ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΚΑΙ Ο ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΑΥΤΗΣ ΧΑΡΤΗΣ
Δημοσιεύουμε τη διάλεξη που έγινε στην αίθουσα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, στη Θεσσαλονίκη, το 1952, από τον Ακαδημαϊκό και Καθηγητή Πανεπιστημίου, κ. Σωκράτη Κουγέα. Διατηρούμε την ορθογραφία και τη σύνταξή του, όπως είναι δημοσιευμένη στο πρωτότυπο, στην έκδοση της Μακεδονικής Λαϊκής Βιβλιοθήκης, Θεσσαλονίκη, 1952. Ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει όλες τις λεπτομέρειες που ανάδειξε η έρευνά του ομιλητή, την αποτίμησή του και, κυρίως την προέκταση αυτών των ερευνών και συμπερασμάτων στην εποχή του, όπως και να κάνει τις δικές του προεκτάσεις, στη σημερινή μας εποχή. Τελικά, να βγάλει τον αρχαίο ελληνικό κόσμο από τη διατήρηση του μουσείου και να τον εντάξει στην εποχή μας, αποδίδοντάς του όλη τη ζωντάνια που του πρέπει, τη δύναμη που του στέρησε η προβυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή, λειτουργώντας δηλαδή επαναστατικά, όσον αφορά στο δικό μας πολιτισμό και καθημερινή συμπεριφορά μας.
Κυρίαι και Κύριοι,
Το να ομιλεί κανείς από το βήμα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, την οποία ανάλογος προς την εσωτερικήν συγκρότησιν και τους επιδιωκομένους επιστημονικούς και εθνικούς σκοπούς είναι και η εξωτερική με το μεγαλοπρεπές αυτό κτίριον λαμπρότης, είναι τιμή και χαρά δια τον ομιλητήν, όταν μάλιστα συμβαίνει ο ομιλητής να μη είναι ούτε Μακεδών, ούτε Θεσσαλονικεύς. Αισθανόμενος ειλικρινώς την τιμήν και την χαράν αυτή, ευχαριστώ το Διοικητικόν Συμβούλιον της Εταιρείας, διότι ευαρεστήθη να με συγκαταλέξη μεταξύ των ομιλητών.
Το θέμα της ομιλίας μου, το οποίον ώφειλε να είναι Μακεδονικόν, είναι παρμένο από κύκλον επιστημονικών μελετών, αι οποίαι απασχόλησαν και άλλους και εμέ παλαιότερα. Πρόκειται επί της υπό τους Μακεδόνας ενώσεως των Αρχαίων Ελλήνων και του καταστατικού εγγράφου της ενώσεως ταύτης.
Ως γνωστόν, οι αρχαίοι Έλληνες ουδέποτε υπήρξαν πολιτικώς ενωμένοι. Εθεώρουν όμως εαυτούς και αλλήλους ηθικώς και ψυχικώς ενωμένους και είχαν συνείδησιν της εθνικής ομογενείας και της εθνικής αυτών ενότητος, ήτις εξεδηλώθη περιτράνους εις τους Μηδικούς πολέμους, όταν δια κοινών ηρωικών αγώνων υπερασπίσαντες τον κοινόν αυτών πολιτισμόν και το κοινόν ιδεώδες της ελευθερίας, έγραψαν από κοινού τας ενδοξοτάτας σελίδας της ελληνικής ιστορίας. Αλλ’ουδέποτε η εθνική αυτή συνείδησις περί της ομογενείας έδωκεν εις το ελληνικό έθνος και ενιαίαν πολιτικήν και κυβενητικήν οργάνωσιν.
Δια ποιους λόγους οι αρχαίοι Έλληνες, λαός όμαιμος, ομόγλωσσος, ομόθρησκος και ομότροπα έχων τα ήθη, όπως λέγει ο Ηρόδοτος, δια κοινής αμίλλης τα ελληνικά γράμματα και τον ελληνικόν πολιτισμόν προαγάγοντες και δια κοινών προσπαθειών τόσο ευρεώς την ηθικήν αυτήν ενότητα καλλιεργήσαντες και αναπτύξαντες, δεν απέκτησαν και πολιτικήν ενότητα, αυτοί οι οποίοι πρώτοι αισθάνθηκαν και εξεδήλωσαν πολιτικήν ζωή και έγιναν οι δημιουργοί και οι διδάσκαλοι των πολιτικών συστημάτων, τούτο είναι ζήτημα που απασχόλησε την σκέψιν πολλών νεοτέρων ιστορικών, αλλά δια το οποίον δεν ημπορεί να γίνει λόγος εις την σημερινήν αυτήν ομιλία. Εις τους παλαιούς εκείνους χρόνους του ιστορικού βίου των Ελλήνων δεν ήτο εύκολος η πολιτική ενότης, ίσως δε ούτε και απαραίτητος, αφού υπήρχεν ισχυρά και αρραγής η άλλη, η ηθική και πνευματική ενότης, ήτις εκράττει τον ελληνικόν κόσμον συμπαγή και ενωμένον απέναντι του μη ελληνικού κόσμου, του βαρβαρικού.
Μερικοί νεώτεροι ιστορικοί ανευρίσκουν χαρακτήρα πολιτικής ενώσεως των αρχαίων Ελλήνων εις τας Συμμαχίας, την Αθηναϊκήν και την Πελοποννησιακήν, ύστερα δε και την Θηβαϊκήν. Αλλ’αυταί δεν είχαν σκοπόν κυβερνητικής ενότητας, αλλά κυριαρχικής επικρατήσεως μιας εκ των τριών ηγεμονίδων πόλεων, των Αθηνών, της Σπάρτης και των Θηβών. Εκδηλότερον βέβαια χαρακτήρα πολιτικής ενώσεως παρουσιάζουν τα ομοσπονδιακά συγκροτήματα των συμπολιτειών του 3ου αι., τα Κοινά των Αχαιών και των Αιτωλών.
Ότι όμως και σκέψεις και προσπάθειαι έγιναν και δια πολιτικήν ενότητα των αρχαίων Ελλήνων, είναι αναμφισβήτητον. Την πανελλήνιον ιδέαν, η οποία αναπτυχθείσα ενωρίς και ευρύτατα επέδρασε τα μέγιστα εις την καθόλου εξέλιξιν του ελληνικού βίου, προσεπάθησαν κατά την αρχαιότητα να ενσαρκώσουν και εις πανελλήνιον εθνικήν πολιτικήν οργάνωσιν. Η απόπειρα του Περικλέους να συγκαλέσει Πανελλήνιον συνέδριον εις Αθήνας το 445, την οποίαν αναφέρει μόνο ο Πλούταρχος, αποσιωπά δε παραδόξως ο Θουκιδίδης, θεωρείται ως διάβημα προς ίδρυσιν ελληνικής ομοσπονδίας. Ανεξαρτήτως όμως του σχεδίου τούτου του Περικλέους, το οποίον έμεινε απραγματοποίητον, ηθέλησαν τινές να αναγνωρίσουν εις το Αθηναϊκόν Κράτος του 5ου αι. την εθνικήν πολιτείαν των Ελλήνων. Αλλ’η αντίληψις αύτη, της οποίας κυριότερος συνήγορος υπήρξεν ο Wilamowitz και εις εμάς ο Παπαρηγόπουλος, φαίνεται ολίγον βεβιασμένη και απίθανος.
