ΣΥΝΑΝΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΦΙΛΙΠΠΟ Β΄
Μακεδονία, η χώρα του Αλεξάνδρου, η πατρίδα του Φιλίππου. Με αυτό τον τρόπο χαρακτηρίζεται από συγγραφείς, ιστορικούς και ταξιδιωτικούς σχολιαστές η Μακεδονία και, κατ’επέκταση, η Θεσσαλονίκη. Πριν απ’αυτούς τι υπήρχε; Λίγα πράγματα ξέρουμε.
Το 1985 γιορτάστηκαν τα 2.300 χρόνια απ’την ίδρυση της Θεσσαλονίκης. Ο εορτασμός αυτός δημιουργεί μία παραπλανητική εντύπωση. Θα πίστευε κάποιος ότι το 315-316 π.Χ., τη χρονιά που ο Κάσσανδρος ίδρυσε την πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτός ο τόπος πρωτοκατοικήθηκε από ανθρώπους. Η αρχαιολογική έρευνα όμως μας λέει άλλα. Η ζωή εδώ άρχισε πολλούς αιώνες πριν την ημερομηνία που εγκαινίασε την ίδρυσή της ο Κάσσανδρος.
Η ιστορικές και γραπτές πηγές για αυτή την περίοδο είναι ανύπαρκτες. Κάποια αποσπασματική μνεία ή το σπάραγμα ενός μύθου που αναφέρονται περιστασιακά απ’τους συγγραφείς κυρίως της Αθήνας μας επιτρέπει να αναχθούμε το πολύ ως τον 6ο ή έστω τον 7ο π.Χ. αιώνα και να μάθουμε το όνομα κάποιου βασιλιά που χάνεται μέσα σε παραμυθικά νεφελώματα1. Οι Μακεδόνες έγιναν γνωστοί και, κατά συνέπεια, υπήρξαν ιστορικές αναφορές για αυτούς όπως και μνείες από τους ρήτορες και ιστορικούς της υπερήφανης Αθήνας όταν έγιναν κυρίαρχη δύναμη στην Ελλάδα, διότι την ιστορία πάντα τη γράφει ο νικητής.
Η μόνη μας καταφυγή είναι τα αποτελέσματα της ιστορικής έρευνας, βοηθητικά θα καταφύγουμε στις γραπτές πηγές. Θα μάθουμε τότε ότι γύρω απ’τον καλά προστατευμένο Θερμαϊκό ή Θερμαίο κόλπο, στις εκβολές των ποταμών Αλιάκμονα, Αξιού και Εχέδωρου, ο οποίος ήταν ο μικρότερος και σήμερα ονομάζεται Γαλλικός, με την πρόσφορη εδαφική διαμόρφωση, είχαν εγκατασταθεί κάτοικοι από την τρίτη τουλάχιστον προχριστιανική χιλιετία, βρίσκοντας καταφύγιο στα πεδινά καλλιεργήσιμα εδάφη και στις λοφοσειρές που τους προστάτευαν. Οι προϊστορικές τούμπες, οι οποίες είναι διασκορπισμένες γύρω απ’αυτόν, μας μιλούν για αυτή τη χρονική περίοδο. Η πιο μεγάλη απ’αυτές τις τούμπες είναι αυτή που έχει δώσει το όνομά της στους δύο προσφυγικούς συνοικισμούς της σημερινής Θεσσαλονίκης, στην Άνω και Κάτω Τούμπα.
Η συστηματική της έρευνα άρχισε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όμως μπορούμε να πούμε ότι τα παλιότερά της στρώματα ανήκουν στην πρώιμη εποχή του χαλκού, πριν απ’το 2.000 π.Χ., η κατοίκησή της όμως συνεχίζεται σε ολόκληρη τη δεύτερη χιλιετία και ως τους αρχαϊκούς τουλάχιστον χρόνους, όπως μαρτυρούν οι τάφοι του 6ου αιώνα π.Χ. που αποκαλύφθηκαν το 1920, κοντά σ’αυτή. Ακόμη, σε μία άλλη περιοχή της Θεσσαλονίκης, στο Μικρό Έμβολο, το οποίο σήμερα ονομάζεται Μικρό Καραμπουρνάκι, από ανασκαφή που έγινε στα προπολεμικά χρόνια, βρέθηκαν στοιχεία που επιβεβαιώνουν οικισμό απ’τις αρχές της 1ης χιλιετίας ως τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. Τα ευρήματα μαρτυρούν ότι υπήρχαν επαφές αυτών των κατοίκων με την Αττική και με τα νησιά του Αιγαίου, κυρίως Χίο και Ρόδο, απ’τα γεωμετρικά έως τα πρώιμα αρχαϊκά χρόνια. Απ’αυτό μπορούμε να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι αυτή την περίοδο ήταν αναπτυγμένη και η ναυσιπλοΐα.
