ΕΙΣΑΓΩΓΗ
του Γιάννη Φραγκούλη*
Στην προσπάθειά μας να προσδιορίσουμε, με όση μεγαλύτερη ακρίβεια μπορούμε, το ψυχολογικό πεδίο μιας προεκλογικής περιόδου, κάθε φορά, μας οδηγεί, μοιραία, στον προσδιορισμό αυτού του πεδίου του ελληνισμού, υπό ψυχολογικούς, πάντα όρους. Αυτό όμως μας αναγκάζει να πάμε πιο βαθιά στις ρίζες αυτού του ψυχικού μορφώματος, σε βάθος χρόνου. Θα πρέπει να αποφύγουμε τις περίπλοκες αναλύσεις για να είμαστε, όσο το δυνατόν περισσότερο, στο πλαίσιο του θέματος που εξετάζουμε.
Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ
Η επιστήμη της ιστορίας αναφέρει ότι μπορούμε να εξετάσουμε, με πιο αντικειμενικό τρόπο, τα ιστορικά θέματα αφού έχουν παρέρθει τουλάχιστον δύο γενιές από τη ιστορική στιγμή που έχει συμβεί ένα γεγονός, το οποίο εμείς θέλουμε να εξετάσουμε. Αυτό σημαίνει ότι είναι πιο αντικειμενικό να εξετάσουμε την αρχή της νεώτερης ιστορίας της Ελλάδας και λιγότερο ή καθόλου αντικειμενικό να ερευνήσουμε την πρόσφατη ιστορική περίοδο. Ξέρουμε, επίσης, ότι αντικειμενική ματιά δεν υπάρχει. Αυτός που επιχειρεί μία ανάλυση είναι επηρεασμένος από κάποιες ιδεολογικές θέσεις, από αυτά που πιστεύει, άρα ένα γεγονός περνά από αυτά τα νοητικά φίλτρα και δεν μπορεί να τύχει «αντικειμενικής» θεώρησης.
Προσπαθούμε να επιχειρήσουμε την ανάλυσή μας βασισμένοι σε μαρτυρίες, προηγούμενες αναλύσεις, θεωρήσεις από την επιστήμη της ιστορίας και από συγγενείς επιστήμες, έτσι ώστε να θεμελιώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο τη θέση που διαμορφώνουμε. Αν κάποιος θέλει να ονομάσει αυτή τη διαμόρφωση των ιδεών μας «αντικειμενική», εμείς θα αρνηθούμε αυτό τον προσδιορισμό γιατί δημιουργεί την ψευδαίσθηση του «σωστού», του «αληθινού», άρα διακόπτει τη λειτουργία της κρίσης και, βάσει αυτής, της διαμόρφωσης άλλων απόψεων που βρίσκονται δίπλα από τη δική μας και, τελικά, την εμπλουτίζουν.
Βάζουμε αυτούς τους όρους σε εισαγωγικά γιατί ξέρουμε ότι το αντικειμενικό, το σωστό, το λογικό είναι έννοιες σχετικές. Η σχετικότητά τους έχει να κάνει με την ίδια την πραγματικότητα, έτσι όπως θα την κατέγραφε μία μηχανή καταγραφής -ο ίδιος ο όρος «πραγματικότητα», η απόδοσή της είναι το ίδιο σχετική, σύμφωνα με τη θεωρητική σκέψη που αναπτύσσουμε εδώ-, με την ψυχική κατάσταση που εμείς οι ίδιοι έχουμε, με τον τρόπο που προσλαμβάνουμε τα στοιχεία της «πραγματικότητας», με τον τρόπο που τα επεξεργαζόμαστε, με τις αντιλήψεις του περίγυρού μας, με τις ιδεολογικές αναζητήσεις μας. Αυτός είναι ο λόγος που θα βάζουμε αυτούς του όρους, όπως και άλλους που έχουν σχετικότητα, σε εισαγωγικά για να δηλώσουμε ότι δέχονται μερικής ή ολικής αμφισβήτησης, μέσα σε μία διαλεκτική επεξεργασία. Αυτό που προσφέρουμε είναι μία προσέγγιση που θα μπορούσε να είναι ένα εργαλείο για μία θεώρηση της «πραγματικότητας» και όχι ένα θέσφατο.
ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Θα ξεκινήσουμε τη θεωρητική αναζήτησή μας από την επανίδρυση του ελληνικού κράτους, με άλλα λόγια από την απελευθέρωση της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, έχοντας, όμως, στο μυαλό μας και στο ιδεολογικό χώρο της έρευνάς μας τις ιστορικές και φιλοσοφικές αναφορές που έχουν να κάνουν με τον ελληνισμό, έτσι όπως έχουν καταγραφθεί από αρχαιοτάτων εποχών μέχρι σήμερα. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνουμε μία διαχρονική εξέταση της Ιστορίας και όχι μία ευκαιριακή έρευνα που δεν έχει αξία παρά μόνο ως επικαιρότητα. Σκοπός μας είναι να δώσουμε ζωή στην έρευνά μας, μεγαλύτερη από αυτή του επίκαιρου.
