ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙΑ

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕ ΤΟ ΘΕΙΟ

του Γιάννη Φραγκούλη

Μπορεί να τα δει κάποιος παντού σε όλη την Ελλάδα. Η πρώτη εντύπωση είναι ότι αυτά χτίζονται εκεί όπου έχει συμβεί ένα ατύχημα ή την τελευταία στιγμή δεν έχει γίνει τίποτε ολέθριο, όμως η παρουσία τους σε μέρη όπου είναι αδύνατον να έχει γίνει κάποιο ατύχημα μας βάζει σε άλλες σκέψεις. Ουσιαστικά μας ωθεί να δούμε αυτό το θέμα από μία διαφορετική ματιά, να εξετάσουμε αυτή τη συνήθεια από όλες τις πλευρές της.

Η ΑΙΤΙΑ ΤΟΥΣ

Γιατί κάποιος να έχει χτίσει ένα προσκυνητάρι; Ποιος είναι ο λόγος που δεν έχει κάνει κάτι άλλο, στην προσπάθειά του να επικαλεστεί ή να επικοινωνήσει με τα θεία; Ο πυρήνας του θέματος βρίσκεται στη απάντηση στην ερώτηση: γιατί θέλει να επικοινωνήσει με τα θεία; Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να νιώθει μία προστασία από κάποιο υπέρτατο ον, αυτό που το έχει ονομάσει Θεό. Από εκεί αντλεί δυνάμεις, παίρνει ελπίδα, γαληνεύει η ψυχή του, βρίσκεται στην ψυχική κατάσταση να καταφέρει να κάνει αυτά που του φαίνονται βουνό, ανυπέρβλητα εμπόδια.

Όλα αυτά συμβαίνουν όταν δεν έχει γνωρίσει τον εαυτό του, δεν ξέρει τα όριά του και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να κάνει την υπέρβασή του. Η εναπόθεση των ελπίδων σε κάτι ανώτερο από τον ίδιο, όπως αυτός πιστεύει, δεν απέχει πολύ από τη μοιρολατρία, είναι, σε κάθε περίπτωση, ένας τρόπος αποφυγής της δοκιμασίας του εαυτού του και, μέσα από αυτή, της αυτογνωσίας του. Έτσι όμως έχει, σύμφωνα με την πίστη του, κάποιον που τον στηρίζει, κάποιον που είναι δίπλα του, τουλάχιστον στο φαντασιακό του.

Αυτά τα προσκυνητάρια είναι κάτι σαν ένας βωμός όπου γίνεται η θυσία και επικαλούμαστε το θεό για τα δύσκολα. Αν τα δούμε ως σημείο σύνδεσης με το θείο, τότε δε διαφέρουν πολύ από μία εκκλησία. Εκεί πηγαίνει κάποιος για να προσευχηθεί, είναι περιτριγυρισμένος από τις εικόνες που του επιβάλλουν τη θρησκευτική πίστη. Ένα προσκυνητάρι είναι το αναφερόμενο σε μία εκκλησία, σε αυτή που ο παραγγελιοδότης του έχει στην ψυχή του, αυτή που είναι αφιερωμένη στον άγιο που του δίνει περισσότερη δύναμη. Με αυτή την έννοια πολλά από αυτά έχουν την αρχιτεκτονική μιας εκκλησίας και ορισμένοι τα ονομάζουν «εκκλησάκια».

Και σε αυτό το θέμα θα δούμε ότι η χριστιανική τυπολατρία δε διαφέρει καθόλου από την ανιμανιστική, την αρχαία ελληνική που ξέρουμε εμείς. Ο βωμός ήταν το σημείο που αναφερόταν σε ένα Θεό ή μία Θεά και θύμιζε τον αντίστοιχο ναό που ήταν αφιερωμένος σε αυτόν ή σε αυτή. Ήταν δίπλα στον πιστό που έκανε αυτή τη θρησκευτική πράξη, η οποία του έδινε δυνάμεις, χωρίς να πάει στο ναό που ήταν μακριά από τον τόπο όπου έμενε. Οι διαφορές δεν υπάρχουν γιατί αυτή η ψυχική ανάγκη του ανθρώπου δεν έχει μειωθεί καθόλου, σε ένα σχετικά μεγάλο μέρος του πληθυσμού.

