Στην αποψινή μας συνάντηση για το Μανόλη Αναγνωστάκη θα ήθελα να μιλήσω για τη βιωμένη ιστορία. Δε θα ασχοληθώ με την ανάλυση της ποίησης του Μανόλη Αναγνωστάκη, διότι υπάρχουν άλλοι πιο άξιοι από εμένα να το κάνουν. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να αποδείξω κάποιες απ’τις όψεις της εμπειρίας της φυλακής, που πιστεύω ό,τι είναι αναγνωρίσιμες στο έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη, αλλά και ταυτόχρονα κοινές στις μαρτυρίες των ανθρώπων της γενιάς του. Εμπειρίες που συνδέονται με τα δραματικά γεγονότα και τα διακυβεύματα της δεκαετίας του 1940 και του Εμφυλίου, ιδιαίτερα.
Με αυτό τον τρόπο εννοώ τη «βιωμένη ιστορία» που ανέφερα πριν από λίγο. Η αποτύπωση τραυματικών εμπειριών στο λόγο, παράλληλα η συνείδηση του υποκειμένου που γράφει και ο αναστοχασμός πάνω στα προτάγματα μίας συγκεκριμένης ιστορικής εποχής, θα αναφερθώ γενικά στο τραύμα της εμπειρίας της φυλακής στα χρόνια του Εμφυλίου και θα τα συνδέσω με κάποια αποσπάσματα από ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη για να αναδείξω τον τρόπο με τον οποίο μεταγράφονται στην υποκειμενικότητα του ποιητή.
Ας θυμίσω επιγραμματικά κάποια απαραίτητα βιογραφικά στοιχεία. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης συμμετέχει στην Αντίσταση και φυλακίζεται το 1943 για ένα διάστημα. Συμμετέχει στις δραστηριότητες του Κομμουνιστικού Κόμματος και συλλαμβάνεται το 1948. Λίγο πριν τη δίκη του, το 1949, διαγράφεται απ’το κόμμα και καταδικάζεται σε θάνατο χωρίς να ομολογεί τη διαγραφή του -κάτι που σίγουρα θα μετρίαζε την αυστηρότητα του στρατοδικείου. Μένει στη φυλακή μέχρι το 1951, οπότε και αποφυλακίζεται με τα «μέτρα επιείκειας» της κυβέρνησης Πλαστήρα. Στο διάστημα που είναι στη φυλακή, μεταξύ 1949-1950, γράφει τα ποιήματα της σειράς «Εποχές 3», τα οποία τυπώνονται στη Θεσσαλονίκη τον Ιούλιο του 1951.
Μιλώντας για τους πολιτικούς κρατούμενους στα χρόνια του Εμφυλίου, θα ήθελα κατ’αρχάς να επισημάνω την έκταση του φαινομένου. Χιλιάδες είναι οι πολιτικοί κρατούμενοι στα χρόνια του Εμφυλίου, ιδιαίτερα στα χρόνια 1947-1950. Δε θα ήθελα να σας κουράσω με αριθμούς, χονδρικά όμως μπορεί κανείς να πει ότι, κατά μέσο όρο, περίπου 40.000-50.000 άνδρες και γυναίκες βρίσκονται στη φυλακή και την εξορία εκείνα τα χρόνια. Το Μάιο του 1947 ξεκινούν τη λειτουργία τους τα στρατόπεδα της Μακρονήσου, όπου εγκλείονται «ύποπτοι» φαντάροι και αξιωματικοί.
Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς αρχίζουν να λειτουργούν τα στρατόπεδα της Γυάρου που δέχονται τον πλεονάζοντα πληθυσμό των πολιτικών κρατουμένων, που έχουν στοιβαχτεί σε όλες σχεδόν τις φυλακές της επικράτειας. Η μεγάλη πλειονότητα των πολιτικών κρατουμένων έχουν καταδικαστεί από έκτακτα στρατοδικεία που, στη Βόρεια Ελλάδα, αρχίζουν να λειτουργούν απ’τον Ιούνιο του 1946 με βάση το Γ΄ Ψήφισμα. Δικάζουν παραβάσεις της έκτακτης νομοθεσίας και για τους παραβάτες του Γ΄ Ψηφίσματος και, αργότερα του Α.Ν. 509 το Δεκέμβριο του 1949, οι ποινές είναι βαρύτατες και πολύ συχνά επιβάλλεται η θανατική ποινή.
