Η ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΤΑΞΩΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ
Η βασιλοπούλα: γράφει ο Κώστας Ιωαννίδης
Δημοσιεύουμε ένα λαϊκό παραμύθι από τη μακεδονική παράδοση. Έχει σωθεί από την προφορική διατήρηση των παραμυθιών. Αντικατοπτρίζει, ως ένα βαθμό, τις ιδιαιτερότητες του μακεδονικού πολιτισμού.
Ήταν ένας βασιλιάς και είχε μόνο μία κόρη. Ήταν δεκαπέντε χρονών, ωραία, με σπάνια γυναικεία θέλγητρα.
Η ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ: ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
Από πέντε χρονών παιδί τη βάζαν ένα ζευγάρι παπούτσια μεταξωτά, κάτω από το μαξιλάρι της. Το πρωί τα βρίσκανε κομμάτια. Εν τω μεταξύ, όλες οι πόρτες του παλατιού ήταν διπλοκλειδωμένες. Όπως και στο δωμάτιό της. Κανείς δεν ήξερε πως τα κόβει. Γι’αυτό ο βασιλιάς έβαλε κήρυκα και διαλάλησε σε όλες τις χώρες του κόσμου: Να έρθουν όλα τα βασιλόπουλα κι όποιος βρει πως τα κόβει τα παπούτσια θα την πάρει γυναίκα του. Κι όποιος δεν θα το βρει θα του έκοβαν το κεφάλι.
Ένα βασιλόπουλο από πολύ μακρινή χώρα ξεκίνησε να έρθει. Παρ’όλα τα κλάματα της μητέρας του και τα παρακάλια του πατέρα του. Να μην χαθεί γι’αυτή την ανδροσφάχτρα. Για να φτάσει στο βασίλειο, που ήταν η κοπέλα που έκοβε τα παπούτσια, βάδιζε έξι μήνες.
Η ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ: Η ΜΟΙΡΑ
Στο δρόμο, όμως, του παρουσιάστηκε μια γριά και του είπε:
«Παιδί μου, είμαι η μοίρα σου και θέλω να σε σώσω από αυτήν την σφίγγα που σφάζει τα παλικάρια. Άκουσέ με προσεχτικά τι θα σου πω και να τα θυμάσαι καλά. Μόλις πας εκεί θα σου δώσει ένα ποτήρι κρασί να πιείς για το καλωσόρισες. Στο κρασί όμως θα έχει ρίξει σκόνη για να κοιμηθείς. Όπως έκανε σε όλα τα βασιλόπουλα. Για να μη βλέπουν πως κόβει τα παπούτσια.
Πάρε λοιπόν αυτό το σάλι που είναι από σφουγγάρι. Φόρεσέ το. Με τρόπο, όταν πίνεις το κρασί να το χύσεις στο σάλι σου. Να κάνεις πως το πίνεις. Αυτό θα το απορροφήσει. Πάρε και αυτό το σκουφάκι. Όταν θα το φοράς θα γίνεσαι αόρατος. Θα πηγαίνεις από πίσω της και δε θα βλέπει. Πάρε και αυτές τις μαγικές βέργες. Μια χρυσή και μια ασημένια. Να ανοίξεις τις κλειδαριές του παλατιού. Η ασημένια είναι για τις εσώπορτες. Η χρυσή για τη μεγάλη εξώπορτα.»
Τα πήρε όλα αυτά το βασιλόπουλο, μαζί και τις συμβουλές της. Ευχαρίστησε τη μοίρα του και έφυγε για το παλάτι που έμενε η βασιλοπούλα.
Η ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ: Η ΑΠΟΦΑΣΗ
Όταν έφτασε στο παλάτι τον υποδέχτηκαν με μουσική. Ήταν όλοι μαζεμένοι. Ο βασιλιάς, ο πατέρας της, οι σύμβουλοι, οι υπουργοί, ο λαός και το προσωπικό.
Πριν να αποφασίσεις, του είπαν, πρέπει να σκεφτείς. Γιατί αν δεν βρεις πως κόβει τα παπούτσια, θα κόψουν το κεφάλι σου. Χτίζει ένα σπίτι με ανθρώπινα κεφάλια. Το δικό σου είναι το τελευταίο, για να τελειώσει.
«Δέχομαι», είπε το βασιλόπουλο, με θάρρος.
Τότε παρουσιάστηκε η πριγκίπισσα με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι της, για να τον καλωσορίσει. Έλαμπε από ομορφιά και το βασιλόπουλο μαγεύτηκε από την ομορφιά της.
«Καλωσόρισες», του είπε και του προσέφερε το ποτήρι με το κρασί. Το παλικάρι το πήρε και έκανε πως το πίνει. Μα, με τέχνη, το άδειαζε στο σφουγγαρένιο σάλι, όπως τον είχε συμβουλέψει η μοίρα του. Μετά φάγαν, ήπιαν και πήγαν να κοιμηθούν. Ευχήθηκαν καληνύχτα ο ένας στον άλλον. Το βασιλόπουλο θα κοιμόταν στο ίδιο δωμάτιο με τη βασιλοπούλα. Αυτό είχε δύο κρεβάτια. Θα παρακολουθούσε ποια ώρα κόβει τα παπούτσια και πως.