Πλην του Περικλέους και άλλοι πολιτικοί της αρχαιότητας είχαν πρόγραμμα την πανελλήνιον ιδέαν, ο Αριστείδης, ο Κίμων, ο Αγησίλαος, ο Επαμεινώνδας, αλλ’αι προσπάθειαί των, περιορισθείσαι εις λόγους και βουλεύματα, έμειναν άκαρποι. Περισσότερα και ζωηρότερα εξεδηλούντο τα πανελλήνια αισθήματα εις στους πνευματικούς κύκλους, από ποιητάς, φιλοσόφους, ιστορικούς, και προ πάντων από ρήτορας, αφού και αυτός ο Δημοσθένης, ο οποίος χαρακτηρίζεται συνήθως ως θεραπεύων αποκλειστικώς τα Αθηναϊκά συμφέροντα, θεωρείται από τον Άγγλον ιστορικόν Grote ως πολίτης και πατριώτης ουχί της Αθηναϊκής, αλλά και της μεγάλης πανελληνίου πατρίδος.
Αλλ’εκείνος που ανεδείχθη ο μεγαλόστομος κήρυξ της πανελληνίου ενώσεως ήτο ο Ισοκράτης. Παραλαβών την πανελλήνιον ιδέαν από τον διδάσκαλόν του Γοργίαν, εκήρυξε με μεγάλον ενθουσιασμόν και με ασυνήθη αισιοδοξίαν την ένωσιν των Ελλήνων, εις της οποίας την εκτέλεσιν προτρέπει άλλοτε την ιδικήν του πόλιν, τας Αθήνας, άλλοτε τον Διονύσιον των Συρακουσών και άλλοτε τον Ιάσονα των Φερών. Όταν δε είδε, ότι η πραγμάτωσις της πανελληνίου πολιτικής του δεν γίνεται ούτε δια των Αθηνών ούτε δια των άλλων, στρέφεται προς τον εν τω μεταξύ αναφανέντα πανίσχυρον βασιλέα της Μακεδονίας Φίλιππον.
Η εμφάνισης του Φιλίππου του Β΄, της μεγάλης και της ισχυράς αυτής Μακεδονικής φυσιογνωμίας, εις τον πολιτικόν ορίζοντα της Ελλάδος, έρχεται εις ώριμον στιγμήν δια την πραγμάτωση των σχεδίων του Ισοκράτους. Μολονότι αντίπαλος των Αθηνών, παρουσιάζεται ο Μακεδών βασιλεύς εις την σκέψιν του Αθηναίου ρήτορος με την δύναμιν και την ευφυΐαν του, ως ο μόνος δυνάμενος να εκπληρώσει τα πανελλήνια ιδεώδη. Και όταν το 346 συνωμολογήθη η μεταξύ Αθηναίων και Φιλίππου ειρήνη, η Φιλοκράτειος ονομασθείσα, ο Ισοκράτης προτρέπει τον Φίλιππον δια του γνωστού φερωνύμου επιστολικού λόγου «διαλλάξαι τας πόλεις τας Ελληνικάς, προστήναι της των Ελλήνων ομονοίας και άπασαν την Ελλάδα πατρίδα νομίζειν». Και αργότερα με όλην την πικρίαν που αισθάνθη ο σχεδόν εκατοντούτης Αθηναίος ρήτωρ από την εν Χαιρωνεία συντριβήν, είχεν ακόμη το θάρρος να γράψη την τρίτην προς Φίλιππον επιστολήν, εις την οποία προτρέπει αυτόν να προβεί τώρα εις την εκτέλεσιν του πανελληνίου σχεδίου. Ο Ισοκράτης αποθνήσκων ολίγον μετά την εν Χαιρωνείαν μάχην εις ηλικία 98 ετών, δεν επρόφθασε να ιδή ότι αι συμβουλαί του είχαν ακουσθεί και ότι η προσπάθειά του ελάμβανε σάρκα και οστά εις το συνέδριον της Κορίνθου.
Ο Φίλιππος, θεωρούμενος συνήθως υπό το πρίσμα της κατηγορίας και της δυσφημήσεως του σφοδρού αντιπάλου του Δημοσθένους, ήτο επί αιώνας παραγνωρισμένος εις την ιστορίαν. Εσχάτως μόλις η μεγάλη αυτή ιστορική φυσιογνωμία, μελετηθείσα βαθύτερα από όλας αυτής τας πλευράς, υψώθη εις την εμπρέπουσαν υπεροχήν. Και σήμερα οΦίλιππος ο Β΄ αναγνωρίζεται ως ένας από τους μεγίστους Έλληνας, συγκετρώνων, όσον κανείς άλλος από τους αρχαίους, υπερόχους αρετάς, στρατιωτικάς, πολιτικάς, διπλωματικάς και κυβερνητικάς, εξυπηρετουμένας από ισχυρήν θέλησιν , δραστήριαν ενέργειαν και εξαιρετικήν ευφυΐαν. Κατά την κρίσιν Γερμανού ιστορικού, του Θεοδώρου Birt, όλοι οι μεγάλοι άντρες της αρχαίας Ελλάδος, Περικλής, Θεμιστοκλής, Επαμεινώνδας, ωχριούν προ του Φιλίππου. Εκείνοι ήσαν, λέγει, χελιδόνες, ενώ ο Φίλιππος ήτο αετός.
Δεν πρόκειται να ασχοληθώ με τον βίον και τας πράξεις του Φιλίππου καθόλου, ούτε με τας προς τους Έλληνας πολιτικάς και στρατιωτικάς ενεργείας αυτού. Το κύριον θέμα της ομιλίας μου είναι το επακολουθήσαν μετά την εν Χαιρωνεία αποφασιστικήν μάχην πολιτικόν δημιούργημα, το οποίον δικαίως εχαρακτηρίσθη ως το μέγιστον των κατορθωμάτων του μεγαλοπράγμονος Μακεδόνος.
Ότι το σχέδιο του Φιλίππου ήτο, όχι να κατακτήση και να υποδωλώση, αλλά να ενώση εις κοινήν ειρήνην και ομόνοιαν την Ελλάδα, φαίνεται από τα πρώτας αμέσως μετά την εν Χαιρωνεία μάχην ενεργείας του, τας στρατιωτικάς και τας πολιτικάς. Δεν θα καταδιώξη τον εχθρόν μέχρις εξοντώσεως, όπως έκαμε στρατηγικότατα άλλοτε εις τους Θράκας και τους Ιλλυριούς, ούτε θα υπαγορεύση όρους υποταγής ως νικητής προς ηττημένους. Δείχνει διαλλακτικήν και ειρηνοποιόν διάθεσιν και διακηρύττει το αφρούρητον και αφορολόγητον των ελληνικών πόλεων, παραγγέλων «πολιτείας χρήσθαι και νόμιοις πατρίοις». Πλην των Θηβαίων, τους οποίους έχει λόγους να τιμωρήση με αυστηρότητα και να εγκαταστήσει φρουράν εις την πόλιν των, αι φρουραί, τας οποίας ορίζει εις τας τρεις άλλας πόλεις, την Χαλκίδα, την Κόρινθον, και την Αμβρακίαν, δεν υπαγορεύονται από πνεύμα τιμωρίας, αλλά από πνεύμα καθαρώς στρατηγικόν, λόγω της επικαίρου θέσεως των τριών τούτων γεωγραφικών σημείων. Είναι χαρακτηριστικόν δια τον Φίλιππον το χωρίον του Πλουτάρχου: «Επειδή νικήσαντι τους Έλληνας αυτώ συνεβούλευον ένιοι φρουραίς τας πόλεις κατέχειν, έφη: Μάλλον πολύν χρόνον εθέλειν χρηστός, ή δεσπότης ολίγον καλείσθαι».