Με αυτά τα ευρήματα, αλλά και με άλλα, μπορούμε να πούμε ότι η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη που διαδέχτηκε τη Θέρμη, πριν το 315 π.Χ. Η αρχαιολογική έρευνα έχει βρει σημαντικά λείψανα μέσα στην τη Θεσσαλονίκη, ανάμεσα στο Διοικητήριο και το Βαρδάρη, στην οδό Κρυστάλλη, αρχιτεκτονικά μέλη μεγάλου ιωνικού οικοδομήματος που χρονολογείται γύρω στο 500 π.Χ. , το οποίο θα πρέπει να ήταν είτε κάποιο δημόσιο κτήριο ή κάποιος ναός. Άρα έχουμε αποδείξεις για ελληνική πόλη σ’αυτή την περιοχή. Εξ’άλλου, ο Εκαταίος, ένας απ’τους πιο σπουδαίους γεωγράφους, αναφέρει, στο λήμμα Χαλάστρη, ότι «εν δ’αυτώ Θέρμη πόλις Ελλήνων Θρηΐκων, εν δε Χαλάστρη πόλις Θρηΐκων»2.
Φαίνεται ότι αυτή η αρχαιολογική καταγραφή είναι λογική. Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι απ΄το Δευκαλίωνα και την Πύρρα γεννήθηκε ο Έλληνας. Αυτός γέννησε το Δώρο, τον Αίολο και τον Ξούθο, απ’αυτόν γεννήθηκαν ο Ίωνας και ο Αχαιός, απόγονοί τους ήταν οι Δωριείς, οι Αιολείς, οι Ίωνες και οι Αχαιοί. Σε αυτή τη μυθολογική καταγραφή θα πρέπει να υπάρχει και ιστορική αλήθεια. Πάντως, οι Δωριείς ήταν το γένος μέσα στο οποίο διαμορφώθηκαν οι Μάκενδοι ή Μακεδόνες. Κατοικούσαν στην Φθιώτιδα και αργότερα ανηφόρησαν προς το Βορρά, στην πινδική χώρα. Το όνομά τους το έδωσαν στη Μακεδονία.
Οι δύο λέξεις Μάκεδνος και Μακεδόνας έχουν σαν κοινή ρίζα το «μακ», το οποίο στη δωρική διάλεκτο σημαίνει μέγεθος (μάκος, μήκος, μάκρος). Οι Μακεδόνες ήταν υψηλόκορμοι και ρωμαλέοι. Πρώτη μνεία των Μακεδόνων, που ονομάζονταν και Μακέτες, βρίσκουμε στο απόσπασμα του Ησιόδου και στον Ηρόδοτο. Κατά μία άποψη, που υποστήριξε ο Χίος Θεόπομπος, μαθητής του Ισοκράτη, ο Κάρανος, αδελφός του Αργείου δυνάστη Φείδωνα, ήρθε τη Μακεδονία και εγκαταστάθηκε στην Έδεσσα, όπου ίδρυσε την μακεδονική δυναστεία. Για το λόγο αυτό οι Μακεδόνες θεωρούνταν απόγονοι των Ηρακλειδών του Άργους3. Μία άλλη αποίκηση είναι αυτή του Γαυάνη, του Αέροπου και του Περδίκκα που ξεκίνησαν απ’το Άργος για να φτάσουν μέσω της Ιλλυρίας στο πάνω μέρος της Μακεδονίας και να δημιουργήσουν τη δυναστεία των Αργεαδών ή Τημενιδών.
Οι μυθολογικές αυτές αναφορές φαίνεται ότι συμφωνούν με τις ιστορικές αφού περίπου στο 2.000 π.Χ. παρατηρούμε την κάθοδο των ελληνικών φύλων στη βαλκανική χερσόνησο. Το τελευταίο κύμα ήταν οι Δωριείς, τμήμα των οποίων εγκαταστάθηκε στη Μακεδονία. Έζησαν απομονωμένοι και ξέκοψαν απ΄τους άλλους Έλληνες, απόκτησαν δικά τους ήθη και έθιμα, αναγκάστηκαν να πολεμούν συνέχεια για να επιζήσουν, τα ονόματά τους ήταν καθαρά ελληνικά. Δημιουργήθηκε όμως μία έχθρα που οδήγησε κάποιους να τους ονομάζουν βαρβάρους, ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Δημοσθένης απ΄την Αθήνα.
