Η μιζέρια. Η μοναξιά. Η ελπίδα για σωτηρία
«Δυστυχισμένοι στον παράδεισο» του Κάρλος Ρεϊγάδας (2005)
(Batalla en el cielo)
Γνώριζα πως ο Μεξικανός Κάρλος Ρεϊγάδας είχε σκηνοθετήσει την ταινία «Japon», η οποία είχε προβληθεί στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 2002. Ο σκηνοθέτης τότε απέσπασε το βραβείο σκηνοθεσίας και η ταινία μια από τις χαμηλότερες βαθμολογίες από το κοινό. Όχι μόνο αυτό, αλλά είχα ακούσει και απίστευτο θάψιμο από διάφορους γνωστούς μου που την είδαν. Όταν τελικά μετά από χρόνια είδα το «Japon», κατάλαβα τις αντιδράσεις του κοινού, αλλά κακά τα ψέματα συμφώνησα με την κριτική επιτροπή.
Έτσι, λοιπόν, όταν μπήκα στη σκοτεινή αίθουσα για να δω το «Δυστυχισμένοι στον παράδεισο», δεν ήμουν σίγουρος τι να περιμένω. Καλύτερα. Διότι έπαθα πλάκα. Ατόφια πλάκα. Ήταν σαν να με είχε πιάσει ένα γιγάντιο χέρι και με τίναζε στον αέρα. Το πορτρέτο της καθημερινής παρακμής. Η ψυχαναγκαστική κι εγκλωβιστική ρουτίνα. Η μιζέρια. Η ελπίδα για ένα είδος σωτηρίας. Η ανάγκη για ένα είδος επαφής. Η συντριπτική μοναξιά. Η ανικανότητα να φέρεις εις πέρας ένα πλάνο. Η πλήρης αποτυχία και η επιβεβαίωση της μιζέριας. Η ενοχή. Η ενοχή μέχρι το μεδούλι. Σφαλιάρες από παντού.
Θαύμασα το ότι οι ηθοποιοί όχι μόνο δεν είχαν παίξει ποτέ στη ζωή τους σε ταινία, αλλά επρόκειτο για φίλους και γνωστούς γνωστών. Το θαύμασα, όχι γιατί είχαν δεινή ερμηνευτική ικανότητα. Ούτε γιατί ο Ρεϊγάδας, με την οξυδέρκειά του και την ευφυΐα του, μπόρεσε να αποσπάσει από αυτούς το τέλειο κάδρο. Το θαύμασα διότι ο τρόπος με τον οποίο ξεγυμνώθηκαν έδειξε πως ο θαρραλέος και τολμηρός σκηνοθέτης τους ενέπνευσε με τρόπο σπάνιο. Και φυσικά δεν μπορώ να κλείσω διαφορετικά, παρά σχολιάζοντας το φινάλε της ταινίας. Ήταν η πρώτη (πιθανολογώ πως ήταν και η τελευταία) φορά που έκλαιγα βλέποντας μια πορνογραφική σκηνή στοματικού έρωτα. Αδιανόητο.
Σωτήρης Μπαμπατζιμόπουλος
Κόλαση είναι ο Άνθρωπος
«29 φοίνικες» του Μπρουνό Ντιμόν (2003)
(Twentynine Palms)
Πρώτα φεστιβαλικά χρόνια. Περίοδος αχαλίνωτης σινεφιλίας. Μπορεί να είχα τότε μετά βίας δει τρεις ταινίες του Σκορσέζε ή του Κόπολα, αλλά το θεωρούσα ύψιστο καθήκον μου να ρητορεύω ανεπαρκώς για τον Τζίγκα Βερτόφ ή για τον Τζον Γουότερς. Συγκεκαλυμμένη αυταρέσκεια της πρώιμης νιότης. Ψάξιμο για ζουμερές προβολές, προχωρώντας προς το λιμάνι, φασκιωμένος από το πολύ κρύο, τέτοιο κρύο που νομίζω πως δεν ξανάκανε ποτέ στα χρόνια που παρακολουθώ το φεστιβάλ. Μια ταινία με τίτλο «29 φοίνικες». Πολλά υποσχόμενη στο μυαλό μου, για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο. Σκηνοθέτης, ένας Γάλλος, ο Μπρουνό Ντιμόν, τον οποίο άκουγα για πρώτη φορά. Βγάζω εισιτήριο, τρυπώνω με καθυστέρηση στην αίθουσα.
Ένας άντρας και μια γυναίκα, χωρίς καμία διαθέσιμη γλώσσα για συνεννόηση. Περιπλανιούνται στην έρημο, μετακινούνται από μοτέλ σε μοτέλ, πηδιούνται σαν τρελοί, προσπαθούν μάταια να ανταλλάξουν δυο κουβέντες, χωρίζουν και ξανασμίγουν. Ο άνθρωπος και το τοπίο μονάχα. Τα συστατικά στοιχεία της ύπαρξης, τίποτα περισσότερο. Το σινεμά, στα πιο τραχιά του μονοπάτια. Στριφογυρίζοντας στη θέση μου, αναρωτιέμαι οι ήρωες της ταινίας μοιάζουν με αυτούς του «Zabriskie Point», σε μία πιο μπρουτάλ και απογυμνωμένη εκδοχή. Κυρίως, αναρωτιέμαι γιατί με ελκύει τόσο αυτή η άσκοπη περιπλάνηση, γιατί μου φαίνεται τόσο περιεκτική. Κούνια που με κούναγε, διότι το τέλος της ταινίας είναι σαν να προσγειώνεται το ταβάνι στο κεφάλι σου, την ώρα που κοιμάσαι βαθιά.
Η σκοτεινή πλευρά είναι εδώ. Όχι κάπου μακριά ή ακαθόριστα, είναι εδώ, ακριβώς δίπλα. Περπατά από πίσω σου, ενόσω είναι ακόμη ηλιόλουστα και φωτεινά. Το ζευγάρι γνωρίζει τη φρίκη. Ξαφνικά, το «Κόλαση είναι οι Άλλοι» του Σάρτρ αποκτά υπόσταση κι οντότητα. Η Κόλαση είναι οι Άλλοι, είναι ο Κόσμος, είμαστε Εμείς, είναι ο Άνθρωπος. Βγήκα από την αίθουσα σμπαραλιασμένος. Έμαθα ότι το σινεμά μπορεί να γίνει σκληρό, μπορεί να γίνει αδυσώπητο. Μετά από λίγο καιρό, σε ένα ταξίδι στο Λονδίνο, μπήκα στο ταξί ενός Τζαμαϊκανού. Μου πιάνει κουβέντα και τον ρωτάω αν φοβάται τις βραδινές κούρσες. «Το κακό είναι σαν τον αέρα, είναι παντού, δεν έχει νόημα να το φοβάσαι», μου απαντά.
Γιώργος Παπαδημητρίου