Καθώς πάρα πολύ λίγοι απ’τους πολιτικούς κρατούμενους του Εμφυλίου έχουν διωχθεί στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας, ο εγκλεισμός συνιστά μία καινούργια εμπειρία και τραυματική δοκιμασία. Για λόγους οικονομίας χρόνου θα ήθελα να σταθώ σε τρεις πλευρές αυτής της τραυματικής εμπειρίας: η πρώτη είναι οι πιέσεις για δηλώσεις μετανοίας, η δεύτερη είναι η ρουτίνα της φυλακής και η τρίτη είναι οι εκτελέσεις στις φυλακές.
Οι «δηλώσεις μετανοίας» εμφανίζονται στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας αλλά αποκτούν συστηματικό και δημόσιο χαρακτήρα στα χρόνια του Εμφυλίου. Μία μάλλον αντιπροσωπευτική δήλωση μετανοίας είναι η ακόλουθη: (Ακροπόλις, 8 Μαΐου 1947): «Δηλώ ο υπογεγραμμένος Ηλίας Ρ., κάτοικος Πειραιώς… ότι αποκηρύσσω το κομμουνιστικό κόμμα δια τας τελείως ανθελληνικάς μεθόδους που χρησιμοποιεί και αισχύνομαι διότι υπήρξα οπαδός του. Διαβεβαιώ δε ότι εις το μέλλον θέλω διάγει ως γνήσιος Έλλην πιστός εις την πατροπαράδοτον εθνικήν κληρονομία την οποία κακοί αλλ’ευτυχώς ελάχιστοι δήθεν Έλληνες ηθέλησαν να καταβαραθρώσουν. Καλώ όλους τους παρασυρθέντες νέους να ακολουθήσουν το παράδειγμά μου.».
Τέτοιες δηλώσεις σπάνια ήταν προϊόν ελεύθερης βούλησης. Συνήθως ήταν αποτέλεσμα πιέσεων, απειλών, τρομοκράτησης και βασανιστηρίων. Συνήθως, επίσης, η υπογραφή δήλωσης μετάνοιας ήταν η αρχή μίας μακράς διαδικασίας αποδιάρθρωσης της υποκειμενικότητας του κρατούμενου. Τέτοιες δηλώσεις δημοσιεύονταν στον τύπο, ενώ ο δηλωσίας συχνά έγραφε επιστολές προς την ενορία του, τις οποίες ο ιερέας διάβαζε μετά την κυριακάτικη λειτουργία, έκανε δημόσιες ομιλίες, ενώ για να αποδείξει την ειλικρίνεια της μεταμέλειάς του συχνά έπρεπε να καταδώσει συντρόφους του ή, ακόμη χειρότερα, κι αυτή είναι η περίπτωση των στρατοπέδων της Μακρονήσου, μετατρέπονταν σε βασανιστή των «αμετανόητων» συγκρατούμενων στρατιωτών.
Χιλιάδες πολιτικοί κρατούμενοι υπέγραφαν δηλώσεις μετανοίας είτε από φόβο είτε επειδή δεν άντεχαν τα βασανιστήρια. Άλλωστε η δήλωση μετανοίας εξασφάλιζε την επιεικέστερη μεταχείριση των αρχών, την ελάφρυνση της ποινής στα στρατοδικεία και για τους πολιτικούς εξόριστους μπορούσε να οδηγήσει στην άμεση απόλυση. Οι δηλώσεις μετανοίας συνιστούσαν μία βίαια αποδόμηση της υποκειμενικότητας, γιατί με αυτές ο κρατούμενος, με την αποκήρυξη του παρελθόντος του και παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως παραπλανημένο απ’τη δόλια ηγεσία, στην πραγματικότητα αρνιόταν το παρελθόν του ως συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς του -μία άρνηση την οποία επέτεινε , απ’την άλλη πλευρά, η ξεκάθαρη αποκήρυξη των «δηλωσιών» απ’το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Θα ήθελα να περάσω στο δεύτερο ζήτημα, της καθημερινής ζωής στη φυλακή. Η ζωή στη φυλακή ορίζεται απ’τη συνεχή ροή ενός χρόνου-ρουτίνας, όπου, στην κυριολεξία, η κάθε μέρα είναι ίδια με την επόμενη. Η αλλαγή, μέτρο του χρόνου αλλά και καταστατικό στοιχείο της εμπειρίας, δεν εκλείπει αλλά σημειώνεται και μετριέται με γεγονότα εξωτερικά, κατά κάποιον τρόπο, ως προς το χώρο της φυλακής: τις γιορτές, τα επισκεπτήρια, τις μεταγωγές και, στις χειρότερες περιπτώσεις, τις εκτελέσεις. Η έλλειψη της ελευθερίας, η μονοτονία της καθημερινότητας, η έλλειψη επαφής με τα οικεία πρόσωπα, οι λογής-λογής περιορισμοί διαμορφώνουν μία νέα αντίληψη της σχέσης παρόντος-παρελθόντος. Σε αυτή τη νέα σχέση το παρελθόν της ελεύθερης ζωής καθορίζει τη βίωση του παρόντος στη φυλακή. Ή, όπως έγραφε, κάπως αφοριστικά, ένας πολιτικός κρατούμενος, ο «κατάδικος είναι παρελθόν και τρέφεται με τις αναμνήσεις». Τις αναμνήσεις μίας σχεδόν πεζής καθημερινότητας του ελεύθερου βίου.