Προς τους Αθηναίους έδειξεν ο Φίλιπππος εξαιρετικήν εύνοιαν. Απέλυσε τους αιχμαλώτους όλους άνευ λύτρων και επέτρεψε να ταφούν τα λείψανα των πεσόντων εις την πάτριον γην, ώρισε δε δια την επιτάφιον πομπήν τιμητικήν συνοδείαν από τον υιό του Αλέξανδρον και τους Μακεδόνας στρατηγούς Αντίπατρον και Αλκίμαχον, οίτινες συνωμολόγησαν εν Αθήναις και τας μεταξύ Φιλίππου και Αθηναίων συνθήκας.
Ο Διόδωρος αναφέρει περίεργον είδησιν, καθ’ην ο Φίλιππος πολύ μετά την νίκην πιών άκρατον και άγων μετά των φίλων του τον επινίκιον κώμον, εβάδιζε ανά μέσον των αιχμαλώτων υβρίζων δια λόγων την δυστυχίαν των ηττημένων. Τότε ο ρήτωρ Δημάδης, όστις ευρίσκετο μεταξύ των αιχμαλώτων, μεταχειρισθείς ασυνήθη παρρησίαν είπε μερικά λόγια που ανέκοψαν την αναίδειαν του βασιλέως. «Βασιλεύ, είπε, ενώ η τύχη σου περιέθεσε πρόσωπο Αγαμεμνόνος, συ δεν αισχύνεσαι πράττων έργα Θερσίτου;» Ο δε Φίλιππος συγκινηθείς από την ευστοχίαν της επιπλήξεως, μετέβαλε τόσο την όλη διάθεσιν, ώστε τους μεν στεφάνους απέρριψε, τα δε συνακολουθούντα τον κώμον σύμβολα της ύβρεως απέτριψε, τον δε άνδρα το δείξαντα την παρρησίαν θαυμάσας, όχι μόνο απέλυσε της αιχμαλωσίας, αλλά και προσέλαβε αυτόν εις τιμητικήν θέσιν. Γοητευθείς δε από τα πλήρεις Αττικής χάριτος ομιλίας του Δημάδη, απέλυσεν όλους τους Αθηναίους αιχμαλώτους άνευ λύτρων. Αλλά η διήγησις αυτή αποτελεί ασφαλώς θρύλον, διότι ο Φίλιππος όχι μόνον από χαρακτήρος δεν ήτο ικανός να κάμη τοιαύτην απρέπειαν, αλλ’είναι γνωστόν, ότι εφέρετο ανέκαθεν ευνοϊκά προς τους Αθηναίους. Ο Αθήναιος παραδίδει ότι, όταν ο Φίλιππος πολιορκών το 357 την Ποτίδαια εξήγαγεν εκ της πόλεως την Αθηναϊκήν φρουράν, φιλανθρώπως προς αυτήν προσενεχθείς εξαπέστειλεν εις τας Αθήνας, «σφόδρα γαρ ευλαβείτο τον δήμον των Αθηναίων δια το βάρος και το αξίωμα της πόλεως». Ο δε κριτικώτατος Πολύβιος λέγει ότι, «Φίλιππος νικήσας Αθηναίους την εν Χαιρωνεία μάχην, ου τοσούτο ήνυσε δια των όπλων όσον δια της επιεκείας και φιλανθρωπίας των τρόπων».
Αντί λοιπόν να υποτάξη και να ταπεινώση τας ηττηθείσας εν Χαιρωνεία ελληνικάς πόλεις και να υπαγορεύσει ως νικητής τους όρους της ειρήνης, προσκαλεί αυτούς να στείλουν πρέσβεις εις Κόρινθον, όπως συζητήσουν και λάβουν αποφάσεις από κοινού ως ίσοι προς ίσους περί της κοινής ειρήνης. Και έτσι από το συγκροτηθέν εν Κορίνθω συνέδριον το 338 προήλθε ο περίφημος πολιτικός οργανισμός, όστις κακώς ωνομάσθη «Κορινθιακή συμμαχία», «Korinthischer Bund», «Ligue de Corinthe», ενώ ο ορθός ορισμός της ελληνικής παραδόσεως είναι «Το Κοινόν των Ελλήνων», ή «Οι Έλληνες», όστις από τινός αρχίζει και εις τους ξένους να επικρατή «Hellenischer Bund», «Ligue Hellénique».
Αι περί του Κοινού των Ελλήνων πηγαί ήσαν μέχρι τινός πολύ πενιχραί. Μερικάς ειδήσεις μας παρέχουν οι ιστορικοί Αρριανός και Διόδωρος και οι Ρωμαίοι Ιουστίνος και Κούρτιος Ρούφος, που και που δε αναφέρουν αυτό οι ρήτορες, ιδίως δε ο Δημοσθένης εις τον «Περί των προς Αλέξανδρον συνθηκών» αμφισβητούμενης γνησιότητας λόγον. Αλλ’η αρχαιολογικήν έρευνα, ήτις τόσα πολλά σημεία της ελληνικής ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού διαφώτισε, έφερεν εις φως μεταξύ άλλων μερικών πηγών επιγραφικών και πηγήν μοναδικήν και αξιόλογον δια το υπό του Φιλίππου ιδρυθέν Κοινόν των Ελλήνων, σχεδόν αυτό το καταστατικόν έγγραφόν του.
Ο διαπρεπής αρχαιολόγος της παρελθούσης γενεάς Παναγ. Καββαδίας, ο από του 1880 ευδοκίμως ανασκάπτων και αναστηλώνων το Ιερόν της Επιδαύρου, ανεύρεν εκεί και εδημοσίευσε το 1921 εις την Αρχαιολογικήν Εφημερίδα σπουδαία και μεγάλη επιγραφήν, κατατεμαχισμένη εις πολυάριθμα λίθινα συντρίμματα, εντοιχισμένα ως υλικόν οικοδομήσεως Ρωμαϊκού υποκαύστου. Η συγκόλλησις των τεμαχίων και η προσπάθεια ανασυγκροτήσεως της χασματώδους επιγραφής έγινεν από τον Καββαδίαν επιτυχώς. Αλλά η ερμηνεία αυτού κατά την δημοσίευσιν υπήρξεν εσφαλμένη. Πλανηθείς ανήγαγεν αυτήν εις την Αχαϊκήν Συμπολιτείαν, ενώ υπήρχαν σαφείς ενδείξεις ότι επρόκειτο περί του υπό Μακεδόνων βασιλέων επανιδρυομένου Κοινού των Ελλήνων. Διαγνώσας αμέσως το σφάλμα του σοφού εκδότου, ηθέλησα να μελετήσω πληρέστερα το πολύτιμον ιστορικόν εύρημα. Το τότε κυβερνών κόμμα με είχεν απομακρύνει από την πανεπιστημιακήν μου θέσιν, αλλ’ευρισκόμενος εκτός του Πανεπιστημίου, δεν παρέλειπα να ευρίσκωμαι εντός της επιστήμης. Επήγαν εις την Επίδαυρον, όπου επί μίαν εβδομάδαν ησχολήθην με την επιτόπιον εξέτασιν του λίθου και την ανάγνωση του κειμένου και ακολούθως ανακοινώσας πρώτον τον Μάρτιον του 1922 εις την Επιστημονικήν Εταιρείαν, εδημοσίευσα ακολούθως τα πορίσματα της μελέτης μου εις την Αρχαιολογικήν Εφημερίδα εις πραγματείαν εκ 51 σελίδων υπό τον τίτλον: «Το Κοινόν των Ελλήνων κατ’επιγραφήν Επιδαύρου». Όταν δε εκυκλοφόρησε η δημοσίευσις του Καββαδία εις τα επιστημονικά κέντρα της Ευρώπης, δεν υπήρξε χώρα, εις την οποίαν να μη εδημοσιεύθη σχετική προς την επιγραφήν ταύτην μελέτη. Εις την Αυστρίαν του Wilhelm, εις την Αγγλίαν του Tarn, εις την Γαλλίαν του Roussel, εις την Γερμανίαν του Wilcken, εις την Τσεχοσλοβακίαν του Swoboda κ.λ.π.