Το βασιλόπουλο έκανε πως κοιμάται. Ροχάλιζε, αλλά δεν κοιμόταν. Τα μεσάνυχτα, η ώρα δώδεκα, η βασιλοπούλα σηκώθηκε, ντύθηκε και φόρεσε τα χρυσαφικά της. Φόρεσε και τα μεταξωτά παπούτσια που τα είχαν κάτω από το μαξιλάρι της. Πήγε κοντά στο βασιλόπουλο. Τον αφουγκράστηκε. Διαπίστωσε ότι κοιμάται. Πήρε μια χρυσή βέργα που είχε κρυμμένη και τον χτύπησε στον ώμο. Τον κούνησε δύο φορές, μα εκείνος ακίνητος. Έκανε πως κοιμόταν βαθιά. Τότε εκείνη γέλασε και είπε: «Πάει και αυτός, κοντά στους άλλους. Με το κεφάλι του θα τελειώσω το σπίτι μου».
Η ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ: Η ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ
Μόλις ξεκίνησε να βγει από την πόρτα, ανοίγοντας όλες τις πόρτες με κρυφή βέργα που είχε, το βασιλόπουλο πήδησε πάνω. Φόρεσε το σκούφο και έγινε αόρατος. Βρέθηκε έξω πιο μπροστά από αυτήν. Η βασιλοπούλα προχωρούσε και αυτός την ακολουθούσε από πίσω. Πήγαν πολύ μακριά σε ένα ψηλό βουνό. Εκεί, πάνω στην κορυφή του βουνού, ήταν ένα φωτισμένο παλάτι. Εκεί πήγαινε η βασιλοπούλα. Την περίμεναν τρία παλικάρια. Ήταν οι βασιλιάδες των ζώων, των πουλιών και των ερπετών. Το κάθε παλικάρι αντιπροσώπευε και ένα είδος.
Ο μεγάλος ήταν βασιλιάς των ζώων. Ο δεύτερος των πουλιών και ο τρίτος των ερπετών.
Στο δρόμο που βάδιζαν περνούσαν ρεματιές και λαγκάδια. Το βασιλόπουλο, καθώς δεν το έβλεπε, επίτηδες για να την τρομάξει, χτυπούσε τα πόδια του. Τρομαγμένη γύριζε και κοίταζε πίσω. Και πάλι προχωρούσε πιο γρήγορα από το φόβο της.
Όταν έφτασαν στο παλάτι βγήκαν και οι τρεις να την υποδεχτούν. Φίλησαν το χέρι της.
Η ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ: ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ
Το παλάτι ήταν με δύο πατώματα. Στο κάτω πάτωμα την προϋπαντήσανε. Ο ένας κρατούσε μια χρυσή λεκάνη. Ο δεύτερος της έριχνε νερό με ένα ασημένιο μπρίκι να πλένει τα χέρια της. Ο τρίτος κρατούσε μεταξωτή πετσέτα για να τα σκουπιστεί. Όταν τέλειωσε αυτή η διαδικασία, όλοι μαζί ανέβηκαν στο πάνω πάτωμα.
Εκεί ήταν στρωμένο το τραπέζι με του πουλιού το γάλα. Μαζί τους ανέβηκε και το βασιλόπουλο. Αφού ήταν αόρατος και δεν τον έβλεπαν. Πήρε την πετσέτα και την έβαλε στην τσέπη του. Όλοι τρώγανε με χρυσά πιρούνια και κουτάλια. Όταν τέλειωσαν, το βασιλόπουλο πήρε το κουτάλι και το πιρούνι που έφαγε η βασιλοπούλα. Τα έκρυψε και αυτά σαν τεκμήρια πειστικά. Μετά το φαγητό τραγουδήσανε και χορέψανε όλοι μαζί.
Η ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ: Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Η ώρα τρεις το πρωί, η βασιλοπούλα, προτού ξεκινήσει να φύγει γύρισε και ρώτησε τα παλικάρια.
«Μήπως είχατε αφήσει κανένα ζώο, είτε κανένα ερπετό έξω; Διότι στο δρόμο που ερχόμουνα άκουγα θόρυβο πίσω μου και φοβήθηκα.»
«Μπα», είπε ο μεγάλος, «εγώ τουλάχιστον τα έχω κλείσει όλα. Είμαι σίγουρος για αυτό.»
«Και εγώ τα πουλιά», είπε ο δεύτερος.
«Και εγώ έκλεισα όλα τα ερπετά. Ιδέα σου θα είναι. Μην φοβάσαι. Έτσι θα σου φάνηκε.»
Τους αποχαιρέτησε. Τη φίλησαν και οι τρεις με τη σειρά στο μέτωπο και κλείσανε το παλάτι τους.
Η ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ: Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Η βασιλοπούλα έτρεχε στο γυρισμό να προλάβει πριν φέξει, να γυρίσει στο κρεβάτι της. Καταπίσω της βάδιζε και το βασιλόπουλο. Ξανά θορυβούσε σκόπιμα και την τρέλανε από τον φόβο.
