Ποιες είναι οι γραφικότερες μεριές της Θεσσαλονίκης; Ποιες γωνιές της, ποια σημεία της κάνουν, σ’έναν ξένο επισκέπτη και σε μας τους ίδιους που την κατοικούμε, τη μεγαλύτερη εντύπωση;
Γενικά μπορούμε ν’απαντήσουμε ότι τα σημεία αυτά είναι πάρα πολλά. Τόσα ώστε ένας, που δίχως προκατάληψη ή με το νου απερίσπαστο θα επιχειρήσει να κάνει το γύρο της πόλης μας, κυριολεκτικά καταλαμβάνεται στο τέλος από ένας είδος μέθης. Σε τέτοιες στιγμές μου συνέβηκε ν’ακούσω, ιδιαίτερα από ξένους περιηγητές, να λεν ότι τη βρίσκουν ωραιότερη από την Αθήνα.
Στην Αθήνα δε μεθάς από το χρώμα. Η καθαρή γραμμή του τοπίου με την έλλειψη υδρατμών, δημιουργεί ανάλογη διάθεση ξηρότητας και σαφήνειας αυστηρής, γεωμετρικής στο πνεύμα του παρατηρητή. Εκεί το φως πλουσιότερο, με την ανάλογη διάθεση που δημιουργεί μέσα μας, θριαμβεύει πάνω στο πράγμα, διαλευκαίνοντας απολύτως τη θέση του.
Στη Θεσσαλονίκη τίποτε σχεδόν απ’όσα βλέπεις δεν μπορείς να τ’απομονώσεις. Δημιουργείται μία πυκνή συμβίωση των αντικειμένων, που υψώνει διαδοχικές, πύρινες γλώσσες εξάρσεως, μέσα στον ορίζοντα του πνεύματος και της κατανοήσεως. Τούτο ακριβώς είναι που μπορούμε αισθητικά να ονομάσουμε χρώμα, σε αντίθεση με την αρχιτεκτονική γραμμή.
Είναι γνωστό με πόσο ολιγότερο ύπνο, ξυπνά κανείς ανάλαφρος στην Αθήνα, ενώ αν επιχειρήσεις το ίδιο, να κοιμηθείς αργά και να σηκωθείς νωρίς στη Θεσσαλονίκη, δεν γλυτώνεις την καρηβαρεία και τον πονοκέφαλο. Ζήτημα ατμοσφαιρικής πιέσεως.
Τα σύννεφα των υδρατμών, ιδίως κατά τα τέλη του φθινοπώρου και τον χειμώνα κατακαλύπτουν συχνά τη Θεσσαλονίκη, σωριαζόμενα απάνω της σα να’ναι η θέση που κατέχουν τα σπίτια της, στο μυχό του Θερμαϊκού, μία λίμνη.
Ακόμα και την άνοιξη, αν τύχετε πρωί, βγαίνοντας από το προσφιλές δάσος Κουρί, να δείτε από τα υψώματα της Αδαμιάς κάτω τη λίμνη του Λαγκαδά, σκεπασμένη με το λευκό μπαμπακένιο πάπλωμα των συννέφων, θα καταλάβετε ποια παραμυθένια φαντασμαγορία θέλω να πω ότι προσδίδουν κατ’αναλογία, τα σύννεφα καλύπτοντας ενίοτε την πόλη.
Το γεγονός μπορεί κανείς να το αντιληφθεί καλύτερα με τα ίδια τα μάτια του, βγαίνοντας προς τα δυτικά της πόλης, πέρα από τη Νέα Μαγνησία, ίσαμε τον Άγιο Αθανάσιο και τη Γέφυρα.
Απ’εκείνη τη μεριά καθώς λόγω της αποστάσεως η λοφοσειρά Όσιου Δαβίδ έρχεται και σμίγει με τους λόφους, όπου στις πλαγιές τους απλώνεται η Θεσσαλονίκη, το κοίλωμα που γεμίζει από σύννεφα διαγράφεται σαφέστερα.
Η άποψη του ίδιου φαινομένου, όταν απομακρυνόμαστε στα προς τα νοτιοανατολικά, πηγαίνοντας προς τη Χαλκιδική, δεν είναι εξ ίσου επιβλητική.