Όλοι συνεφώνησαν ως προς την αναγωγήν της επιγραφής εις το Κοινόν των Ελλήνων και εις μίαν εκ των τεσσάρων μετά τον Φίλιππον ανανεώσεων αυτού, διεφώνησαν όμως ως προς τον χρόνον της επιγραφής, άλλοι δεχθέντες ότι ανήκει εις την υπό των βασιλέων Αντογόνου και Δημητρίου ανανέωσιν (302) και άλλοι εις την υπό Αντιγόνου του Δώσωνος και του ανηλίκου συμβασιλέως Φιλίππου του Ε΄ γενομένην ανανέωσιν (224). Αλλά κατά το θέρος του 1926 αποσταλείς υπό της Πρωσσικής Ακαδημίας ο Hiller v. Gaertingen εις Επίδαυρον προς εξέτασιν των υπό του Καββαδία ευρεθεισών και εις την Πρωσσικήν Ακαδημίαν προς δημοσίευσιν εις το Corpus των Insc. Graecarum παραχωρηθεισών επιγραφών και εξετάζων επί δύο μήνας τας δημοσιευμένας εις τα I.G. τ. IV. 2 επιγραφάς της Επιδαύρου, ευρέν εις την αποθήκην του Μουσείου νέον τεμάχιον, ανήκον εις την μεγάλην αυτήν επιγραφήν, εις το οποίο ανεγιγνώσκοντο τα ονόματα των βασιλέων Αντιγόνου και Δημητρίου, και έτσι το ζήτημα της χρονολογίας της επιγραφης αλύθη οριστικώς υπέρ του έτους 302.
Κατ’αρχάς οι πλείστοι συνεφώνησαν εις το ότι η επιγραφή είχε χαραχθή επί δύο στηλών, της μίας περιεχούσης την συνθήκην και της άλλης το καταστατικόν του συνεδρίου, διότι ήτο γνωστόν ότι και ο Φίλιππος εις δύο χωριστάς πράξεις και κατά δύο χρονικά διαστήματα διετύπωσε το πολεμικόν αφ’ενός και το συντακτικόν αφ’ετέρου μέρος του ομοσπονδιακού του οργανισμού. Είναι δε αναντίρρητον ότι αι ύστεραι ανανεώσεις του Κοινού. Ή του Αλεξάνδρου το 336, ή του Φιλίππου Αρριδαίου το 331, ή του Αντιγόνου και Δημητρίου το 302, ή του Αντιγόνου του Δώσωνος και Φιλίππου του Ε΄ το 224, όλαι, πλην μικρών τινών μεταβολών, επανελάμβανον εν πολλοίς κατά λέξιν τον κανονισμό του Φιλίππου (338), τον οποίον είχον ως πρότυπον. Μετά το νέον εύρημα του 1926 επεκράτησεν η αρχική γνώμη του Καββαδία, την οποία είχε δεχθεί και ο Roussel, ότι η όλη επιγραφή, συνθήκη δηλαδή και καταστατικόν, είχε χαραχθεί εις μίαν στήλη, ήτις κατά το άνω ήμισυ ήτο οπισθόγραφος, διότι εκ των τεμαχίων άλλα έχουν γράμματα επί της μιας και άλλα επί των δύο όψεων, πράγμα το οποίον εξηγείται εκ του ότι το κείμενον, αφού επλήρωσε την εμπρόσθιαν όψιν , συνεχίζεται εις την οπισθίαν περατούμενο εις το μισό περίπου.
Τα τεμάχια των σωζόμενων 152 ατελών και χασματωδών στίχων της επιγραφής μετρούμενα αποτελούν συνολικόν ύψος 1,70 είχε δε πλάτος η στήλη 0,70, εκάστου στίχου περιέχοντος 60 γράμματα. Αν η εικασία του Wilcken ότι λείπουν τα 2/3 της επιγραφής είναι πιθανή, τότε το ύψος της στήλης πρέπει να ήτο τεράστιον.
Η επιγραφή της Επιδαύρου παρέχει και παλαιογραφικά διδάγματα σπάνια. Παρουσιάζεται εδώ πρώτην φορά άγνωστον εις τας επιγραφάς και εις τους παπύρους σημείον στίξεως, οριζόντια γραμμή, η καλούμενη παύλα (-), η οποία χαράσσεται εις το μέσον ύψος των γραμμάτων, ενώ ηξεύραμεν έως τώρα ότι εις τα επιγραφάς η στίξις δηλούται δια μικρού κενού. Εις την επιγραφήν χρησιμοποιείται και το άλλοθεν γνωστό σημείον της παραγράφου, η αυτή δηλαδή οριζόντια γραμμή, τιθεμένη όμως εις την αρχήν του στίχου και υπεράνω του πρώτου γράμματος αυτού. Έχει λοιπόν το κείμενο προφανή την κατά παραγράφους ή κατ’άρθρα διάταξιν.
Θα σας εκούραζα πολύ, αν ανέφερα τα εκ πλείστων μικροτέρων λιθαρίων απαρτισθέντα 5 μεγάλα αποσπάσματα του πολυτίμου τούτου κειμένου με όσα αναγιγνώσκονται και με όσα συμπληρώνονται εις την χασματώδη επιγραφήν. Με βάσιν τα αποσπάσματα ταύτα, τα οποία αν και κολοβά και ακρωτηριασμένα, πολλά νέα πράγματα μας διδάσκουν, θα προσπαθήσω, βοηθούμενος και από τας άλλας αρχαίας πηγάς, να αναπαραστήσω αδρομερώς το καταστατικόν του σπουδαίου αυτού ομοσπονδιακού οργανισμού, τον οποίον ίδρυσαν και κατ’επανάληψιν επανίδρυσαν οι Μακεδόνες εις την Ελλάδα.
