Οι εργάτες, οι βιοτέχνες και οι επαγγελματίες στην παλιά Θεσσαλονίκη ήταν οργανωμένοι σε ισνάφια, συντεχνίες, ομάδες ανθρώπων που ασκούσαν το ίδιο επάγγελμα και προάσπιζαν τα συμφέροντα του κλάδου. Τα ισνάφια τα αναγνώριζαν οι τούρκικες αρχές και τα φορολογούσαν ανάλογα με το τζίρο τους. Έτσι, φορολογούσαν αγρίως τους μποζατζήδες και εκείνους που πουλούσαν χρυσάφια. Γιατί, αφού οι Τούρκοι δεν έπιναν οινοπνευματώδη, ο μποζάς και τα χρυσάφια είχαν μεγάλη κατανάλωση στις τούρκικες συνοικίες. Η μπόζα ήταν ένα ποτό που φτιαχνόταν από κεχρί και ρύζι και είχε έρθει από την Ανατολία στην Τουρκία, περίπου το 1876.
Η δράση των ισναφιών ήταν ποικίλη: βοηθούσαν οικονομικά τους φτωχούς, εξαγόραζαν ποινές, απελευθέρωναν δούλους και δωροδοκούσαν Τούρκους διοικητικούς υπαλλήλους για να κάνουν τα στραβά μάτια σε παράνομες εθνικές ενέργειες των υπόδουλων χριστιανών. Γύρω στις αρχές του 20ου αιώνα υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη 24 ισνάφια. Τα σπουδαιότερα από τα ισνάφια αυτά ήταν οι εσκιτζήδες (παλαιοπώλες), οι φεσιτζήδες, οι κιταπιζήδες (βιβλιοπώλες), οι δεμιρτζήδες (σιδεράδες), οι κερεστεντζήδες (ξυλουργοί), οι γκιουμουρτζήδες (καρβουνιάρηδες), οι τσαμάσηδες (αλογέμποροι), οι ουντζήδες (αλευρέμποροι), οι σουγιουλτζήδες (νεροπωλητές), οι καντζάδες (φλεβοτόμοι), οι ταμπάκηδες (βυρσοδέψηδες), οι αχτζήδες (μάγειροι), οι μπακιρτζήδες (χαλκουργοί), οι μπασματζήδες (υφασματέμποροι), οι μπισακτσήδες (μαχαιροποιοί), οι καβουκτσήδες (καπελάδες), οι κεμπαπτσήδες (ψητοπώλες), οι κουντουρατζήδες (υποδηματοποιοί), οι μποζαντζήδες (πωλητές της μπόζας) και οι συρμακέζηδες (ειδικοί τεχνίτες κεντήματος).
Οι αγορές της πόλης βρίσκονταν στο νοτιοδυτικό μέρος της και ήταν κατά κάποιο τρόπο ειδικευμένες. Στο Ουν Καπάν πουλούσαν τρόφιμα, στο Μισίρ Τσαρσί αποικιακά, στο Ταχτά Καλέ χαλιά, στον Ιστιρά σιτάρια και καλαμπόκια, στο Χαγιατλάρ Τσαρσί βρίσκονταν τα ραφτάδικα και ούτω καθεξής.
Ο Ιστιράς ήταν στο χώρο που περικλείεται σήμερα από τις οδούς Κουντουριώτη, Χάψα, Τσιμισκή και Σαλαμίνος. Υπάρχουν και σήμερα μισοερειπωμένες οι αποθήκες των σιτηρών και των άλλων δημητριακών. Το Ουν Καπάν βρισκόταν δυτικά του σημερινού κτηρίου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου, ανάμεσα στις οδούς Κομνηνών, Εγνατίας, Αριστοτέλους και Μενεξέ. Εκεί, στις 16 Μαΐου 1821 κρέμασαν οι Τούρκοι, σε αντίποινα για την επανάσταση του Πολυγύρου, τους προκρίτους Αχιλλέα Προεστό, Κώστα Λιάπη, Χρήστο Μενεξέ, Χριστόδουλο Μπαλάνο, Αναστάση Κυδωνιάτη, Αναστάση Γούναρη, Γιώργο Πάικο και τον παπά του Αγίου Μηνά, Παπαγιάννη. Το Ταχτά Καλέ ήταν δυτικά του κινηματογράφου Αλκαζάρ. Κατά μία εκδοχή, εκεί ήταν το διοικητικό κέντρο της πόλης κατά τους βυζαντινούς χρόνους.