Απ’εκείνη την πλευρά, πάνω από τα υψώματα του όρους Κέλαυρος, που καταλήγει στο Μεγάλο Καραμπουρνού, η σαφήνεια του χώρου με τα σύννεφα που σκεπάζουν τα σπίτια της πόλης, τις πλαγιές του Χορτιάτη, που κατεβαίνοντας από το Αρσακλή καταλήγουν στο Μικρό Καραμπουρνού, διασκεδάζεται λόγω της μεσολαβήσεως αφ’ενός του επιπέδου της κοιλάδας του Ανθεμούσιου (όπου και το αεροδρόμιο) και αφ’ετέρου της θάλασσας, που κοιλαίνοντας την στερεά εισχωρεί σχηματίζοντας τον επιλεγόμενο όρμο της Μίκρας ή του Αινεία. Από τα υψώματα του Κάλαυρου, στρέφοντας πίσω και βλέποντας προς τη Θεσσαλονίκη, επιβλητική είναι η αντίθεση στερεάς και υδάτων, όπου τα χρώματά τους ξεχωρίζοντας σαν κραυγές διάτορες μέσα από το γκριζάρισμα της συννεφιάς, σε πολλά σημεία μαλακώνοντας δεν σου επιτρέπουν να πεις καθαρά που’ναι θάλασσα και που’ναι στεριά.
Ο κάθε περιηγητής στην Αθήνα, προσπαθεί να βρει την καλύτερη θέση για να δει εξ απόπτου το σύνολο του ένδοξου βράχου της Ακρόπολης. Προσωπικά νομίζω ότι έχουμε την καλύτερη θέα, από το ύψος του λόφου του Αη-Γιάννη, στο Κατσιπόδι. Γιατί βλέποντας απ’εκεί εντείνονται, σε αντίθεση προς το ύψος του Βράχου, οι οριζόντιες, χαρίζοντάς μας το αίσθημα μιας κυρίαρχης γαλήνης.
Δεν μπορούμε να πούμε ότι στη Θεσσαλονίκη, έχουμε αντικείμενα που ξεχωρίζουν από μόνα τους, τα οποία όταν διαλέξουμε την κατάλληλη θέση για να τ’αποθαυμάσουμε, φτάνουν στο ύψος των ιδεών, απογυμνούμενα τον περιττό υλικό φόρτο, για χάρη της καθαρής γραμμής οριζόντιας ή καθέτου.
Η καλύτερη θέση και ώρα για να δούμε ένα πράγμα στη Θεσσαλονίκη είναι εκείνη που επιτρέπει στις ατμοσφαιρικές συνθήκες να το μετατρέψουν σε μία κηλίδα χρώματος, σε μία ποιότητα συναισθήματος όλο έξαρση.
Δε θέλω απλώς με τα παραπάνω να τονίσω τη ρομαντικότητα του τοπίου της Θεσσαλονίκης, εν σχέσει με την κλασικότητα του τοπίου των Αθηνών, αλλά κυρίως να υπογραμμίσω πόσο πολύ περισσότερο εδώ, παρά στην Αθήνα, την αξία του την παίρνει το αντικείμενο από τις περιβάλλουσες συνθήκες.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: τη Λαχαναγορά.
Ξέρετε τη θέση της, κοντά στο παράρτημα Διοικητηρίου των εργοστασίων του ηλεκτροφωτισμού.
Το ενδιαφέρον μας για την πλευρά εκείνη της Θεσσαλονίκης μεγαλώνει αν θυμηθούμε ότι αποτελούσε, όπως απεκάλυψαν οι αρχαιολογικές έρευνες, το κέντρο της πόλης καθ’όλη την Ελληνιστική περίοδο. Εκεί κοντά υψωνόταν ο μέγας ναός του Σεράπιδος, της πάντοτε διακρινούμενης για την ευλάβειά της και θρησκευτικότητα πόλης. Επόμενα, για μια πόλη που θεμελιωμένη το 315 π.Χ. γνωρίζει την πρώτη της ακμή στα μετά τον Αλέξανδρο χρόνια, δε μπορεί να’ναι ίσως εντελώς αυθαίρετο να αρχίσουμε την εξέτασή της από το σημείο αυτό. Μεταγενέστερα το ενδιαφέρον των Ρωμαίων, όπως το φανερώνει η αψίδα του Γαλέριου, στράφηκε προς την άλλη άκρη. Επί τουρκοκρατίας, όταν στην κοινή αντίληψη όλα τα αρχαία μάρμαρα θεωρούνταν στοιχειωμένα, αναφέρεται ότι ένας Χότζας έδεσε με μαγική κλωστή, τα φίδια που χαν κατακλύσει την πόλη, γύρω από το μάρμαρο «Γιλάν-Μερμέρ», που διατηρείται εισέτι, έξω από το εργοστάσιο που μνημονεύσαμε παραπάνω, στην ίδια περιοχή της Θεσσαλονίκης. Η παράδοση τούτη δεν είναι τάχα μια ένδειξη, ότι το υποσυνείδητο της μάζας του πληθυσμού, νιώθει πως κάτι εδώ επιζεί σαν ψυχή από την αρχαιότητα;
Εκ πρώτης όψεως μη βλέποντας τριγύρω τίποτ’άλλο, παρά κάτι νεόκτιστα μεν αλλά ήδη ερειπωμένα σπίτια, που προβάλλουν στην όψη τους, την ακαταστασία των ενοίκων και τη φτώχια ή το βαρύ σώριασμα των επάλληλων ορόφων από τα πέριξ καπνομάγαζα, διστάζετε να παραδεχτείτε οτιδήποτε περί ψυχής και υπάρξεως επέκεινα των φαινομένων.