Ο Φίλιππος ιδρύων το Κοινόν των Ελλήνων, θα είχεν ασφαλώς υπ’όψιν δια τον εσωτερικόν οργανισμόν αυτού τα προγενέστερα ομοσπονδιακά συστήματα της Ελλάδας, την Πελοποννησιακήν και την Αθηναϊκήν της Β΄ περιόδου συμμαχίαν, με την ουσιώδη όμως διαφοράν εις τον σκοπόν. Εκείνα, έχοντα τοπικήν και περιωρισμένην έκτασιν, εξυπηρετούν μερικά συμφέροντα, ενώ τούτο, περιλαμβάνον ολόκληρο σχεδόν τον πολιτικόν κόσμον της Ελλάδος, αποτελεί πανελλήνιον ένωσιν και επεδίωκε πλην των εξωτερικών εθνικών σκοπών και την παγίωσιν ειρηνικών σχέσεων μεταξύ των ελληνικών πόλεων.
Βάσις αυτού ήτο η «κοινή ειρήνη και συμμαχία», ήτις ήτο υποχρεωτική, κατωχυρώνετο δε δια συνθηκών και όρκων, απαγορευόντων πάσαν διατάραξιν αυτής επί ποινή κοινού πολέμου εναντίον του διαταράσσοντος.
Οι «κοινωνούντες της ειρήνης», αι πόλεις-μέλη δηλαδή της υπό του Φιλίππου ιδρυθείσης ειρηνικής ταύτης Κοινωνίας, ήσαν «ελεύθεροι και αυτόνομοι, αφρούρητοι και αφορολόγητοι, πολιτίαις και νόμοις χρώμενοι τοις πατρίοις». Εννοείται ότι οι όροι αυτοί, μάλιστα ο όρος του αφρουρήτου, παραβιάζοντο συχνά από τους μετά τον Φίλιππον και Αλέξανδρον Μακεδονείς βασιλείς με διαφόρους εκάστοτε προφάσεις.
Κυρίαρχο σώμα του Κοινού είναι το Συνέδριον, αποτελούμενον από αντιπροσώπους των μετεχουσών του Κοινού πόλεων. Τούτο δικάζει τας μεταξύ των πόλεων-μελών αναφυομένας διαφοράς και τα παραβιάσεις των συνθηκών και της κοινής ειρήνης, η δε άσκησις της τοιαύτης δικαστικής εξουσίας μαρτυρείται και από άλλας πηγάς, αλλά ιδίως από σπουδαίαν επιγραφήν της Χίου, την οποίαν εδημοσίευσεν ο . Ζολώτας εις την Αθήναν προ 60 ετών. Η σπουδαιότατη αυτή επιγραφή περιέχει επιστολήν του Αλεξάνδρου προς τους Χίους, οίτινες παραμελήσαντες την εκπλήρωσιν ορισμένων υποχρεώσεών των, απειλούνται «κρίνεσθαι εν των Ελλήνων συνεδρίω» και «είναι αγώγιμους κατά το δόγμα των Ελλήνων». Πλην των δικαστικών, ελάμβανεν και άλλας γενικωτέρας αποφάσεις το συνέδριο των Ελλήνων, αποτελούν το ανώτατον και κυριώτατον όργανον του Κοινού.
Περί το τόπου όπου συνήρχετο το συνέδριον η επιγραφή της Επιδαύρου έθεσε τέρμα εις τας αμφιβολίας. Το συνέδριον δεν συνήρχετο πάντοτε και αποκλειστικώς εις την Κόρινθον, ως επιστεύετο αλλ’όπως η επιγραφή ορίζει, διαρκούντος μεν του πολέμου, όπου ήθελεν παραγγείλει οι πρόεδροι και ο βασιλεύς, όταν δε γίνη ειρήνη , όπου ετελούντο οι πανελλήνιοι αγώνες. (Τας δε συνόδους γίνεσθαι του συνεδρίου, έως μεν αν ο κοινός πόλεμος λυθή, ου αν οι πρόεδροι και ο βασιλεύς παραγγέλη, όταν δ’η ειρήνη γένηται, ου αν οι στεφανίται αγώνες γίνονται). Επί Φιλίππου «κοινός πόλεμος» ήτο ο προ Πέρσας πόλεμος. Τώρα επί Αντιγόνου και Δημητρίου, ο προς Κασσάνδρου και Προλεμαίον. Ορίζων δε ο Φίλιππος τα πανελλήνια ιερά ως τόπον συνελεύσεως και μάλιστα κατά την τέλεσιν των αγώνων, επεθύμει προφανώς να παρουσιάζη προ των Πανελλήνων το υπό την προστασίαν του Μακεδονικού κράτους τελούν αρτιπαγές πανελλήνιον Κοινόν.
Ως προς τον χρόνον, καθ’ον συνήρχετο το συνέδριον, η επιγραφή μας διδάσκει ότι εν καιρώ μεν ειρήνης κατά τους αγώνας, εν καιρώ δε πολέμου «οσάκις αν δοκή συμφέρειν τοις προέδροις και τω βαισλεί ή τω υπό του βασιλέως επί της κοινής φυλακής καταλελειμμένον». Τώρα δια πρώτην φοράν από την επιγραφήν αυτήν της Επιδαύρου μανθάνομεν ότι ωρίζοντο δύο ειδών σύνοδοι του συνεδρίου, αι τακτικαί εν καιρώ ειρήνης κατά τους πανελλήνιους αγώνας και εις τα πανελλήνια ιερά συνερχόμεναι, και αι έκτακτοι εν καιρώ πολέμου, οριζόμενοι μετά κοινήν συνενόησιν των προέδρων και τους βασιλέως των Μακεδόνων ή του υπ’αυτού διωρισμένου στρατηγού επί της κοινής φυλακής. Ο «επί της κοινής φυλακής καταλελειμμένος ή τεταγμένος» άρχων, τον οποίον εγνωρίζαμεν και από τον «Περί των προς Αλέξανδρον συνθηκών» λόγον του ψευδο-Δημοσθένους, είναι ο Μακεδών στρατηγός, όστις, διοριζόμενος υπό τους βασιλέως, παρέμεινε μονίμως εις την Ελλάδα και έχων συνήθως έδρα την Κόρινθον παρηκολούθει εκ του πλησίον ως αντιπρόσωπος της Μακεδονικής εξουσίας τας εργασίας του συνεδρίου και τα εν γένει πράγματα του Κοινού των Ελλήνων.
Από τον Πολύβιον, ιστορούντα τα επί Φιλίππου του Ε΄ πράγματα, πληροφορούμεθα και περί του τρόπου, καθ’ον εγίνοντο οιπροσκλήσεις εις τα εκτάκτους του συνεδρίου συνόδους. Διαπεστέλλοντο προς πάσας τας πόλεις-μέλη ειδικοί γραμματοκομισταί, οι οποίοι βιβλιαφόροι και γραμματοφόροι ονομάζονται υπό του Πολυβίου.