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥΣ

Όπως προαναφέραμε, μπορούμε να βρούμε αυτά τα προσκυνητάρια σε όλη την Ελλάδα, σε αγροτικές, ημιαστικές ή αστικές περιοχές. Κοντά σε εκκλησίες, σε κάποιο χώρο όπου έχει γίνει ένα συμβάν, όπως ένα ατύχημα ή ένα δυστύχημα, ή, ακόμα, κάπου όπου δεν έχει γίνει τίποτε, δηλώνοντας την επιθυμία αυτού του ανθρώπου να έχει κοντά του κάτι που να του θυμίζει το υπέρτατο ον που τον προστατεύει, σύμφωνα με την πίστη του.

Η αισθητική τους ποικίλλει. Άλλα είναι μία μικρογραφία μιας εκκλησίας, άλλα μία απλή απεικόνισή της, άλλα ένα απλό κιβώτιο. Όλα όμως έχουν ένα σταυρό στην οροφή τους. Τα περισσότερα αναφέρουν το όνομα του άγιου ή της αγίας, στην οποία είναι αφιερωμένα. Σε όλα, επίσης, θα βρούμε μέσα ένα καντήλι, λίγο λάδι και τα απαραίτητα για να ανάψει κάποιος το φυτίλι από το καντήλι. Ξέρουμε καλά ότι το λάδι και το φυτίλι συμβολίζουν τη σάρκα και το αίμα, είναι κάτι σαν το αρχαίο κτέρισμα, η θυσία στον υπέρτατο ον, στο οποίο είναι αφιερωμένος αυτός ο βωμός.

Η ποικιλία τους μας δίνει μία εικόνα της διαβάθμισης του κοινού που θέλει να εξωτερικεύσει, με αυτό τον τρόπο, την πίστη του. Μπορούμε να καταλάβουμε ότι η έντονη θρησκευτική πίστη, όπως και η προσκόλληση σε ένα θρησκευτικό συμβάν δεν είναι ίδιο των πλούσιων ή των φτωχών, αλλά του συνόλου του πληθυσμού. Κατανοούμε, κατά συνέπεια, πόσο η μοιρολατρία έχει μπει βαθιά στον ψυχισμό του ανθρώπου, πόσο τον επηρεάζει στις αποφάσεις της ζωής του, τελικά, πόσο οι άνθρωποι είναι καθοδηγούμενοι από τα θρησκευτικά κέντρα και πόσο λίγο έχουν πάρει τις τύχες τους στα χέρια τους.

Τα προσκυνητάρια είναι εκεί για να μας θυμίζουν ότι ο άνθρωπος θα είναι πάντα δεμένος από κάτι πιο δυνατό από αυτόν, σύμφωνα με την μοιρολατρική πίστη του. Δύσκολα θα καταλάβει ότι αυτό το υπέρτατο ον είναι η φύση του, μέρος της οποίας είναι και αυτός, την οποία θα πρέπει να τιμά, να σέβεται και να ακολουθεί τους νόμους της σε όλη τη ζωή του. Αλλά, μέχρι να γίνει αυτό κτίση του, μέχρι να αποκτήσει αυτή την παιδεία που θα του ανοίξει τα μάτια και θα τον απελευθερώσει από τα δεσμά του, χαρίζοντάς του τα δεκανίκια της μοιρολατρίας, θα περάσει πολύς χρόνος, αν γίνει ποτέ. Μέχρι τότε θα είναι δέσμιος αυτών οι οποίοι έχουν αυτοχρισθεί εκπρόσωποι του θείου, είτε είναι θρησκευτικοί είτε λαϊκοί λειτουργοί. Μέχρι τότε θα φοβάται την ελευθερία του και δε θα τολμά να αυτενεργήσει.



