ΑΝΑΛΥΣΗ
Η ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΒΙΑ ΣΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ
Βία: γράφει ο Γιάννης Φραγκούλης
Έχοντας δει την ταινία «Αν είχα πόδια θα σε κλωτσούσα» αισθάνομαι την εσωτερική ανάγκη μου να κάνω επιπλέον ανάλυση των χαρακτήρων. Είναι λογικό να μην είναι δυνατό και επιτρεπτό να υπεραναλύουμε μια ταινία, επειδή η πολύ εκτεταμένη ανάλυση δημιουργεί επικοινωνιακό θόρυβο και εμποδίζει τον αναγνώστη, είτε έχει δει την ταινία είτε όχι, να επικεντρώσει στα κύρια θέματα όταν έχουν «ανοιχτεί» μπροστά του τόσα πολλά που δεν είναι εύκολο να επιλέξει ποια άκρη θα πιάσει για να ξετυλίξει το κουβάρι και να φτάσει στον Μινώταυρό του. Σε αυτό το κείμενο έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε μια πιο βαθιά και πλατιά ανάλυση των χαρακτήρων. (Διαβάστε την κριτική της ταινίας εδώ)
Βία: Η αρχή
Έχουμε ένα κουτί όπου βρίσκονται διάφορα χαρτιά. Είναι τα θέματα που υπάρχουν στο κείμενο της ταινίας. Όπως συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις, όταν σηκώνεις το πρώτο τότε βρίσκονται από κάτω δύο άλλα, αν σηκώσεις αυτά θα βρεθούν άλλα τρία, φτάνοντας, τελικά, να έχεις μπροστά σου μια πληθώρα θεμάτων, ανάμεσα στα οποία είναι αυτό που θα σου ανοίξει την πόρτα όπου είναι ο πυρήνας του προβληματισμού του κινηματογραφικού κειμένου. Είναι μια διαδικασία που δέχεται ο Καρλ Γκουστάβ Γιούνγκ, στο «Η ψυχολογία του ασυνειδήτου», και ο Ερίκ Μπερσόν, στο «Τα άμεσα δεδομένα της συνείδησης», στην προσπάθεια να λύσουμε έναν γρίφο που μας παρουσιάζεται όταν έχουμε εκφάνσεις του ψυχικού κόσμου.
Θα σηκώσουμε το πρώτο χαρτάκι. «Αν είχα πόδια θα σε κλωτσούσα», σε ποιον να αναφέρεται άραγε; Στην ταινία δεν υπάρχει κάποιος χαρακτήρας που να έχει κάποια αναπηρία των κάτω άκρων. Αντίθετα, το κεντρικό πρόσωπο είναι αρκετά δυνατή για να τρέξει και ίσως να αμυνθεί με τα πόδια της. Άρα έχουμε μια μεταφορά. Αν σκεφτούμε καλύτερα είναι ο εσωτερικός κόσμος αυτής της γυναίκας που είναι ανίκανος να αντιδράσει, ακόμη να αμυνθεί, παρά σε πολύ λίγες περιπτώσεις. Αυτό θα πρέπει να εξετάσουμε.

Βία: Το φορτίο
Είναι μια γυναίκα που έχει φορτωθεί ένα τεράστιο όγκο προβλημάτων που, τα περισσότερα, αφορούν στην κόρη της, στην ασθένειά της. Δέχεται όλες αυτές τις επιθέσεις, που θα τις χαρακτηρίζαμε προσβολές του ψυχικού της κόσμου, χωρίς να τολμήσει να αντιδράσει και να ξεφορτωθεί κάποια από αυτά, να τα μεταβιβάσει στον άντρα της. Δεν θα ήταν υπερβολή αν μιλούσαμε για μια μορφή μαζοχισμού. Σύμφωνα με τη θεωρία του Βίλχελμ Ράιχ, στη μελέτη του για τον μαζοχιστικό χαρακτήρα, ξέρουμε ότι ένα κορίτσι ρέπει περισσότερο στο σαδισμό, όταν δεν μπορεί να καταλάβει τον πατέρα της και η μητέρα της είναι δύσκολο να επικοινωνήσει και είναι, με κάποια έννοια, βίαιη. Άρα εδώ έχουμε μια μητέρα που δεν είχε ίχνος βιαιότητας ενώ έχουμε έναν πατέρα που είναι βίαιος και απόμακρος, για αυτό το λόγο δεν μπορεί να τον καταλάβει.
Θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στην πατρική περσόνα. Παρατηρούμε το αναφερόμενο του πατέρα στον σύζυγό και στον ψυχοθεραπευτή της. Ούσα ψυχοθεραπεύτρια και η ίδια, θα ήταν εύκολο να κάνει μια ανάλυση του χαρακτήρα της, την οποία, για να επιβεβαιώσει, θα πρέπει να τη συζητήσει με τον επιβλέποντά της (supervisor) που έχει ο κάθε ψυχοθεραπευτής. Στην ταινία παρατηρούμε ότι πηγαίνει καθημερινά στον ψυχοθεραπευτή της, που είναι συνάδελφός της, κάτι που είναι υπερβολή, με την έννοια ότι είναι περισσότερο εξάρτηση και όχι ανάγκη για ανάλυση, αφού δεν υπάρχει χρόνος για παραγωγή θεμάτων προς ανάλυση. Υπάρχουν δύο σημαντικές προβολές που θα πρέπει να διακρίνουμε.
Βία: Η αγάπη
Η πρώτη είναι η προβολή που κάνει στον ψυχοθεραπευτή της την πατρική φιγούρα. Το «δεν μ’αγαπάς», που λέει κάποια στιγμή, πηγαίνει στον πατέρα της. Στην προσπάθειά της να βρει το μεγάλο ζητούμενο, τον χαμένο φαλλό, φτιάχνει μια ψυχική οντότητα, τον Άλλο εαυτό της. Σύμφωνα με τη θεωρία του Ζακ Λακάν, η κουβέντα του ID με τον Άλλον, που έχει δομήσει η ίδια, είναι η στιγμή που αναπτύσσεται η υποτροπιασμένη νεύρωση που οδηγεί στο υστερικό. Οι υστερικές συμπεριφορές είναι πολλές, τόσο με τον ψυχοθεραπευτή της όσο και με τον σύζυγό της. Αυτό που είναι σημαντικό όμως είναι ότι δεν καταλήγει σε βίαιες πράξεις ούτε παράγει λόγο η υστερία της. Έτσι είναι αδύνατον να εκτονωθεί.

Η προβολή στον ψυχοθεραπευτή έχει και ερωτικό περιεχόμενο. Το δηλώνει ευθαρσώς σε ένα όνειρο που είχε δει. Αυτός μένει σιωπηλός και ανέκφραστος. Όπως θα ήταν ο πατέρας της, παράγοντας μια μορφή αόρατης βίας, αρκετά δυνατής, όμως, για να δημιουργήσει τραύμα. Συνεχίζει την θεραπεία, δεν της δηλώνει ότι δεν πρέπει να συνεχίσουν, όπως ορίζει το πρωτόκολλο, κάτι που είναι παράξενο. Με τον άντρα της είναι αρκετά βίαιη, στον προφορικό της λόγο. Εκεί την παίρνει, θα λέγαμε, αλλά η λεκτική βία είναι τόσο μεγάλη που μας λέει ότι δεν επιτίθεται πλέον σε αυτόν αλλά στον κακοποιητικό πατέρα της. Του λέει αυτά που δεν του είχε πει, αλλά μπροστά της δεν είναι αυτός, αλλά ο άντρας της, κατά συνέπεια αυτή η μορφή βίας επιστρέφει, πιο δυνατή, στον ίδιο τον εαυτό της.
Βία: Ο ερωτισμός
Μια τρίτη προβολή είναι αυτή που κάνει ένας ασθενής της σε αυτήν. Και αυτή έχει ερωτικό περιεχόμενο: τον έχει φιλήσει στο όνειρό του. Περιέργως, δε σταματά την ψυχοθεραπεία, αλλά συνεχίζει χωρίς να αντιδρά, χωρίς να σχολιάζει, σα να μην έχει καταλάβει καλά καλά τι έχει ειπωθεί. Από αυτό το γεγονός μπορούμε να πούμε ότι εδώ υπάρχει ένα δείγμα της κατακερματισμένης ταυτότητάς της, κάτι που έχει δημιουργηθεί από την υστερία της που, πλέον, βαδίζει προς το ψυχωτικό πεδίο. Άρα παρατηρούμε την αδυναμία της να καταλάβει αυτά που έχουν γίνει στην πραγματικότητα.