Επί της επιγραφής το πρώτον επίσης διδασκόμεθα ότι την διάρκειαν των εργασιών του συνεδρίου ώριζαν οι πρόεδροι αυτών (συνεδρεύειν δε οπόσας αν ημέρας οι πρόεδροι του συνεδρίου παραγγέλωσι), ότι οι αποφάσεις του συνεδρίου ήσαν ανέκλητοι (τα δε δόξαντα τοις συνέδροις κύρια είναι), ότι το συνέδριον εθεβρείτο εν απαρτία και ηδύνατο να επιληφθή των εργασιών του μόνο αν παρίσταντο σύνεδροι περισσότεροι του ημίσεος (χρηματιζόντωσαν δε υπέρ ήμισυ γενόμενοι, αν δ’ελάττους συνέλθωσι, μη χρηματίζειν), ότι οι σύνεδροι δεν υποχρεούντο να δώσουν ευθύνας ενώπιον των αρχών της ίδιας αυτών πόλεως περί των αποφάσεων, των ληφθεισών εν τω συνεδρίω, ουδέ περί της διαχειρίσεως εν γένει της εξουσίας αυτών (περί δε των εν τω συνεδρίω δοξάντων μη εξέστω τοις πόλεσιν ευθύνας λαμβάνειν παρά των αποστελλομένων συνέδρων). Τούτο δείχνει ότι οι σύνεδροι εθεωρούντο, όχι απλώς απεσταλεμένοι, αλλά πραγματικοί αντιπρόσωποι και απόλυτοι πληρεξούσιοι της πόλεως εις ουδεμίαν προ ουδενός άρχοντος υποκείμενοι ευθύνην ή λογοδοσίαν.
Περαιτέρω εκ της επιγραφής μανθάνομεν, ότι πρόεδροι του συνεδρίου εκληρούντο πέντε εκ των συνέδρων, όχι περισσότεροι του ενός εξ εκάστου έθνους (δηλαδή Κοινού) η εξ εκάστης πόλεως. (Προέδρους δε είναι πέντε εκ των συνέδρων οι αν λάχωσιν όταν ο πόλεμος μη ενδημή, αποκληρούσθωσαν δ’ενός μη πλείους εξ έθνους ή πόλεως). Διότι ως προς το μέτρον της αντιπροσωπείας το Κοινόν των Ελλήνων παρουσιάζει σπουδαίαν καινοτομίαν. Εν αντιθέσει δηλαδή προς τας παλαιάς ομοσπονδιακάς οργανώσεις, όπου εφήρμοζαν την αρχήν του ισοψήφου, αι πόλεις που μετέχουν του Κοινού των Ελλήνων συνεδρίου, δεν αντιπροσωπεύονται με ίσον αριθμόν συνέδρων, ούτε έχουν κατ’ακολουθίαν ίσην ψήφον εις το συνέδριον, αλλ’έκαστη πόλις στέλλει αριθμόν συνέδρων ανάλογον με τον πληθυσμόν της, έχει δε τόσα ψήφους, όσους και συνέδρους. Αλλ’από τους συνέδρους μιας πόλεως ή ενός Κοινού δεν ημπορεί να κληρωθεί παρά ένας μόνο πρόεδρος.
Εις την επιγραφήν αναφέρονται και άλλα καθήκοντα των προέδρων, ατελώς όμως ένεκα των χασμάτων του κειμένου. Ούτοι συνεκάλουν τους συνέδρους, προσελάμβαναν γραμματείς και υπηρέτας, αμειβομένους από το κοινόν ταμείον, κατήρτιζαν την ημερισείαν διάταξιν των συνεδρείων, επεμελούντο της αντιγραφής των αποφάσεων του συνεδρίου, κρατούντες αυτοί αντίγραφα σφραγισμένα, εισήγον τας προτάσεις εις το συνέδριον και εφρόντιζαν περί του μετ’ευκοσμίας αγορεύειν και συζητείν εις το συνέδριον και είχαν την εξουσίαν να επιβάλλουν πρόστιμον εις τον ατακτούντα. (Τους δε προέδρους συνάγειν τε τους συνέδρους και τους γραμματείς από του κοινού λαμβάνειν και υπηρέτας και προτιθέναι περί ων δει βουλεύεσθαι και τα δόξαντα μεταδίδοναι τοις γραμματεύσι και αυτούς έχειν αντίγραφα σεσημασμένα και τας γνώμας πάσας εισάγειν και επιμελείσθαι του πάντη χρηματίζειν ευκόσμως, κυρίους όντας τον ατακτούντα ζημιούν).
Ακολούθως εις την επιγραφήν ορίζεται ότι, όστις ήθελε να υποβάλη πρότασιν τινά, αφορώσιν εις τα κοινά συμφέροντα των Μακεδόνων και του Κοινού, ή να καταγγείλη εκείνους, που φερόμενοι εχθρικώς δεν μένουν πιστοί εις τα συμφωνημένα, ή να συζητήση με τους συνέδρους άλλο τι ζήτημα, αυτό οφείλει να δηλώνη τούτο εγγράφως εις τους προέδρους, αυτοί δε να προβάλλουν το ζήτημα εις τους συνέδρους. (Αν δε τις εισηγήσασθαι προαιρηται τι των συμφερόντων τοις βασιλεύσι και τοις Έλλησιν ή εισαγγείλαι τινάς ως υπεναντία πράττοντας τοις συμμάχοις, ή μη πειθόμενους τοις ωμολογημένοις, ή άλλο τι χρηματίσαι τοις συνέδροις, απογραφέσθω προς τους προέδρους, οι δε προτιθέτωσαν εις τους συνέδρους).
Οι πρόεδροι του συνεδρίου ήσαν υπεύθυνοι δια τας πράξεις των, τας δε καταγγελίας κατά των προέδρων, των οποίων έληξε η προεδρία, έδιδεν ο βουλόμενος εις τους αμέσως μετά τούτους κληρωθέντας προέδρους, ούτοι δε εισήγον αυτάς προς εκδίκασιν ενώπιον των συνέδρων εις την πρώτην ακολουθούσαν σύνοδον. (Υπευθύνους δε πάντων είναι τους προέδρους ων αν πράξωσιν, τας δε γραφάς διδότω κατ’αυτών ο βουλόμενος προς τους μετά τούτους αποκληρωθέντας προέδρους, οι δε μεταλαβόντες εισαγέτωσαν εις τους συνέδρους εν τη πρώτη έδρα της εσόμενης εξής).
Ακολούθως ορίζεται ότι, αν πόλις τις δεν ήθελεν αποστείλει συμφώνως προς τας ομολογίας συνέδρους εις τας γενομένας συνόδους του συνεδρίου, ώφειλε να πληρώση δι’εκαστον απουσιάζοντα σύνεδρον δύο δραχμάς εκάστην συνεδρίαν και εφ’όσον διηρκούν αι εργασίαι του συνεδρίου, εκτός αν σύνεδρος τις ασθενήσας ήθελε βεβαιώσει ο ίδιος ενόρκως ασθένειαν. (Αν δε τις πόλις μη αποστείλη κατά τας συνθήκας τους συνέδρους εις τας συνόδους, αποτινέτω καθ’έκαστον τούτων δραχμάς δύο εκάστης της έδρας, έως αν διαλυθώσιν οι σύνεδροι, αν μη τις των συνέδρων νοσήσας εξομόσηται).
Το τελευταίον άρθρον της εις χώρον κενόν καταληγούσης στήλης αφορά εις τας στρατιωτικάς υποχρεώσεις των μετεχουσών του Κοινού πόλεων: Και αν τις πόλις μη αποστείλη την δύναμην την συντεταγμένην όταν παραγγελθή, αποτινέτο εκάστης ημέρας κατά μεν τον ιππέα ημιμναίον -κατά δε τον οπλίτην είκοσι δραχμάς- κατά δε τον ψιλόν δέκα δραχμάς και κατά τον ναύτην [πέντε] δραχμάς, έως αν πάσιν εξέλθη ο χρόνος της στρατείας τοις άλλοις Έλλησιν. Το κλιμακωτόν τούτο πρόστιμον, το αναφερόμενον δι’έκαστον καθυστηρούμενον ιππέα, οπλίτην, ψιλόν και ναύτη, αποτελεί κατ’ευφυάστατην εικασίαν του Wilhelm, το δεκαπλάσιον του δια μισθόν και σιτηρέσιον διδομένου χρήματος εις έκαστον ιππέα, οπλίτην, ψιλόν και ναύτην, αναλόγως του σώματος, εις το οποίον ανήκε.