Γράφει ο Μανόλης Αναγνωστάκης:
Κι η βροχή είναι μία καλοσύνη, όσο να πεις, δε
Μοιάζει καθόλου με το θάνατο
Μπορείς να βαδίζεις κάποτε χωρίς κανένα σκοπό
Ή με σκοπό -σου είναι αδιάφορο-
Μιαν εποχή μακρινή και νεκρή σε μια
Βίαια σκισμένη πολυτέλεια.
Εγώ συλλογίζομαι πως και γιατί άραγε μία βροχή
Μπορεί να σου θυμίζει τόσα πράγματα
-Χωρίς αμφιβολία είναι τόσο ανόητο να τα στοχάζεσαι
όλα αυτά μια τέτοιαν ώρα-
Συλλογίζομαι όμως στις ζεστές χειμωνιάτικες καμάρες
Μιαν αλλιώτικη μυρουδιά
Ύστερα από τις 6 με τα κλειστά παραθυρόφυλλα
Και τ’αναμμένο φως
Ή μια γωνιά δίπλα στο τζάμι σ’ένα μεγάλο καφενείο
Με τις αδιάφορες φωνές
Η φυλακή βιώνεται ως μία μεταβατική κατάσταση, ως μη προοπτική. Ο χρονικός ορίζοντας της φυλακής, ως βιωμένης εμπειρίας, είτε είναι το παρελθόν-ανάμνηση του ελεύθερου βίου είτε το μέλλον -ως προσδοκία της απόλυσης, της επιστροφής στον ελεύθερο βίο. Εδώ ας προσθέσω κάτι. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης καταδικάζεται σε θάνατο και μπαίνει στη φυλακή σε ηλικία 23 ετών. Ένα μέρος της νιότης του το περνά στη φυλακή, σε ένα κλίμα ζόφου και θανάτου. Τα χρόνια της νιότης του δεν είναι οι έρωτες, οι σπουδές, οι εκδρομές αλλά η παρανομία, η φυλακή και ο θάνατος.
Γράφει ο Μανόλης Αναγνωστάκης:
Έχασα τα βιβλία μου, φώναζες, έχασα τα χαρτιά μου,
Έχασα κάθετι που πιότερο στον κόσμο αγαπώ.
Είχες χάσει κάτι πολύ χειρότερο.
Μιαν ατέλειωτη νεότητα
Σε κάθε γωνιά της ολόπικρης νόησης.
Το τρίτο στοιχείο, ιδιαίτερα έντονο, τόσο στις αναμνήσεις των πολιτικών κρατουμένων όσο και στην ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη, είναι η απώλεια και ο θάνατος, με άλλα λόγια, οι εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων. Οι ποινές που επέβαλαν τα στρατοδικεία για τις παραβάσεις του Γ΄ Ψηφίσματος και του Α.Ν. 509, ήταν αρκετά συχνά ο θάνατος. Το αδίκημα το οποίο τιμωρούσαν με θάνατο ήταν η «εφαρμογή ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την δια βιαίων μέσων ανατροπήν του Πολιτεύματος, του κρατούντος κοινωνικού συστήματος ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της επικρατείας».
