ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ

προς μία οντολογία του θέματος

του Γιάννη Φραγκούλη

(ψυχαναλυτής-ψυχοθεραπευτής)

Όσον αφορά στο θέμα που ακούει και στον τίτλο «Μεταναστευτικό», για να κάνουμε μία τεκμηριωμένη μελέτη θα πρέπει να ξεκινήσουμε από έναν ορισμό και, πιάνοντας την αρχή, θα έπρεπε να αναφερθούμε στους ανθρώπους που είναι το υποκείμενο αυτού του θέματος. Ποιοι είναι; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά τους; Ποιο είναι το στίγμα που θέλουν να αφήσουν στην ιστορική τους πορεία; Ποιες είναι οι συνθήκες που τους ώθησαν να έρθουν εδώ; Ερωτήσεις που απαντιούνται, μέχρι τώρα, μόνο με αφορισμούς, γενικολογίες, λαϊκισμούς και φτηνές εκφράσεις εθνικισμού.

ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Αν κάποιος πιστεύει ότι οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα είναι προφανείς, ας κάνει τον κόπο να δώσει απαντήσεις που θα στηρίζονται σε επιχειρήματα, κατόπιν μιας διαδικασίας, ανάλυσης-σύνθεσης του θέματος, για να φτάσει σε ένα κάποιο συμπέρασμα. Θα δυσκολευτεί. Το ερώτημα: «Ποιοι είναι;», μπορεί να φαίνεται αφελές αλλά δεν είναι. Η απάντηση σε αυτό θα ήταν μία αναλυτική προσέγγιση του μεταναστευτικού ρεύματος, κάτι που έχει ελάχιστα απασχολήσει αναλυτές, ακόμα και της λεγόμενης αριστερής πολιτικής. Θα γίνουμε πιο σαφείς.

Ας κάνουμε μία υπόθεση εργασίας: Αν, με κάποιο τρόπο, τον οποίο δε μας ενδιαφέρει να προσδιορίσουμε, μέσα σε μία μέρα όλοι αυτοί οι μετανάστες εξαφανίζονταν από την Ελλάδα, και αν κάποιος, μετά από καιρό, μας ρωτούσε για το ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι, τι θα μπορούσαμε να του απαντήσουμε; Πως θα καταφέρναμε να χαρακτηρίσουμε ένα κύμα ανθρώπων που, ουσιαστικά, δίχασε την ελληνική κοινωνία; Το σίγουρο είναι ότι θα δηλώναμε άγνοια. Ο αναγνώστης αυτού του κειμένου ας διακόψει την ανάγνωση και ας αναρωτηθεί. Ελάχιστοι θα μπορούσαν να απαντήσουν χωρίς αφορισμούς, με επίθετα που δεν τιμούν τον ελληνικό πολιτισμό και απαξιώνουν την έννοια του ανθρώπου.

Το επίθετο «λαθραίος» που είναι το πρώτο συνθετικό πολλών αφορισμών που αφορούν σε αυτούς τους ανθρώπους, δηλώνει μία αποστροφή, ένα φόβο, μία απαξίωση και ένα μίσος. Γιατί; Σε αυτό το ερώτημα δε θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε, ούτε καν μερικώς, σε αυτό το σημείωμα, αλλά πιο αναλυτικά στα επόμενα σημειώματά μας που θα αφορούν σε αυτό το θέμα. Το «γιατί;» που μένει αναπάντητο, τροφοδοτεί εθνικιστικές πολιτικές ή σκέψεις που τροφοδοτούν τη νεοναζιστική πολιτική, αναπτύσσουν μία φτηνή εθνικιστική ρητορεία που υπάρχει ακόμη και στην ίδια την αριστερά. Αυτό όμως είναι ένα θέμα που θα μας απασχολήσει στα επόμενα σημειώματά μας, γύρω από αυτό το ζήτημα.

Τι εννοούμε όμως όταν μιλούμε για «φτηνή εθνικιστική» πολιτική; Με δύο λέξεις, θα μπορούσαμε να πούμε ότι σκεφτόμαστε πολιτικές σκέψεις ή πρακτικές που στερούνται φιλοσοφικής, πολιτικής ή κοινωνιολογικής ανάλυσης, ξεκινούν από το συμπέρασμα που θέλουν να εκφράσουν: «Δεν τους θέλουμε». Ναι, αλλά γιατί; Αυτό είναι το βασανιστικό ερώτημα που έρχεται συνέχεια και είναι δύσκολο να απαντηθεί. Για να μπορέσουμε να διαλευκάνουμε το γρίφο, θα πρέπει να καταφύγουμε και στην ψυχολογική θεώρηση, να δούμε τον ψυχισμό του ανθρώπου, τις αντιδράσεις του σε αυτές τις λογικές και πρακτικές που εγγράφονται στην ελληνική κοινωνία τα τελευταία, περίπου, δεκαπέντε χρόνια.