Ένα άλλο πολύ ελλιπές και χασματώδες κομμάτι της επιγραφής περιείχε, καθώς φαίνεται, επίσης στρατιωτικάς και οικονομικάς διατάξεις και εν συνεχεία τον όρκον των μετεχόντων του Κοινού, καθώς και τα επιφανέστατα ιερά, όπου ώφειλαν να στηθούν αι περιέχουσαι τας ομολογίας και τους όρκους λίθιναι στήλαι.
Από τα συντρίμματα της επιγραφής φαίνεται ότι πολλοίς εγίνετο λόγος περί των συνέδρων και των καθηκόντων αυτών, εκ των οποίων εν ήτο και η φροντίς αυτών όπως η θάλαττα καθαρά η, όρος αφορών εις την ελευθερίαν της θαλασσοπλοΐας, την απαγόρευσιν δηλαδή της αρπαγής ή της κατασχέσεως πλοίων και φορτίων και την απαλλαγήν των θαλασσών από τους πειρατάς, οι οποίοι εμάστιζαν τους θαλασσοπλοούντας εμπόρους. Εις δε την αρχήν του μεγαλύτερου και καλύτερα διατηρουμένου τεμαχίου ορίζεται ότι οι σύνεδροι και οι υπό των συνέδρων αποστελλόμενοι καθώς και οι προς τους συνέδρους αποστελλόμενοι πρέσβεις, οι εις την κοινήν εκστρατείαν πεμπόμενοι σύμφωνα προς τα υποχρεώσεις εκάστης πόλεως, είτε εξερχόμενοι εκ της χώρας των, είτε επιστρέφοντες εις αυτήν, απλαύουν ασυλίας και ασφαλείας, απαγορευομένης της φυλακίσεως, της συλλήψεως, της απελάσεως και της εις αυτούς επιβολής χρηματικής εγγυήσεως. Ο δε παραβιάζων την ασυλίαν ταύτην εμποδίζετο υπό των αρχών της πόλεως, εις την οποίαν ήθελε συμβή η παραβίασις, και εδικάζετο υπό των συνέδρων. (Μη εξείναι [μηδενί είργειν] τους συνέδρους, μήτε τους πρεσβεύοντας προς τους συνέδρους, μήτε τους αποστελλομένους υπό των συνέδρων, μηδέ τους επί την κοινήν στρατείαν εκπεμπομένους, μήτε εξιόντας, , εφ’α εκάστοις συντέτακται, μήτε καταπορευομένους επί τας πατρίδας, μηδέ ανδροληπτείν, μηδέ κατεγγυάν επί μηδεμιά αιτία, αν δε τις ταύτα ποιή, οι τε άρχοντες οι εν εκάστη των πόλεων καωλυέτωσαν και οι σύνεδροι κρινέτωσαν).
Το ρήμα «ανδροληπτείν» πρώτη φορά εδώ απαντά, ενώ είναι γνωσταί αι λέξεις «ανδρολήψιον» και «ανδροληψία». Κρίμα ότι λείπει η αρχή της επιγραφής, όπου θα περιείχοντο τα περί της σχέσεως των Μακεδόνων προς το Κοινόν. Εν τούτοις εις τα σωζόμενα λείψανα αυτής και εις τινάς άλλας πηγάς παρατηρείται ότι μαζί με το κοινόν των Ελλήνων συνέδριον και τους συνέδρους ευρίσκεται εις χωριστήν πάντοτε θέσιν αναφερόμενη και η Μακεδονική βασιλεία, έχουσα ιδίαν εξουσίαν και δικαιώματα, των οποίων τα όρια δεν είναι σαφώς καθορισμένα. Ο βασιλεύς των Μακεδόνων παρουσιάζεται παντού απέναντι των συμμάχων με ηγεμονικήν κάπως υπεροχήν. Εις τα συνθήκας και τους όρκους οι Έλληνες σύμμαχοι ομνύουν ότι δε θα καταλύσουν την βασιλείαν του Φιλίππου ή του Αλεξάνδρου ή του Αντιγόνου κατόπιν και του Δημητρίου και των εκγόνων και ότι θα ακολουθούν τον βασιλέα όπου ήθελεν αυτός παραγγείλη. Ιδίως, προκειμένου περίτων στρατιωτικών πραγμάτων, οι σύμμαχοι ανομολογούν εις τον βασιλέα πλήρη υπακοήν. Αυτός κανονίζει τας συντάξεις, δηλαδή την στρατιωτικήν συμβολήν εις άνδρας, που θα στείλη έκαστη πόλις, τον τόπον συγκεντρώσεως κ.λ.π.
Πλην δε των στρατιωτικών και των πολεμικών επιχειρήσεων εις τον βασιλέα των Μακεδόνων επαφίεται και η διεύθυνσις της εξωτερικής πολιτικής της πανελληνίου ταύτης ενώσεως. Οι όροι, οι κανονίζοντες τας εις το ζήτημα τούτο σχέσεις των Ελλήνων και του βασιλέως των Μακεδόνων, πιθανότατα περιλαμβάνοντο εις τα κατεστραμμένα και εις τα λείποντα κομμάτια της εξ Επιδαύρου επιγραφής και είναι μεγάλη η ζημία από την καταστροφήν αυτήν.
Εκ της ελλείψεως και σαφών ειδήσεων και της διαφόρου ερμηνείας των ολίγων και ασαφών διάφοροι εξηνέχθησαν γνώμαι περί της θέσεως της Μακεδονικής βασιλείας εις τον πανελλήνιον αυτόν σύνδεσμον. Άλλοι φρονούν ότι το Κοινόν των Ελλήνων συμπεριελάμβανε και τους Μακεδόνας, αντιπροσωπευομένους εις το συνέδριον όπως και αι πόλεις της κυρίως Ελλάδας υπό αναλόγου αριθμού συνέδρων. Άλλοι πάλιν υποστηρίζουν ότι ο βασιλεύς των Μακεδόνων είχεν ηγεμονικήν και κυρίαρχον απέναντι των Ελλήνων θέσιν. Αλλά η αλήθεια και εδώ, ως συνήθως, κείται εις το μέσον. Οι Μακεδόνες είχαν βέβαια την πρωτοβουλίαν και την αρχηγίαν, μάλιστα εις τα ζητήματα τα αφορούντα εις την στρατιωτικήν πολιτικήν, αλλ
Αντεπροσωπεύοντο εις το συνέδριον όχι δι’αναλόγου αριθμού αντιπροσώπων, αλλά δια του ειδικού βασιλικού αντιπροσώπου, του επί τη κοινή φυλακή τεταγμένου.