Οι ενδείξεις ότι είμαστε στην ψύχωση είναι αρκετές και όλες χαρακτηρίζονται παραληρηματικές. Αυτά που βλέπει από την τρύπα στο ταβάνι, η σύνδεση με το σωληνάκι που έχει η κόρη της μέσα στο κορμί της για να τρέφεται με την τρύπα που έχει δημιουργηθεί στο σπίτι της, οι αντιδράσεις της στη γιατρό που επιβλέπει το παιδί της… Θα πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στη σύνδεση που κάνει με το σωληνάκι και με την τρύπα στο ταβάνι. Όταν αποφασίζει να βγάλει μόνη της το σωληνάκι και να ακυρώσει τη θεραπεία, τότε παρατηρούμε ότι αυτό είναι παράλογα μεγάλο και όταν βγαίνει υπάρχουν δύο μικρές τρύπες στο κορμί της κόρης της, όπως στο σπίτι της. Η σύνδεση είναι τόσο άμεση και έντονη που αισθάνεται την ανάγκη να πάει να δει στο σπίτι αν υπάρχουν ακόμη αυτές οι τρύπες.

Βία: Η σχάση
Αυτή η σύνδεση μας οδηγεί σε μια άλλη εξήγηση. Το σπίτι παρομοιάζεται με έναν οργανισμό, όχι αναγκαστικά με τον δικό της, αλλά με κάτι που είναι ζωντανό. Το βλέπουμε στα πλάνα που μας δείχνουν αυτή την τρύπα στο ταβάνι. Το διακρίνουμε όταν από αυτή την τρύπα βγαίνουν ορμητικά νερά, ακούμε κάποιες φωνές, βλέπουμε κάποιες μεταφυσικές εικόνες. Το σπίτι πλέον είναι η προβολή της μητέρας της, όπως αναφέρει η ψυχαναλυτική θεωρία των συμβόλων. Εδώ βλέπουμε τη μητέρα που λειτουργεί βίαια στην κόρη της, κάτι που δεν είχε συμβεί στη ζωή της, και την παραξενεύει. Στο τέλος της ταινίας θέλει να επιστρέψει στη μητέρα, στη θάλασσα, στο αμνιακό υγρό, να βρει εκεί καταφύγιο, απόλαυση και ασφάλεια, για να καταλάβει τι έχει γίνει, όμως η ορμητική θάλασσα την ξεβράζει στην ακτή, δεν την καταπίνει, να την πνίξει, δεν τη θέλει. Αυτό το κάνει συνέχεια. Είναι η στιγμή που η ψύχωση της εκδηλώνεται στην κόρη της που την έχει βρει: «Θα γίνω καλύτερη μητέρα». Είναι η μοναδική στιγμή που βλέπουμε την κόρη της και είναι το μοναδικό σημείο που διακρίνουμε πεντακάθαρα την τραγωδία που ζει και το τραύμα της.
Η προβολή της μητέρας της γίνεται στη γιατρό που επιβλέπει την κόρη της. Αυτή είναι αυστηρή, της αρέσει να κανονίζει τα πράγματα με ακρίβεια, δεν αφήνει περιθώρια για άλλες επιλογές. Είναι μια μητέρα που δεν είχε. Αυτός είναι ο λόγος που την βλέπει εχθρικά. Είναι ανοίκειο για αυτήν, μια μητέρα αυστηρή που δεν έχει γνωρίσει, αλλά την θέλει, για να μπουν τα θέματα σε μια σειρά, αλλά είναι κάτι παράξενο. Δύο διαμετρικά αντίθετες εκφάνσεις της μητέρας που μας δίνουν την εικόνα του δρόμου που οδηγεί στη σχιζοφρένεια, στη σχάση του πυρήνα, σύμφωνα με την Τζούλια Κρίστεβα.
Βία: Το θέμα
Έχουμε μια αναλυτική εικόνα της γυναίκας που είναι υποκείμενο της βίας σε μια πατριαρχική κοινωνία. Στην Αμερική, στην καρδιά του ιμπεριαλισμού, έχουμε ένα τραύμα που αφορά σε όλες τις γυναίκες που, λιγότερο ή περισσότερο, αισθάνονται τον Ορέστη να ασχημονεί στην ψυχή ή στο σώμα τους ή και στα δύο. Μπαίνει, λοιπόν, στο τέλος της ταινίας το ερώτημα: «Τι θα γίνει με αυτό το τραύμα; Πόσο ακόμα θα τραυματίζουμε τη Γυναίκα; Πότε αυτό θα τελειώσει και θα προχωρήσουμε σε μια ειρηνική συνύπαρξη Μητέρας και Πατέρα;». Σε αυτά θα απαντήσει ο θεατής, προεκτείνοντας το κείμενο της ταινίας, δημιουργώντας ο καθένας το δικό του μετακείμενο.