Λαχανιασμένη έφτασε στο παλάτι. Άνοιξε τις πόρτες με τις χρυσές βέργες. Μπήκε στο δωμάτιό της. Πίσω της και το βασιλόπουλο.
Πήγε να ξεντυθεί και το βασιλόπουλο πρόλαβε και μπήκε στο κρεβάτι του. Έκανε πάλι τον κοιμισμένο.
Μόλις ξεντύθηκε η βασιλοπούλα πήγε κοντά του και τον χτύπησε με το πόδι. Αυτός ροχάλιζε. «Πάει και αυτός», ξαναείπε.
Ήσυχη τώρα έβγαλε τα κουρελιασμένα παπούτσια και τα έβαλε κάτω από το μαξιλάρι της.
Όταν πια ξημέρωσε όλοι οι πολίτες συγκεντρώθηκαν μπροστά στο παλάτι. Ήθελαν να ακούσουν πως καταστρέφει τα παπούτσια η πριγκίπισσα. Αν και είναι κλειδωμένη στο δωμάτιό της. Αν κατάφερε το ξένο πριγκιπόπουλο να το ανακαλύψει ή θα κόβαν το κεφάλι και αυτουνού. Κι ήταν τόσο όμορφο παλικάρι.
Τους έδωσαν από ένα ποτήρι γάλα και τους φώναζαν να παρουσιαστούνε ενώπιον του βασιλιά. Τους υπουργούς, τους συμβούλους και όλους τους πολίτες.
Η ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ: Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Περίμεναν όλοι με αγωνία. Βγήκε πρώτο το πριγκιπόπουλο και τον ρώτησε ο βασιλιάς:
«Τι είδες παιδί μου;»
Τότε το βασιλόπουλο είπε:
«Άιντε, άιντε, βασιλιά μου. Τις ρεματιές και τα λαγκάδια που περνάει η κόρη σου τη νύχτα, όχι μεταξωτά παπούτσια και σιδερένια να είναι πάλι θα κοπούν.»
Ο βασιλιάς τράβηξε το σπαθί του να το σκοτώσει.
«Τι είναι αυτά που λες; Η κόρη μου είναι διπλοκλειδωμένη όλη τη νύχτα και εσύ μιλάς για ρεματιές και λαγκάδια;». Αλλά οι υπουργοί του άρπαξαν το σπαθί από τα χέρια του.
«Ας τον να μας πει από την αρχή μέχρι το τέλος βασιλιά μου. Μετά τον σκοτώνεις, αν έχει άδικο και συκοφαντεί την κόρη σου.»
«Καλά», είπε ο βασιλιάς.
Και το πριγκιπόπουλο συνέχισε:
«Θα σας τα πω όλα. Όμως να την φέρεται και αυτή έξω και να τη δέσετε γιατί θα φύγει. Εκεί που θα πάει δε θα ξαναγυρίσει πίσω. Θέλω να ακούσει αυτά που θα σας πω. Να τα βεβαιώσει και η ίδια. Μετά ας με σκοτώσει ο βασιλιάς σας.»
Η ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ: ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Φέρανε έξω τη πριγκίπισσα. Τη δέσανε. Το βασιλόπουλο άρχισε να διηγείται. Με τη σειρά πως έγιναν τα πράγματα με κάθε λεπτομέρεια, από την αρχή μέχρι το τέλος.
Εκείνη δεμένη έτριζε τα δόντια της. Αλλά σε κάθε λέξη βεβαίωνε. «Έτσι είναι.» Ο βασιλιάς τότε ήθελε να την σκοτώσει. Μα το βασιλόπουλο του είπε:
«Μην την σκοτώσεις. Θα την παντρευτώ. Παρόλα αυτά είναι αγνή. Οι σχέσεις με τους βασιλιάδες των ζώων είναι αγνές. Αλλά με μία συμφωνία. Να κάψει όλα τα χαρτιά που έχει, γιατί από τριών ημερών μωρό την έχουν μαγέψει οι νεράιδες. Οι τρεις βασιλιάδες στο βουνό είναι παιδιά τους. Αλλά δεν κάνουν τίποτε κακό.
Την έχουν σαν αδελφή. Για αυτό δέχομαι να την κάνω γυναίκα μου. Όταν γεννήθηκε, στις τρεις μέρες την άφησαν μόνη. Είναι νεραϊδοπαρμένη. Δεν ξέρει τι κάνει. Όταν θα κάψει τα χαρτιά θα είναι φυσιολογική κοπέλα.»
Δέχτηκε η πριγκίπισσα. Έκαψε τα χαρτιά που είχε. Τις βέργες που άνοιγε τις κλειδαριές τις παρέδωσε στον πατέρα της.
Έγινε ο γάμος με μεγάλη πολυτέλεια. Την πήρε το βασιλόπουλο και πήγαν στο βασίλειο του πατέρα του. Έζησαν εκεί καλά και ευτυχισμένοι.