Ανοίγω τον υπολογιστή μου στο αρχείο «Μιχαηλίδης» και πριν αρχίσω να γράφω, διαβάζω τα τελευταία σωσμένα κείμενα…
Μια δήλωσή μου για τα 500 τεύχη του «Εξώστη» (6/6/2000) και τηλέφωνα και διευθύνσεις για τα σπίτια που θα μείνουμε στις διακοπές στους Λειψούς και στα Κουφονήσια (14/6/2000, γύρω στις 11.00 π.μ.). Με τίποτα. Η ανυπαρξία διαπιστωμένη ηλεκτρονικά. Όπως ενδεχομένως θ’αρμοζε σ’ένα ρέκτη της νέας τεχνολογίας… Κι ακόμη ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή του κινητού μου, γύρω στις 12: «Ο.Κ. για Λειψούς, πάω τώρα για ένα καρδιογράφημα και θα τα πούμε κατά τις 3…». Αλλά, δεν τα είπαμε… (εννοώ με τις συνήθεις μεθόδους επικοινωνίας).
Τον Τάσο δεν τον γνώριζα από παλιά… Έβλεπα βέβαια στα φεστιβάλ, σε πρεμιέρες και σε άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις αυτή την ευχάριστη, γελαστή, καλόκαρδη φυσιογνωμία να χαμογελά και να με χαιρετά ευγενικά αλλά δεν τον είχα συνδέσει με τον Μιχαηλίδη του «Εξώστη». Ίσως γιατί μου είχε δημιουργηθεί η εντύπωση (όχι τελείως άδικα) πως οι συντάκτες κινηματογραφικών περιοδικών, ιδίως στη Θεσσαλονίκη, ήταν εσωστρεφείς και αποστασιοποιημένοι. (Να μου επιτρέψουν οι αναγνώστες να εξαιρέσω από αυτή τη γενική και πιθανότατα εσφαλμένη τοποθέτηση άτομα σαν τον Αλέξη Δερμεντζόγλου και το Βασίλη Κεχαγιά).
Έπρεπε να φτάσουμε λοιπόν γύρω στο ΄96 ή ΄97 σε μια σύσκεψη φορέων της πόλης για το μέλλον του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, για να ταυτίσω αυτό το πρόσχαρο και ευγενικό πρόσωπο με τον Τάσο Μιχαηλίδη.
Δεν ξέρω βέβαια κατά πόσο εκείνη η σύσκεψη βοήθησε να βρει το φεστιβάλ το «δρόμο» του, μπορώ όμως με απόλυτη βεβαιότητα να ισχυριστώ πως εγώ κι ο Τάσος βρήκαμε τις κοινές μας διαδρομές κι από τότε γίναμε αχώριστοι. Σ’αυτό βοήθησε και η συνύπαρξή μας στη Δ.Ε. του «Μουσείου Κινηματογράφου» της Θεσσαλονίκης, ενός από τους διάδοχους θεσμούς της «Πολιτιστικής» που, παρά την πολεμική που δέχθηκε, εξακολουθεί να παλεύει για να υπάρξει και να ανθίσει στο πολιτιστικό τοπίο της πόλης.
Με τον Τάσο ξαναγνώρισα τη Θεσσαλονίκη. Δεν ήμουν βέβαια ποτέ αποκομμένος από την πόλη, αφού μια ή δύο φορές την εβδομάδα ανέβαινα είτε για τις συνεδριάσεις του Δ.Σ. του Κ.Θ.Β.Ε. (ήμουν 8 χρόνια στο Δ.Σ.) ή για οικογενειακούς λόγους ή για γυρίσματα.
Με τον Τάσο όμως ανέβαινα στη Θεσσαλονίκη χωρίς να υπάρχει και κάποιος συγκεκριμένος λόγος. Απλώς για έναν καφέ…
Ξανασυναντήθηκα με τους παλιούς φίλους που είχαμε να βρεθούμε καιρό, ανταλλάσσαμε σκέψεις, απόψεις, γνώμες. Καταθέταμε τα οράματά μας.
Ο Τάσος ήταν ένας άνθρωπος που μπορούσες να τον εμπιστευτείς. Για όλα τα θέματα. Και πρόθυμος να τα κουβεντιάσει μαζί σου. Του άνοιγες και σου άνοιγε την καρδιά του (ίσως περισσότερο από ό,τι έπρεπε). Τον εμπιστευόταν οι φίλοι του, οι συνάδελφοί του, και προπαντός οι γυναίκες. Και ακόμη, οι μητέρες των φίλων, των γυναικών, των κοριτσιών. Επίσης, τον εμπιστευόταν οι επαγγελματίες, οι άνθρωποι της αγοράς και των κομμάτων.
Πάνω από όλα, ο Τάσος ήταν συνεχώς παρών. Όποτε τον ζητούσες και για ότι του ζητούσες, ήταν έτοιμος να ανταποκριθεί…
Ώρες-ώρες διερωτόμουν πως τα προλάβαινε όλα… Ενημέρωση και κείμενα για τον «Εξώστη», διαδικασίες εκτύπωσης και διακίνησης της εφημερίδας, αποστολές και έρευνες για την τηλεόραση. Κι επιπλέον, συμμετοχή σε συμβούλια και επιτροπές, που πάει να πει πολύωρη απλήρωτη απασχόληση, με όσα αυτή συνεπάγεται: τριβές, εντάσεις, αντιπαραθέσεις, ακόμα και καυγάδες για το κοινό όφελος.
Του το αναγνώριζε η πόλη; Δεν ξέρω… Όταν κάποιος προσφέρει, δεν σκέπτεται αν κάποια στιγμή αναγνωρισθεί… (αντίθετα, φοβάμαι πως οι τοπικές κοινωνίες είναι περισσότερο σκληρές και ανταγωνιστικές).
Του το αναγνώρισαν όμως άλλοι φορείς… Όταν πέρσι, τέτοια εποχή, πήρε το βραβείο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος…
Και εκείνο το επετειακό τεύχος του «Εξώστη» (!), σαν να προετοίμαζε την έξοδό του…
Βρε μπας και μας έκανε καμία πλάκα για να μας φέρει όλους σε αμηχανία και κάπου κρυμμένος τώρα να ξεκαρδίζεται στα γέλια;
Λες;…
Τάσος Ψαρράς.
(Αθήνα, 27 Μαρτίου 2000)