ΤΙ ΠΡΟΒΑΛΛΟΥΜΕ;

Ίσως το πιο καίριο ερώτημα είναι αυτό: «Τι βλέπει ο Έλληνας στον οικονομικό μετανάστη;». Η απάντηση σε αυτό θα μας πάει στον πυρήνα του θέματος και θα μας βοηθήσει να δούμε όλες τις συμπεριφορές με διαφορετική οπτική. Αν επιχειρούσαμε όμως μία άμεση και βεβιασμένη απάντηση σε αυτό, χωρίς να έχουμε οριοθετήσει το προς συζήτηση θέμα, δε θα καταφέρναμε παρά να κάνουμε να ξεσπάσει ακόμα ένα διχαστικό κύμα αντιδράσεων, χωρίς καμία λογική. Θα ξεκινήσουμε από τη θέση ότι θα σεβαστούμε σε όλη την πορεία της κουβέντας μας, αυτή τη λογική που δέχεται οποιαδήποτε άποψη, την αναλύει και προχωρεί σε μία σύνθεση επιχειρημάτων που προτείνουν μία προσέγγιση, λειτουργώντας όσο πιο επιστημονικά γίνεται, ακολουθώντας τις θεωρίες της πολιτικής, της κοινωνιολογίας και της ψυχολογίας.

Ας θέσουμε το πρώτο ερώτημα: «Ποιοι είναι αυτοί;». Ας μην προσπαθήσουμε να δώσουμε ένα πλήρη ορισμό, αλλά ας θυμηθούμε ότι αυτή η ερώτηση μας φέρνει στο ερώτημα της ψυχανάλυσης: «Ποιο είναι αυτό;», θεμελιώδες για την ανάλυση του Εγώ. Άρα αυτό το ερώτημα που θέσαμε δεν θα δώσει απαντήσεις μόνο για τους οικονομικούς μετανάστες, αλλά και για εμάς τους ίδιους, για αυτούς που αντιδρούνε, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, στις διάφορες σκέψεις ή πρακτικές που έχουν σχέση με το μεταναστευτικό.

Αφήνοντας αυτό το ερώτημα, προς στιγμή, αναπάντητο, θα μπούμε στη διαδικασία να αναρωτηθούμε για τις διάφορες ιστορικές προσμίξεις που έχει δεχτεί ο ελληνισμός, όλα αυτά τα χρόνια της ιστορίας του, για τα αποτελέσματά τους, για την καταστροφή που έφεραν, τελικά για το αν κατέστρεψαν μέρος ή το όλο του ελληνικού πνεύματος ή εμπλούτισαν την υγιή εθνική μας σκέψη και σε ποιο βαθμό. Ας αφήσουμε αυτό το θέμα ανοιχτό σε αυτή τη σύντομη εισαγωγή μας για να απαντήσουμε στο επόμενο σημείωμά μας που θα αρχίσει να οριοθετεί αυτό το ζήτημα.