Υπήρχαν όμως και οι πλανόδιοι έμποροι, που γυρνούσαν στις γειτονιές και διαλαλούσαν τραγουδιστά την πραμάτεια τους. Ποιος δε θυμάται τους δύο Εβραίους που με ένα κοφίνι γεμάτο ντολμάδες και ένα τρίφτη φώναζαν: «Ντολμάς παρ λα Ρούτσος κον ραέ μπαραμπέρ» (ντολμάδες για γλυκό με τον τρίφτη μαζί). Δύο άλλοι, Εβραίοι και αυτοί, κρατούσαν ένα πανέρι με γυαλικά τρίτης διαλογής και διαφήμιζαν μελωδικά το εμπόρευμά τους: «Για δίσκο ποτήρια και για νερό ποτήρια, σήμερα έχει αύριο δεν έχει. Πάρε μία ντουζίνα και βάλτα στην κουζίνα, φαλιμέντο πράμα ήρθε από τη Δράμα».
Ένα άλλο ντουέτο Εβραίων γύριζε τις φτωχογειτονιές, κρατώντας ένα πανέρι γεμάτο με ετοιματζήδικα πουκάμισα και φώναζε ρυθμικά: «Τι καλά πουκάμισα, τι καλά πουκάμισα». Αλλά τη λέξη «πουκάμισα» την πρόφεραν έτσι ώστε η φράση γινόταν πολύ σκαμπρόζικη. Άλλοι Εβραίοι μικροπωλητές πουλούσαν ντομάτες, νεραντζάκια και σιροπιασμένα μηλαράκια: «Λαβάρα, Λαβαρίκα, μπιάνκα ε κορελάδικα», «Μανσάνα, Μανσανίκο, πιοράντο τσικιτίκος, ντομάντο μασανίκος», «Νεράντζια μπουΐδα ι μπουένα», «Ντομάτες κορελάδος».
Οι παλιότεροι Σαλονικιοί θυμούνταν και οι νεότεροι ίσως άκουσαν να γίνεται λόγος για το γέρο Σακιτούδη. Ο Ισαάκ Νισίμ, ο μικρός Ισαάκ, ο Σατικούδης, όπως τον λέγανε, ήταν γυρολόγος. Γυρνούσε στις γειτονιές και πουλούσε σιρίτια, κορδέλες, καμβάδες, κουβαρίστρες και λάστιχα για τους κορσέδες, που τους φορούσαν τότε όλες οι γυναίκες. Το εμπόρευμα το κουβαλούσε σε ένα πανέρι, κρεμασμένο στο λαιμό του, και το διαλαλούσε με τη στριγκιά φωνή του στα εβραϊκά και σε παραφθαρμένα ελληνικά. Άνοιξε αργότερα ένα εμπορικό στην Εγνατία, απέναντι από τον Άγιο Αθανάσιο, και με τον καιρό και με τη τσιγκουνιά του έγινε ζάμπλουτος. Οι κληρονόμοι του άφησαν την τεράστια περιουσία τους στην Ισραηλίτικη Κοινότητα, που τον ανακήρυξε μεγάλο ευεργέτη.
Υπήρχαν και δικοί μας πλανόδιοι που διαλαλούσαν και αυτοί την πραμάτεια τους, με όχι λιγότερο θορυβώδη τρόπο. «Ο στρωματάς! Βαμβάκι στοιβάζουμε!». «Φάκες για ποντίκια, μικρό μεγάλο παστρεύει!». «Καστανόχωμα για λουλούδια!». «Μπαχάρι, κύμινο, πιπέρι, κανέλλα, μοσχοκάρυδο!». «Μύδια, χάβαρα, σουλήνες!». «Πάρτε παιδιά πετειναράκια, πενηνταράκια να μαζέψω, τη γιαγιά μου να παντρέψω!».
Ήταν και ένας πονηρός Καπουτζηδιανός που είχε φορτωμένο το γαϊδούρι του με σταμνιά και δεμάτια ρίγανη. Διαλαλούσε και αυτός την πραμάτεια του, πρότασσε όμως το δεύτερο εμπόρευμα, πράγμα που έκανε τις γυναίκες να κρυφογελούν. Θυμάστε τον ξερακιανό μπαρμπα-Βασίλη που χτυπούσε την κουδούνα στα θεατράκι της Εγνατίας; Λίγο πριν από τον πόλεμο, στεκόταν μπροστά στην πόρτα του Ραζή, στην οδό Βενιζέλου, απέναντι από το Μπεζεστένι, και διαφήμιζε τα Ζέρσεϋ Σκανδάλ του μαγαζιού φωνάζοντας: «Περάστε κυρίες, έχουμε κιλότες για όλους τους κώλους!».