Εξετάζοντας την εθνική παλιγγενεσία, όπως ονομάστηκε, θα μπορέσουμε να δούμε τις ψυχοπαθογένειες του ελληνικού έθνους, έτσι όπως καταγράφονται μέσα από διάφορα ιστορικά κείμενα. Θα έχουμε έτσι μία εργαλειακή θεώρηση της ιστορίας που θα μπορούσαμε να τη χρησιμοποιήσουμε για την επίκαιρη κοινωνική «πραγματικότητα» όσο και για μία μελλοντολογική αποτίμηση. Είναι φανερό ότι εδώ μπαίνει για τα καλά η ψυχαναλυτική θεώρηση απαραίτητη για τη σφαιρική ανάλυση των στοιχείων της «πραγματικότητας». Η προσπάθειά μας θα έχει σα σκοπό να δούμε τι είναι αυτό που λέμε «νέο ελληνικό κράτος», ποιοι είναι οι νόμοι της δημιουργίας, της εξέλιξης και της ανάπτυξής του. Έτσι δίνουμε σάρκα και οστά σε αυτό που ονομάζουμε «ελληνικό κράτος», αυτό χάνει την απροσδιοριστία του και έχει πλέον μία κάποια προσδιοριστική προσέγγιση.
Αυτό που θα έχουμε σα δεδομένο είναι ότι η εγγραφή της ιστορίας ταυτίζεται με την καταγραφή της βίας στο ανθρώπινο γένος, άρα και στο ελληνικό έθνος. Αυτή η βία έχει πολλές παραμέτρους, οι οποίοι δεν είναι πάντα εύκολο και προφανές να βρεθούν, πόσο μάλλον να αναλυθούν. Αν όμως δε γίνει αυτό, τότε δε θα μπορούμε να ξέρουμε τίποτε για αυτό το πεδίο που ερευνούμε, ως ένα νευρωσικό πεδίο που θα έχει αξία τόσο για κάθε άνθρωπο όσο και για ένα έθνος, συλλογικά. Θα πρέπει να δούμε τη βία με τη διττή της έννοια, τη δημιουργική και την καταστροφική, τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, τις δύο όψεις της «πραγματικότητας», αδιαχώριστες και αναλυόμενες σε σχέση μεταξύ τους. Η δημιουργία, η αναδημιουργία και η καταστροφή είναι μέρη τις ίδιας διαδικασίας, όπως μας υπενθυμίζει η βιολογία κάθε στιγμή. Το νέο ξεπηδά από τη μερική ή ολική καταστροφή του παλιού. Αυτό είναι μία νομοτελειακή διαδικασία που υπάρχει ανεξάρτητα της δικής μας βούλησης και γίνεται με αέναο τρόπο, έχοντας σαν υποκείμενο και αντικείμενό της τον άνθρωπο, σταματά μόνο όταν αυτή η κοινωνία, αυτό το έθνος, στο οποίο αναφερόμαστε έχει πεθάνει. Είναι στο χέρι μας να την ανακαλύψουμε και να την αναλύσουμε.
Αν δε γίνει αυτό, τότε η ανάλυσή μας θα είναι λειψή, θα έχει κενά και θα στηρίζεται σε χάρτινα πόδια. Η διαλεκτική ανάλυσή μας θα δώσει στοιχεία που θα έχουν αντικρουόμενα και συνυπαρξιακά μέρη, έτσι ώστε θα αναδειχθεί η διαλεκτική των πρωταρχικών, δευτερευουσών και τριτευουσών κομματιών της ιστορικής «πραγματικότητας», ας πούμε ένα παζλ που συνθέτει αυτή την εικόνα που θα λέγαμε ελληνικό έθνος. Ακόμη, μία τέτοια θεώρηση θα είναι χρήσιμη για να κρίνουμε μία «πραγματική» κοινωνική κατάσταση, στο μέλλον, για να δούμε την ανάγκη για εξέλιξη ή για αναδημιουργία της.
ΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΜΑΣ
Μία τέτοια ιστορική έρευνα δεν μπορεί να αρχίσει και να τελειώσει με τα εργαλεία που μας δίνει η επιστήμη της ιστορίας. Έχουμε ανάγκη τις θεωρήσεις της πολιτικής οικονομίας, της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας, της ψυχανάλυσης και, φυσικά, της φιλοσοφίας.