Το μόνο που ίσως κάποτε μπορεί να σας συγκρατήσει και να μη διαμαρτυρηθείτε για την πέριξ ασκήμια που εκ πρώτης όψεως εξεγείρει την αγανάκτηση, είναι το σπιτάκι στην άλλη άκρη της πλατείας Χορ-Χορ, καθώς φαίνεται πίσω από το άνοιγμα της Λαχαναγοράς, που υψώνεται μπροστά σαν προάσπισμα της ως άνω απεριποίητης και εγκαταλειμμένης πλατείας. Στο σπιτάκι αυτό, το αέτωμα της στέγης κόβεται απότομα σε δύο επίπεδα, καθίζοντας ένα παράξενο και τολμηρά ανήσυχο καπέλο πάνω από την ήμερη σειρά των ειδυλλιακών παραθύρων, παρουσιάζοντας μια αναμφισβήτητη γραφική εικόνα.
Παρ’όλη αυτή όμως τη γραφικότητα, μη γελαστείτε να πάτε οι ίδιοι ή να συνοδέψετε άλλον για να του δείξετε το μέρος με ήλιο και πολύ φως.
Πρώτα-πρώτα και αν ενδιαφερθείτε με το γραφικό παιχνίδι του σπιτιού, που προβάλλει από το πίσω μέρος της Λαχαναγοράς, το πράγμα είναι πολύ ασήμαντο, εν σχέσει με τα όσα μπορεί να διηγηθεί μέσα σας αυτή η ίδια γωνιά, αν πάτε με συννεφιά. Να ψιλοβρέχει ολίγο. Τότε σταθείτε μπροστά στην είσοδο αυτού του χώρου, όπου τα κάρα έρχονται και ξεφορτώνουν τα χλωρά χορταρικά καταγής στη λάσπη, που γεμίζει τα πάντα μέσα στη μάντρα.
Αυτά όμως δεν αποτελούν παρά μια νότα, σε ό,τι βλέπετε ανάμεσα στους τοίχους, που ανεβαίνουν κλιμακωτά σε άνισα ύψη, τριγύρω, αγκαλιάζοντας με τραγικό σπαραγμό την γκρίζα ατμόσφαιρα.
Θα βάζατε τις φωνές και θα απομακρυνόσασταν με φρίκη αν σ’όλο αυτό το οπτικό δράμα που έχετε μπροστά σας, δε δινόταν μια αυστηρή κάθαρση, σαν από θεού θα’λεγα, χάρις στο άνοιγμα, στο βάθος του χώρου της Λαχαναγοράς, όπου ανεβαίνει μια σιδερένια σκάλα που δεν μπορείς να καταλάβεις που οδηγεί αλλού, αν όχι στο κενό και το άπειρο.
Το σύνολο αποτελεί μια σκηνογραφία τόσο υποβλητική ώστε πλείστοι που έτυχαν να δούνε μαζί μου το μέρος αυτό, συμφώνησαν πως θα ταίριαζε να παιζόταν εκεί ο «Οιδίπους τύραννος», ή κάποια άλλη από τις μεγάλες τραγωδίες των κλασικών.
Σχολιάζοντας μια τέτοια εντύπωση, πέστε μου αν δεν έχω δίκιο να πιστεύω, ότι εκείνη η πλευρά της Θεσσαλονίκης, διατηρεί ακόμα την αρχαία της ψυχή.
Παρόμοιες επιβιώσεις της ψυχής, χάρις στις εναλλαγές της και τον πλούτο της, μας προσφέρει η ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης, απ’αφορμή τα πιο κοινά και τετριμμένα.
Επιμέλεια-φωτογραφίες: Γιάννης Φραγκούλης
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης
(απόσπασμα από το βιβλίο «Μητέρα Θεσσαλονίκη, εκδ. Κέδρος, Αθήνα)