Ένα (χρυσό) αρκουδάκι ψάχνει ιδιοκτήτη
Μια ματιά στο τοπίο των πρώτων έξι ημερών του διαγωνιστικού τμήματος.
ΟΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΕΣ ΕΚΠΛΗΞΕΙΣ
Σίγουρα, το «45 years», του Άντριου Χέι, το οποίο αγκαλιάζει τα μικρά και τα αδιόρατα. Τα ανείπωτα, τις μικρές δόσεις από τίποτα που εν τέλει περιέχουν όλο το ζουμί της ζωής. Μια χαμηλόφωνη ταινία που αγγίζει με απαλότητα αυτά που πραγματεύεται, μέσα από μια κινηματογράφηση που μετατρέπει την έννοια της ανάμνησης σε κινητήριο μοχλό. Ποντάροντας παράλληλα σε δύο υπέροχους ηθοποιούς, που δίνουν πνοή και όγκο σε κάθε λεπτή απόχρωση. Η Σάρλοτ Ράμπλινγκ, στυλωμένη και συντετριμμένη ταυτόχρονα, σε μία ερμηνεία στα όρια της μέθεξης του ρόλου της. Ο Τομ Κόρτνι, ευαίσθητος, παράξενος, κυκλοθυμικός, εσωτερικός. Μια ομορφιά. Συνέχεια, με το υπνωτιστικό «Ixcanul», του Ζάιρο Μπουσταμάντε, από τη Γουατεμάλα. Ένα χαμηλόφωνο και υπνωτιστικό δράμα ενηλικίωσης, μια ιστορία δεσμών, ιδιαιτεροτήτων και υπόκωφων κραυγών ελευθερίας. Παράλληλα, μια πυκνή και ολοζώντανη απεικόνιση ενός κόσμου ολότελα μακρινού και απομονωμένου, δίχως «καρτποσταλική» διάθεση και φολκλόρ τεχνάσματα. Πρόσω ολοταχώς για κάποιο από τα μεγάλα βραβεία της Μπερλινάλε.
ΤΑ ΒΑΡΙΑ ΧΑΡΤΙΑ
Το «Knight of cups», του Τέρενς Μάλικ, ήταν ευθύς εξαρχής ο κράχτης του φεστιβάλ και υπό μία έννοια δικαίωσε τον τίτλο του, προκαλώντας αμφιλεγόμενα και ανάμικτα συναισθήματα. Το ιδιόρρυθμο, πλην σαγηνευτικό, οπτικό δοκίμιο του Μάλικ πάνω στην αγάπη, τη μοναξιά, την ευτυχία, τη συγχώρεση και τις ενοχές μπορεί να κάλλιστα να αξιολογηθεί είτε ως φιλοσοφικό κόσμημα είτε ως αυνανιστικό ανοσιούργημα, ανάλογα με την οπτική του καθενός. Ταπεινή μας γνώμη ότι το πρότζεκτ αυτό (διότι πιότερο σε πρότζεκτ φέρνει παρά σε ταινία) θα μπορούσε κάλλιστα να αρκεστεί στην πανέμορφη φωτογραφία, στην επιβλητική παρουσία του Μπέιλ, στη σαγήνη της εικόνας του και σε ένα καθηλωτικό μουσικό θέμα, το οποίο μουρμούριζαν άπαντες στην έξοδο από την προβολή. Να αφήσει τα βαρίδια των συνοδευτικών αλληγοριών και ενός φορτικού, ανά στιγμές, εσωτερικού μονόλογου, που μοιάζει πιο πολύ με μουρμουρητό. Να αφεθεί στην ξεκούραση της απόλυτης σιωπής, αντί για τον καταναγκασμό του ψίθυρου.
Στον αντίποδα, το «El club», του Χιλιανού Πάμπλο Λαραΐν, δικαιώνει ως ένα βαθμό τον τίτλο του άτυπου φαβορί που κατείχε. Ένα ντόμινο μετακυλιώμενης ενοχής και συγκάλυψης, σε ένα φόντο ολοσκότεινο και ψυχοπλακωτικό. Με τη μετάνοια να καθίσταται αντικείμενο διαπραγματεύσεων, την ηθική καταδίκη να μετατρέπεται σε μια στάθμιση παραγόντων. Η κινηματογράφηση του Λαραΐν είναι περίπου σαν το φορέα (Καθολική Εκκλησία) που καταγγέλλει.