Τα χρόνια όμως περνούν, η ζωή αλλάζει και πολλά επαγγέλματα χάνονται. Ας πάρουμε για παράδειγμα τους βοθροκαθαριστές. Σήμερα με ένα τηλεφώνημα έρχεται ο Αχόρταγος, βγάζει από το βόθρο μία ποσότητα λύματα, πληρώνεται με βάση το μετρητή και αποχωρεί. Τότε όμως τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Λένε, και τις πιο πολλές φορές οι φήμες για κάτι τέτοια είναι αληθινές, ότι κάποιος κύριος που έχει δύο μέγαρα στην οδό Τσιμισκή, δε λέμε το όνομά του γιατί τα παιδιά και τα εγγόνια του είναι σημαίνοντα μέλη της κοινωνίας μας, φώναξε δύο Εβραίους για να του αδειάσουν τον κάραβο του ενός μεγάρου. Εκείνοι έσκαψαν την αυλή και άρχισαν τη δουλειά τους, ενώ αυτός μετρούσε με προσοχή τους κουβάδες, με το πολύτιμο περιεχόμενο, επειδή συμφώνησαν να πληρωθούν οι βοθροκαθαριστές με τον κουβά. Οι άνθρωποι τέλειωσαν τη δουλειά τους, πλύθηκαν και… «Εικοσιπέντε κουβάδες από τόσα κάνουν τόσα και σ’άλλα με υγεία». «Όχι εικοσιπέντε, αλλά εικοσιτέσσερις ήταν οι κουβάδες». Εικοσιτέσσερις ήταν, εικοσιπέντε ήταν, άναψε ο καβγάς, μαζεύτηκε η γειτονιά, αλλά αυτός ήταν αμετάπειστος: εικοσιτέσσερις ήταν οι κουβάδες, τους μέτρησε. Τότε ο ένας βοθροκαθαριστής φώναξε: «Ας να είναι, αφού του κύριου θέλει να μας τρώει ένα κουβά σκατά, ας του τρώει.». Ο κύριος δέχτηκε το δώρο και οι δύο Εβραίοι μάζεψαν τα εργαλεία και έφυγαν μουρμουρίζοντας ποιος ξέρει ποια σπανιόλικη βρισιά.
Και οι φεσατζήδες; Εξαφανίστηκαν και αυτοί με την απελευθέρωση στα 1912. Στα 1909 ο μέθυσος σουλτάνος Μαχμουτ Ρεσάτ έβγαλε φιρμάνι που υποχρέωνε όλους τους υπηκόους του, πιστούς και γκιαούρηδες, να φοράνε φέσι. Έπειτα από 16 χρόνια, ένας άλλος μέθυσος, πλην όμως μεγαλοφυής, ο Μουσταφά Κεμάλ, έβγαλε και αυτός φιρμάνι που απαγόρευε στους Τούρκους να φορούν φέσι. Ήταν η εποχή που στα κέντρα και στα χοροδιδασκαλεία της πόλης μας και όλου του κόσμου τραγουδούσαν το βερολινέζικο φοξτρότ «Κονστατινόπλε»:
Στην Τουρκία φασαρίες έγιναν πολλές
όλο κάνουν μεταβολές.
Το σαρίκι και το φέσι πήγα στο καλό
τώρα βγαίνουν με κλακ ψηλό.
Κωνταντινόπλε…
Κλείνουμε με την αφήγηση του Χαράλαμπου Αγακίδη, πρόσφυγας από την Κιουτάχεια: Στις 26 Απριλίου 1920, ο Κεμάλ με επιστολή του στο Λένιν ζητά τη βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης στο απελευθερωτικό του αγώνα εναντίον των Ελλήνων, Άγγλων, Γάλλων και Ιταλών εισβολέων. Ο Λένιν του στέλνει μεγάλη βοήθεια σε όπλα, πολεμοφόδια και άλλο πολεμικό υλικό. Του στέλνει όμως και για δώρο δέρματα αστραχάν, για να φτιάξουν καλύμματα της κεφαλής για τους αξιωματικούς του επιτελείου. Τα καλπάκια φτιάχτηκαν στο ραφτάδικο της Λέσχης Αξιωματικών, όπου υπηρετούσε, όντας Τούρκος υπήκοος, ο πατέρας του Αγακίδη. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή ο πατέρας του Αγακίδη ήρθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Φλώρινα. Όποτε, λοιπόν, έβλεπε φωτογραφίες Κεμάλ θυμόταν τι παλιές ημέρες, τότε που καπέλωσε τον Κεμάλ και τους επιτελείς του με καλπάκια από ρώσικο αστραχάν.
Γιάννης Φραγκούλης
(πηγή: «Οι κάτοικοι της παλιάς Θεσσαλονίκης», του Κώστα Τομανά)