Συνολικά, μεταξύ 1946 και 1949, περίπου 8.000 άτομα καταδικάστηκαν σε θάνατο και πάνω από 3.000 πολιτικοί κρατούμενοι εκτελέστηκαν. Οι εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων ξεκίνησαν το 1946 -η πρώτη μάλιστα εκτέλεση πολιτικών κρατουμένων στον Εμφύλιο γίνεται στη Θεσσαλονίκη στις 16 Ιουλίου 1946, όταν εκτελούνται δύο αγρότες απ’το Κιλκίς. Μέχρι το Σεπτέμβρη του 1949, οπότε και θα σταματήσουν οι εκτελέσεις, οι πολιτικοί κρατούμενοι είτε θα ζουν με την αγωνία της εκτέλεσης (ιδιαίτερα οι θανατοποινίτες για κατοχικά εγκλήματα) είτε θα γίνονται μάρτυρες εκτελέσεων συγκρατουμένων τους. Ιδιαίτερα κάποιες φυλακές θα μετατραπούν σε «κέντρα μεταγωγής» μελλοθανάτων, όπως οι φυλακές του Επταπυργίου, Κέρκυρας, Αβέρωφ, Κεφαλονιάς, Αίγινας, Ιτζεδίν, Ακροναυπλίας. Το κλίμα σε αυτές τις φυλακές είναι ιδιαίτερα ζοφερό καθώς εκεί οι μεταγωγές για εκτελέσεις είναι ιδιαίτερα συχνές μεταξύ 1947 και 1949.
Στις αναμνήσεις των πολιτικών κρατουμένων αποτελούν κοινό σημείο αναφοράς οι λεπτομέρειες γύρω απ’τις εκτελέσεις συγκρατουμένων τους. Η νυχτερινή είσοδος της φρουράς στους θαλάμους, η επιλογή του προς εκτέλεση μελλοθανάτου, η τελευταία βραδιά στο «μελλοθανάτειο», η άφιξη των οχημάτων του στρατού την αυγή, οι κραυγές «γεια σας, αδέλφια!» που αντάλλασσαν οι κρατούμενοι με τους μελλοθανάτους, οι διαμαρτυρίες πίσω απ’τα κάγκελα των φυλακών. Και βέβαια η απώλεια φίλων ή και άγνωστων συγκρατουμένων που οδηγούνταν στο εκτελεστικό απόσπασμα για μια κοινή υπόθεση.
Γράφει ο Μανόλης Αναγνωστάκης:
Το πρωί
Στις 5
Ο ξηρός
Μεταλλικός ήχος
Ύστερα από τα φορτωμένα καμιόνια
Που θρυμματίζουνε τις πόρτες του ύπνου.
σ’ένα άλλο ποίημα:
Αυτοί δεν είναι Ήρωες. Όμως ο θάνατός τους
Των άδειων μάταιων ημερών νόμιμη πλήρωση
και σ’ένα τρίτο ποίημα:
Εδώ
Κάτω από την καρδιά μου
Καρφώθηκαν οι σφαίρες οι πρωινές
Μπήγονται ολοένα και πιο βαθιά
Οι τελευταίοι στίχοι που παρέθεσα είναι από το ποίημα «Εδώ…» που δημοσιεύθηκε στη συλλογή «Συνέχεια». Τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν το 1953-1954, δηλαδή μετά την απόλυση του Μανόλη Αναγνωστάκη απ’τη φυλακή. Το παραπάνω τμήμα τελειώνει με τους εξής στίχους:
Πριν μάθουν τίποτε οι άλλοι
Ανυποψίαστοι στου ύπνου την ενέδρα
Πριν μάθουν τίποτε οι άλλοι
Πριν μάθουν πως εγώ
Είναι γραμμένο για πάντα να ζήσω
Ο θάνατος των άλλων συγκρατουμένων ανατέμνει το τραύμα της φυλακής στα χρόνια του Εμφυλίου. Ο θάνατος των άλλων δεν είναι αιτία ενοχής αλλά υπόμνηση του χρέους. Το χρέος αυτό προς τους νεκρούς συγκρατουμένους είναι που στοιχειώνει την ιστορική συνείδηση του Μανόλη Αναγνωστάκη, αλλά και χιλιάδων άλλων πολιτικών κρατουμένων, οι οποίοι, μετά την ήττα στον Εμφύλιο και την απόλυσή τους απ’τη φυλακή, διεκδικούν τη μνήμη σε μια κοινωνία που επιδιώκει τη λήθη.
Πολυμέρης Βόγλης
(Απ’το βιβλίο «Μνήμες Επταπυργίου, η περίπτωση του Μανόλη Αναγνωστάκη», Δήμος Συκεών, Θεσσαλονίκη 2005. Είναι τα πρακτικά της ημερίδας που πραγματοποιήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2004 στο 2ο Γυμνάσιο Συκεών, με αυτό το θέμα.)