Αυτό σημαίνει ότι η ανάλυσή μας δε θα είναι τόσο εύκολη στην ανάγνωσή της, θα έχει τις δυσκολίες της επιστημονικής διατριβής, αλλά αυτό είναι ένα αναγκαίο κακό για να μπορέσουμε να κάνουμε την πιο ακριβή επιστημονική θεώρηση που θα είναι χρήσιμη για όποιον θέλει να ασχοληθεί με την κριτική αποτίμηση αυτού του πεδίου που λέμε «ελληνικό έθνος». Με αυτό τον τρόπο, έννοιες όπως «πατρίδα», «έθνος», «κράτος» κ.λπ. αποκτούν μία πιο συγκεκριμένη έννοια. Έτσι ακόμα και καθημερινές εκφράσεις θα έχουν ένα διαφορετικό προσδιορισμό.
Για παράδειγμα, το «αγαπώ την πατρίδα μου» θα μπορεί να προσδιοριστεί πλέον με διαφορετικό τρόπο, ακολουθώντας τις δύο διαφορετικές συνισταμένες της, «αγαπώ» και «πατρίδα». Προσδιορίζεται με ακρίβεια τι σημαίνει το «αγαπώ», τι σημαίνει το «πατρίδα» και τι ακριβώς είναι ο κοινός και μη κοινός τόπος αυτών των εννοιών. Μπορούμε να κάνουμε την κριτική αποτίμησή μας της φράσης «αγαπώ την πατρίδα μου» που εκφέρει κάποιος δημόσια, με την ιδιότητα ενός πολιτικού, κομματικού ή θεσμικού προσώπου. Έτσι μπορούμε να δούμε πίσω από τις λέξεις, πίσω από το «πραγματικό», να διακρίνουμε αυτό που για εμάς είναι πραγματικό και, ουσιαστικά, η πρότασή μας για μία ανάγνωση αυτής της «πραγματικότητας» που αναγιγνώσκουμε, για να προσδιορίσουμε την πρόταση αυτού του ανθρώπου. Παραμένει όμως μία πρόταση.
Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Επιμένουμε ότι αυτή η έρευνα είναι μία πρόταση μιας ανάγνωσης μιας ιστορικής «πραγματικότητας», ότι δεν είναι η μία και μοναδική αποτίμησή της. Ο δογματισμός δε χωρά σε μία διαλεκτική ανάγνωση της ιστορίας. Αντίθετα σκοτώνει το ιστορικό στοιχείο, το απλοποιεί και το κάνει μουσειακό είδος. Ακόμη, οι απλουστεύσεις, σε οποιοδήποτε βαθμό, οι αφορισμοί, οι εύκολες κριτικές δε χωρούν σε αυτή την ερευνητική διαδικασία.
Αυτή η έρευνα βλέπει τον αναγνώστη της ως ένα δημιουργικό και ενεργό στοιχείο και όχι ως παθητικό μέρος αυτής της διαδικασίας. Τα ερευνητικά στοιχεία έχουν διαδραστική σχέση με αυτό που ονομάζουμε «πραγματικότητα» ή πραγματικότητες. Η χρησιμότητα της έρευνάς μας σταματά εκεί. Βρίσκεται, λοιπόν, στον παράλληλο δρόμο της ιστορίας και όχι μέσα στον κύριο όγκο της. Είναι ένα βοήθημα, ένα εργαλείο και όχι η ιστορική ανάγνωση. Για αυτό το λόγο θα παραθέτουμε τα ιστορικά γεγονότα και μετά θα τα αναλύουμε, έτσι ώστε να δημιουργείται μία άλλη ανάγνωση, σε επόμενο χρόνο που θα ξεκινά από το ασυνείδητο και θα φτάνει στο συνειδητό του αναγνώστη αυτού του κείμενου, θα επεκτείνεται επίσης στο συλλογικό συνειδητό, αν κάνουμε μία προέκταση της γκραμσικής θεώρησης.
Το σημείο εκκίνησης θα είναι η δημιουργία του ελληνικού κράτους από τους Έλληνες που επαναστάτησαν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκεί θα δούμε τις δομές αυτού του κράτους και την εξέλιξή τους, για να φτάσουμε στη σημερινή μορφή τους. Το ερώτημα που θα τεθεί είναι: Αυτές οι δομές, τότε, ήταν επαρκείς για να υπάρξει ένα κράτος, θέλουν αναδόμηση ή μπορούν να είναι ικανές να ορίσουν μία κρατική διαδικασία σήμερα, μιλάμε για αναδόμηση ή για μία νέα δόμηση ριζική εκ των βάθρων αυτής της κρατικής δομής;
Αυτό το ερώτημα θα απαντηθεί στο τέλος αυτής της έρευνας, όχι από εμάς, αλλά από τον ίδιο τον αναγνώστη.
*Ο Γιάννης Φραγκούλης είναι ψυχαναλυτής, θεωρητικός του παραστασιακού χώρου, σκηνοθέτης.