Απ’τα ορεινά μέχρι τα πεδινά κατοικούσαν ομάδες με δικό τους αρχηγό, είχαν όμως κύρια έδρα τις Αιγές, τη σημερινή Έδεσσα, η οποία ήταν η ιερή τους πόλη. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ονόματα ηγεμόνων, τον Περδίκκα, τον Αργαίο, το Φίλιππο, τον Αέροπο, τον Αλκέτα, τον Αμύντα Α΄, τον Αλέξανδρο Α΄. Απ’το 520 π.Χ. και μετά αναφέρονται οι σχέσεις των Μακεδόνων με τους Έλληνες του Νότου, ειδικά με τους Αθηναίους. Η Μακεδονία άρχισε να ενοποιείται, κατά κάποια έννοια, πριν τη βασιλεία του Φιλίππου Β΄ και του γιου του Αλεξάνδρου, ο οποίος πήρε το προσωνύμιο Μεγάλος, αργότερα.
Αυτή η ενοποίηση ξεκίνησε από τον 7ο αιώνα π.Χ. όταν οι αποικίες των Ελλήνων από το Νότο είχαν αυτονομηθεί απ’τις μητροπόλεις τους. Ο Περδίκκας Β΄ έβλεπε με καλό μάτι αυτί την ενοποίηση. Ο Αρχέλαος, ο οποίος βασίλεψε από το 413 μέχρι το 399 π.Χ., ακολούθησε την ίδια πολιτική. Έτσι ο ελληνικός Βορράς συνέβαλε στην ανάπτυξη των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών. Αρκεί να θυμηθούμε το σοφιστή Πρωταγόρα (480-410 π.Χ.), απ’τα Άβδηρα, τον ατομικό φιλόσοφο Δημόκριτο (460-370 π.Χ.), επίσης απ’τα Άβδηρα, τον φιλόσοφο Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.), απ’τα Στάγειρα, το ρήτορα Ζωίλο (4ος αιώνας π.Χ.), απ’την Αμφίπολη, το στωικό φιλόσοφο Ερμαγόρα (3ος αιώνας π.Χ.), επίσης απ’την Αμφίπολη, και τον ιστοριογράφο Καλλισθένη (360-327 π.Χ.), απ΄την Όλυνθο. Σε αυτούς θα πρέπει να προσθέσουμε εκείνους που έχουν μετοικήσει στη Βόρειο Ελλάδα, όπως ο Ευριπίδης, ο Αγάθωνας, ο Χοιρίλος, ο Μελανιππίδης, ο Ιπποκράτης, ο Τιμόθεος, ο Ζεύξης κ.ά. που έφεραν στίγματα συγγενών πολιτισμών.
Μετά τον Αρχέλαο αρχίζουν οι διχόνοιες στη Μακεδονία. Ο ανήλικος γιος του, Ορέστης, το διαδέχεται στην εξουσία, δολοφονείται απ’τον Αέροπο που βασιλεύει μόνος του, ο οποίος δολοφονείται για να βασιλέψει ο γιος του Παυσανίας που θα δολοφονηθεί απ΄τον Αμύντα, πατέρα του Φιλίππου Β΄. Ο Αμύντας αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Πέλλα, επιστρέφει νικητής και το διαδέχεται ο μεγαλύτερος γιος του Αλέξανδρος, ο οποίος θα δολοφονηθεί μετά από ένα χρόνο. Η χήρα του Αμύντα επιτροπεύει τα δύο παιδιά της, Περδίκκα και Φίλιππο, αναθέτει την επιτροπεία στον Πτολεμαίο τον Αλωρίτη, τον οποίο αναγκάζει σε συμμαχία ο Πελοπίδας απ’τη Θήβα. Για να είναι σίγουρος για αυτή τη συμμαχία παίρνει 30 ομήρους απ’τους εύπορους μακεδονικούς οίκους, ανάμεσά τους και τον Φίλιππο, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος ήταν τότε 15 χρόνων. Τελικά, ο Περδίκκας δολοφονεί τον Πτολεμαίο Αλωρίτη, βασιλεύει απ’το 360 μέχρι το 359 π.Χ., σκοτώνεται στη μάχη εναντίον των Ιλλυρίων, για να αντικατασταθεί απ’τον ανήλικο γιο του Αμύντα. Είναι η στιγμή που η Μακεδονία είναι έτοιμη να διαλυθεί. Τότε το 358 π.Χ. αναλαμβάνει τη βασιλεία ο Φίλιππος Β΄, πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Γιάννης Φραγκούλης
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Περιοδικό «Νέα Εστία», αφιέρωμα στη Θεσσαλονίκη, αναφέρεται στο άρθρο του Μανόλη Ανδρόνικου, «Τα γενέθλια της Θεσσαλονίκης», τ. 1403, Χριστούγεννα 1985.
- ο.π., απομαγνητοφώνηση ραδιοφωνικής εκπομπής της ΕΡΑ Θεσσαλονίκης την Πρωτοχρονιά του 1985, αναφέρεται σε αυτό το περιοδικό σ.σ. 130-131.
- Απόστολος Παπαγιαννόπουλος, «Ιστορία της Θεσσαλονίκης», εκδ. Ρέκος, Θεσσαλονίκη 1982, σ.σ. 23-24.