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Ο Γιάννης Φραγκούλης γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1960, όπου τέλειωσε το εξατάξιο γυμνάσιο. Σπούδασε χημεία στον Καναδά, στο Μόντρεαλ (Quebec), στο Μόνκτον (New Brunswick) και στην Ορλεάνη (Γαλλία). Το 1989 σπούδασε φωτογραφία στην ΑΚΤΟ, στην Αθήνα. Παρακολούθησε σεμινάρια σημειωτικής, με το Δημήτρη Τσατσούλη (φωτογραφίας, λογοτεχνίας και θεάτρου), στο Ελληνοαμερικάνικο Κολλέγιο. Το 2009 τέλειωσε το Master in Arts, από το Middlesex University, με θέμα της διατριβής του, «Ο μύθος, μια αφηγηματική διακειμενικότητα». Το 1989 άρχισε να αρθρογραφεί και το 1990 ξεκίνησε να γράφει κριτικές κινηματογράφου. Το 1992 έγινε μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, της οποίας έχει διατελέσει Πρόεδρος, και της FIPRESCI. Το 1994 έγινε μέλος του «Μικρό» (Σωματείο για την ταινία μικρού μήκους), στο οποίο ήταν Πρόεδρος για δύο θητείες. Το 2000 ξεκίνησε να διδάσκει σε σεμινάρια κινηματογράφου στην Ένωση Τεχνικών Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (ΕΤΕΚΤ), στο «Μικρό», στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, στο Μουσείο Κινηματογράφου, στο Μικρό Πολυτεχνείο, στη Σχολή Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου, στο δικό του χώρο και σε συνεργασία με τη filmfabrik Productions, στη Θεσσαλονίκη, όπου διδάσκει κινηματογράφο μέχρι σήμερα στο Κινηματογραφικό Εργαστήρι Fabula, το οποίο διευθύνει. Συμμετείχε στο στρογγυλό τραπέζι της FIPRESCI, στην Κωνσταντινούπολη και στη Φιλιππούπολη με θέμα τον βαλκανικό κινηματογράφο. Συμμετείχε σε κριτικές επιτροπές στα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας και σε Φεστιβάλ, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι επιστημονικός σύμβουλος του Εργαστηρίου Almakalma, το οποία ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο (Performance). Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Εξόρμηση, στην οποία ήταν υπεύθυνος του πολιτιστικού τμήματος, στην Αθηναϊκή, στη Νίκη, στο Μανδραγόρα, στην Ουτοπία, στη Σύγχρονη Εκπαίδευση, στον κατάλογο του Φεστιβάλ της Λάρισας, στη Γραφή, στο Κ.ΛΠ., στο Ριζοσπάστη και στο Αλμανάκ της ΠΕΚΚ. Ίδρυσε το περιοδικό «αντι-Κινηματογράφος», στο οποίο ήταν διευθυντής σύνταξης, το 1992, το περιοδικό «Κινηματογράφος και Επικοινωνία», στο οποίο ήταν διευθυντής, το 2000. Επιμελήθηκε και συνπαρουσίασε, μαζί με τον Κώστα Σταματόπουλο, την εκπομπή «Cineπλάνο», στο 902TV, από το 2008 έως το 2009. Ήταν υπεύθυνος για τους διαδικτυακούς τόπους www.cinemainfo.gr και www.theaterinfo.gr. Ίδρυσε και διεύθυνε το greeceactuality.wordpress.com. και τώρα διευθύνει και αρθρογραφεί στα www.filmandtheater.gr και www.thessalonikinfo.gr. Έχει μεταφράσει το βιβλίο του Jean Mitry, «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», έχει γράψει τα βιβλία «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, το 2006, «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών (σειρά νεανική Βιβλιοθήκη) και «Κώστας Φέρρης», εκδ. της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών. Έχει οργανώσει διάφορες εκδηλώσεις στην Ελλάδα, όπως το Αφιέρωμα στον Παλαιστινιακό Κινηματογράφο, το 2002, την Εβδομάδα Κλασικού Ιαπωνικού Κινηματογράφου και την Εβδομάδα Σύγχρονου Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, το 2002, ως μέλος της Π.Ε.Κ.Κ. Ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανοράματος Νέων Δημιουργών, στο Ε.Κ.Θ., στη Θεσσαλονίκη, και ιδρυτής της Κινηματογραφικής Λέσχης Solaris, η οποία δραστηριοποιείται πλέον στη Θεσσαλονίκη. Διευθύνει το Αφηγηματικό Εργαστήριο Fabula, που ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο. Έχει σκηνοθετήσει τρείς ταινίες μικρού μήκους, οι δύο πτυχιακές για το Master στο πανεπιστήμιο Middlesex, και την ταινία-ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας». ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ «Μέσα από τις βιτρίνες», 8΄, 2009, σκηνοθεσία «Nafasz», 7΄, 2009, σκηνοθεσία «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας», 50΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Στιγμή απολιθωμένη», 31΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Η τελευταία λατέρνα», 6΄, 2010, σεναριακή επιμέλεια «Το κλειδί της επιστροφής», 13΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Το συρματόπλεγμα», 19΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Στο Τσινάρι», 7΄, 2017, σκηνοθεσία «Sotos, ζωγράφος αει…πράγμων», 2020, 97΄, σκηνοθεσία-φωτογραφία ΒΙΒΛΙΑ «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», του Jean Mitry, μετάφραση, εκδ. Entracte και Σύγχρονη Εκπαίδευση, Αθήνα, 2001 «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών, Αθήνα, 2004 «Κώστας Φέρρης», εκδ. Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, Αθήνα 2004 «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, Τρίπολη, 2006


Copyritght 2022 Thessalonikinfo / All rights reserved