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Ο Γιάννης Φραγκούλης γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1960, όπου τέλειωσε το εξατάξιο γυμνάσιο. Σπούδασε χημεία στον Καναδά, στο Μόντρεαλ (Quebec), στο Μόνκτον (New Brunswick) και στην Ορλεάνη (Γαλλία). Το 1989 σπούδασε φωτογραφία στην ΑΚΤΟ, στην Αθήνα. Παρακολούθησε σεμινάρια σημειωτικής, με το Δημήτρη Τσατσούλη (φωτογραφίας, λογοτεχνίας και θεάτρου), στο Ελληνοαμερικάνικο Κολλέγιο. Το 2009 τέλειωσε το Master in Arts, από το Middlesex University, με θέμα της διατριβής του, «Ο μύθος, μια αφηγηματική διακειμενικότητα». Το 1989 άρχισε να αρθρογραφεί και το 1990 ξεκίνησε να γράφει κριτικές κινηματογράφου. Το 1992 έγινε μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, της οποίας έχει διατελέσει Πρόεδρος, και της FIPRESCI. Το 1994 έγινε μέλος του «Μικρό» (Σωματείο για την ταινία μικρού μήκους), στο οποίο ήταν Πρόεδρος για δύο θητείες. Το 2000 ξεκίνησε να διδάσκει σε σεμινάρια κινηματογράφου στην Ένωση Τεχνικών Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (ΕΤΕΚΤ), στο «Μικρό», στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, στο Μουσείο Κινηματογράφου, στο Μικρό Πολυτεχνείο, στη Σχολή Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου, στο δικό του χώρο και σε συνεργασία με τη filmfabrik Productions, στη Θεσσαλονίκη, όπου διδάσκει κινηματογράφο μέχρι σήμερα στο Κινηματογραφικό Εργαστήρι Fabula, το οποίο διευθύνει. Συμμετείχε στο στρογγυλό τραπέζι της FIPRESCI, στην Κωνσταντινούπολη και στη Φιλιππούπολη με θέμα τον βαλκανικό κινηματογράφο. Συμμετείχε σε κριτικές επιτροπές στα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας και σε Φεστιβάλ, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι επιστημονικός σύμβουλος του Εργαστηρίου Almakalma, το οποία ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο (Performance). Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Εξόρμηση, στην οποία ήταν υπεύθυνος του πολιτιστικού τμήματος, στην Αθηναϊκή, στη Νίκη, στο Μανδραγόρα, στην Ουτοπία, στη Σύγχρονη Εκπαίδευση, στον κατάλογο του Φεστιβάλ της Λάρισας, στη Γραφή, στο Κ.ΛΠ., στο Ριζοσπάστη και στο Αλμανάκ της ΠΕΚΚ. Ίδρυσε το περιοδικό «αντι-Κινηματογράφος», στο οποίο ήταν διευθυντής σύνταξης, το 1992, το περιοδικό «Κινηματογράφος και Επικοινωνία», στο οποίο ήταν διευθυντής, το 2000. Επιμελήθηκε και συνπαρουσίασε, μαζί με τον Κώστα Σταματόπουλο, την εκπομπή «Cineπλάνο», στο 902TV, από το 2008 έως το 2009. Ήταν υπεύθυνος για τους διαδικτυακούς τόπους www.cinemainfo.gr και www.theaterinfo.gr. Ίδρυσε και διεύθυνε το greeceactuality.wordpress.com. και τώρα διευθύνει και αρθρογραφεί στα www.filmandtheater.gr και www.thessalonikinfo.gr. Έχει μεταφράσει το βιβλίο του Jean Mitry, «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», έχει γράψει τα βιβλία «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, το 2006, «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών (σειρά νεανική Βιβλιοθήκη) και «Κώστας Φέρρης», εκδ. της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών. Έχει οργανώσει διάφορες εκδηλώσεις στην Ελλάδα, όπως το Αφιέρωμα στον Παλαιστινιακό Κινηματογράφο, το 2002, την Εβδομάδα Κλασικού Ιαπωνικού Κινηματογράφου και την Εβδομάδα Σύγχρονου Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, το 2002, ως μέλος της Π.Ε.Κ.Κ. Ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανοράματος Νέων Δημιουργών, στο Ε.Κ.Θ., στη Θεσσαλονίκη, και ιδρυτής της Κινηματογραφικής Λέσχης Solaris, η οποία δραστηριοποιείται πλέον στη Θεσσαλονίκη. Διευθύνει το Αφηγηματικό Εργαστήριο Fabula, που ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο. Έχει σκηνοθετήσει τρείς ταινίες μικρού μήκους, οι δύο πτυχιακές για το Master στο πανεπιστήμιο Middlesex, και την ταινία-ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας». ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ «Μέσα από τις βιτρίνες», 8΄, 2009, σκηνοθεσία «Nafasz», 7΄, 2009, σκηνοθεσία «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας», 50΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Στιγμή απολιθωμένη», 31΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Η τελευταία λατέρνα», 6΄, 2010, σεναριακή επιμέλεια «Το κλειδί της επιστροφής», 13΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Το συρματόπλεγμα», 19΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Στο Τσινάρι», 7΄, 2017, σκηνοθεσία «Sotos, ζωγράφος αει…πράγμων», 2020, 97΄, σκηνοθεσία-φωτογραφία ΒΙΒΛΙΑ «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», του Jean Mitry, μετάφραση, εκδ. Entracte και Σύγχρονη Εκπαίδευση, Αθήνα, 2001 «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών, Αθήνα, 2004 «Κώστας Φέρρης», εκδ. Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, Αθήνα 2004 «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, Τρίπολη, 2006


Copyritght 2022 Thessalonikinfo / All rights reserved