Μεγαλεπήβολη, εμφατική και κατά κάποιον τρόπο «ιμπεριαλιστική». Δεν αφήνει πολλά περιθώρια στον θεατή. Τον πιάνει από τα μούτρα με τους φωτισμούς, τη μουσική, τις έντονες κορυφώσεις και το σταθερά έντονο ψυχολογικό τέμπο. Ίσως μια πιο υποδόρια και σιωπηλή διαδρομή, τόσο στο στιλιζάρισμα όσο και στο δριμύ κατηγορώ, να ήταν αυτό το κάτι παραπάνω που θα μετέτρεπε την ταινία από σαγηνευτική σε καθηλωτική. Μια ταινία φτιαγμένη από ειλικρινή θυμό, αλλά και price winning materials.
ΟΙ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΕΙΣ
Αρχικά, το «Nobody wants the night», της Ισαμπέλ Κοϊσέτ, η ταινίας έναρξης δηλαδή της φετινής Μπερλινάλε, η οποία είναι τόσο άστοχη και κακοφτιαγμένη, που δεν ξέρεις πού να πρωτοσταθείς. Στο ότι με κάποιο ταχυδακτυλουργικό τρόπο, το φυσικό background γίνεται σχεδόν αθέατος διάκοσμος; Στους γελοίους και σαχλούς διαλόγους και μονολόγους; Στο υποτιθέμενο χτίσιμο έντασης που εξαφανίζει πλήρως την ένταση, σε σημείο που ο θεατής ανυπομονεί να πάθουν κάτι κακό οι πρωταγωνίστριες από τη βαρεμάρα; Στην α λα καρτ ευαισθητοποίηση του φινάλε που μοιάζει με πανό της FIFA πριν τη σέντρα σε αγώνα Μουντιάλ;
Η ζωή, ως γνωστόν, είναι γεμάτη εκπλήξεις και μία από αυτές είναι ότι ο Βέρνερ Χέρτσογκ ευθύνεται για ένα από τα μεγαλύτερα αίσχη που έχω ποτέ δει σε οποιοδήποτε φεστιβάλ. Τα πάντα στο «Queen of the desert» είναι ακραιφνώς συντηρητικά κι όταν λέω τα πάντα, εννοώ τα πάντα. Οι διάλογοι, ο εσωτερικός περιγραφικός μονόλογος, η μουσική επένδυση, τα καδραρίσματα, το ντεκουπάζ, τα λαβ στόριζ, ο τάχα μου φεμινισμός της που θυμίζει ταινία της Φίνος Φίλμς και φυσικά, το συνολικό πολιτικό νόημα της, το οποίο αγγίζει τα όρια του απαράδεκτου. Κορυφαίες στιγμές της, ο οριεντάλ εξωτικός τόνος στις σκηνές της ερήμου που θυμίζει ρετρό διαφήμιση αποσμητικού ή αφρόλουτρου (Badedas ή Rexona, ας πούμε) και φυσικά, ο μοναδικός και ανυπέρβλητος Τζέιμς Φράνκο, ο οποίος μιλάει και κοιτάζει σαν να έχει υποστεί κάποια ανήκεστο εγκεφαλική βλάβη που έχει αφήσει μόνιμο κουσούρι στην ομιλία και στο βλέμμα.
Και μιας που πιάσαμε τον κύριο Φράνκο, να υπενθυμίσουμε πως σύμπτωση επαναλαμβανόμενη παύει να είναι σύμπτωση, που λέει και το σοφό ρητό. Διότι πόσο τυχαίο να θεωρηθεί το γεγονός πως ο ομορφούλης Τζέιμς πρωταγωνιστεί σε μία ακόμη αποτρόπαιη ταινία του διαγωνιστικού τμήματος, περιφέροντας το δυσκοίλιο βλέμμα του και τα τεμπέλικα μασημένα λόγια του. Όσο για την ταινία, το «Everything will be fine», του Βιμ Βέντερς, εκφράζει το ακριβώς αντίθετο από τον τίτλο του. Τίποτα μα τίποτα δεν πάει καλά σε αυτή την ταινία, με τη δραματουργία να κινείται σε όρια πολικού ψύχους και το τάχα μου φιλοσοφικό υπόβαθρο να μοιάζει με κακόγουστο αστείο. Από σεβασμό προς ένα πάλαι ποτέ μεγάλο δημιουργό, δεν θα πούμε περισσότερα.
Γιώργος Παπαδημητρίου