Εις το Κοινόν λοιπόν των Ελλήνων έχομεν πανελλήνιον πολιτικόν σύνδεσμον, του οποίου κυρίαρχον σώμα είναι το συνέδριον. Τούτου μετέχει και ο βασιλεύς των Μακεδόνων δια του επί κοινής φυλακής τεταγμένου, οσάκις συμβαίνει να μη παρίσταται ο ίδιος αυτοπροσώπως. Το συνέδριον βουλεύται, κρίνει και αποφασίζει από κοινού, αποτελεί δηλαδή το βουλευτικόν σώμα, ενώ η Μακεδονική βασιλεία αποτελεί την εκτελεστικήν εξουσίαν αυτού. Αυτή κυρίως αγρυπνεί επί της τηρήσεως των ομολογιών και επί της ασφαλείας της κοινής ειρήνης και έχει το δικαίωμα εν περιπτώσει υπερβασιών να καταφεύγη εις εξαναγκαστικά μέτρα. Τα δικαστικά καθήκοντα, καθώς και τινά διοικητικά, εκτελούν οι σύνεδροι, οι οποίοι και επιμελούνται μετά του επί τη κοινή φυλακή τεταγμένου όπως μη γίνωνται φόνοι, εξορίαι, αναδασμοί γης, πειρατικαί επιδρομαί κ.λ.π.
Το Κοινόν των Ελλήνων, διαλυθέν με τον θάνατον του ιδρυτού ολίγον μετά την συγκρότησίν του και επανειλημμένας ύστερον ανανεώσεις υποστάν, δεν παρουσιάζει φυσικά εις όλας του τας περιόδους την αυτήν μορφήν και τον αυτόν χαρακτήρα, τον οποίον είχε επί του πρώτου ιδρυτού. Ο Φίλιππος εγκολπωθείς με αγάπην τα ελληνικά ιδεώδη και ειλικρινώς «περί των τη Ελλάδι συμφερόντων» μεριμνών, ουδόλως εσκέφθη να παραβιάση τας αρχάς του συνδέσμου, τον οποίον αυτός γενναιοφρονών και ελληνοφρονών ίδρυσεν. Αλλά τα φρονήματα του Φιλίππου δεν είχαν και οι διάδοχοι αυτού. Ήδη ο Αλέξανδρος, εγκαθιστών, μόλις ανήλθεν εις τον θρόνον, φρουράν εις την Χίον και αλλού, και αποστέλλων δεσμίους τους Χίους εις την Ελεφαντίνην της Αιγύπτου, παρουσιάζεται μεταβάλλων την πολιτικήν του πατρός του. Εις τους κατόπιν δε χρόνους ανανεούμενον το Κοινόν των Ελλήνων διετήρει μεν τον πυρήνα και τις βάσεις του παλαιού, αλλά με τον καιρόν απέβαλεν εις τας λεπτομέρειας μέγα μέρος από τον ομοσπονδιακόν του χαρακτήρα. Αι χειρότεραι δε παραβιάσεις έγιναν ιδίως επί των Αντιγονιδών.
Οπωσδήποτε το Κοινόν των Ελλήνων παρ’όλας αυτού τας μεταπτώσεις αποτελεί την σπουδαιοτάτην και την ισχυροτάτην των ελληνικών ενώσεων. Περιλαβόν σύμπαντα σχεδόν τον ελληνικόν κόσμον, έδωκε σάρκα και οστά εις τας από μακρόν χρόνων μετεωριζομένας εις τον πολιτικόν ορίζοντα της αρχαίας Ελλάδος ομοσπονδιακάς ιδέας και επραγματοποίησε τοπαλαιόν ιδεώδες της πανελληνίου ενώσεως, τεθέν υπεράνω πάντων των κατά πόλεις εκάστας αρχόντων. Ο εσωτερικός αυτού οργανισμός παρουσιάζει καταπλήσσουσαν ευρυθμίαν, που θα την εζήλευαν και τα τελειότερα εκ των νεοτέρων κοινοβουλευτικών πολιτευμάτων. Θα προηγείτο δε ασφαλώς εις μεγαλύτερον βαθμόν, αν δεν ανέκοπταν την πρόοδον και την ανάπτυξίν του αι κοσμοκρατορικαί και μοναρχικαί τάσεις του Αλεξάνδρου, που εξεδηλώθησαν εις την κατά βαρβάρων εκστρατείαν του. Αλλ’αν η σταδιοδρομία του Κοινού των Ελλήνων, ανακοπείσα από την πολιτικήν του Αλεξάνδρου και από τας αλληλομαχίας των διαδόχων, δεν κατέληξεν εις τον θρίαμβον, τον οποίον προώριζαν δι’αυτό τα πράγματα και ο ιδρυτής του, επέδρασεν όμως σημαντικά εις τον περαιτέρω πολιτικόν βίον ων Ελλήνων, αυτό κυρίως συντέλεσαν εις το να παραχθούν εις την Ελλάδα οι λαμπροί ομοσπονδιακοί καρποί του 3ου αιώνος.
Αρκετά σας εκούρασα και παρακαλώ να με συγχωρέσετε. Αλλά πριν αφήσω το βήμα, παρακαλώ να μου επιτρέψετε να κάμω μία παρατήρησιν και να εκφράσω μίαν ελπίδα.
Όταν ο αρχαίος ελληνικός κόσμος, εξαντλημένος από τας εμφυλίους έριδας και ξεπεσμένος ηθικώς από πράξεις και ενεργείας αναξίας αυτού, όπως π.χ. ήτο η επονείδιστος εκείνη Ανταλκίδειος ειρήνη, είχεν αρχίσει να βαίνει προς την κατιούσαν, ήλθε από την Μακεδονίαν η ανακαινιστική και εξυγιαντική πνοή του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, ήτις ανώρθωσε την ελληνικήν ιδέα και με την διάδοσιν και εμπέδωσιν του ελληνικού πολιτισμού εξεπολίτισε τον βαρβαρικόν κόσμον.
Και όταν πάλιν κατά την μεσαιωνικήν περίοδον ο Ελληνο-Βυζαντινός κόσμος μετά την ακμήν του Ιουστινιανού είχε περιέλθει εις την παρακμήν των Ισαύρων, όχι από ανικανότητα των κυβερνητών, αλλά από τας εικονομαχικάς ανωμαλίας, τότε πάλιν από θέμα, που είχε το όνομα της Μακεδονίας, ήλθεν η πνοή της ανορθώσεως με την εξαιρετικήν φυσιογνωμίαν Βασιλείου του Α΄, όστις θεμελιώσας την ένδοξον Μακεδονικήν δυναστείαν εξερρίζωσε τον πολυκέφαλον της εποχής εκείνης βαρβαρισμόν.
Διατί τάχα και τώρα, εις την περίοδον των πολιτικών ανωμαλιών και των κοινωνικών ανησυχιών που ζώμεν, τας οποίας καθιστά περισσότερον αισθητάς εις την Ελλάδαν η σημερινή έλλειψις της πάντοτε όμως κατά περιόδους αναφαινομένης μεγαλουργού πολιτικής ηγεσίας, να μη προσδοκώμεν να μας έλθη, όπως και πάλαι, η πνοή της ανορθώσεως από την Μακεδονίαν, όπως μας ήλθε προ 40 ετών από την Κρήτην;
Η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών με το έθνικόν της πρόγραμμα και με τον ζήλον και τον ενθουσιασμόν που προβαίνει εις την εκτέλεσίν του μας ενθαρρύνει εις το να τρέθωμεν την αισιόδοξον αυτήν ελπίδα.