριο Fabula, που ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο. Έχει σκηνοθετήσει τρείς ταινίες μικρού μήκους, οι δύο πτυχιακές για το Master στο πανεπιστήμιο Middlesex, και την ταινία-ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας». ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ «Μέσα από τις βιτρίνες», 8΄, 2009, σκηνοθεσία «Nafasz», 7΄, 2009, σκηνοθεσία «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας», 50΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Στιγμή απολιθωμένη», 31΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Η τελευταία λατέρνα», 6΄, 2010, σεναριακή επιμέλεια «Το κλειδί της επιστροφής», 13΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Το συρματόπλεγμα», 19΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Στο Τσινάρι», 7΄, 2017, σκηνοθεσία «Sotos, ζωγράφος αει…πράγμων», 2020, 97΄, σκηνοθεσία-φωτογραφία ΒΙΒΛΙΑ «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», του Jean Mitry, μετάφραση, εκδ. Entracte και Σύγχρονη Εκπαίδευση, Αθήνα, 2001 «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών, Αθήνα, 2004 «Κώστας Φέρρης», εκδ. Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, Αθήνα 2004 «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, Τρίπολη, 2006


Copyritght 2022 Thessalonikinfo / All rights reserved