σαν κύμα ανακατάταξης των πραγμάτων
του Γιάννη Φραγκούλη
(παραστασιολόγου-ψυχαναλυτή)
Έχοντας δει την παράσταση «Αέρας», σε κείμενο Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη και σε σκηνοθεσία Μανώλη Δούνια, έχοντας κάνει την ανάλυση των δομών του, μπορούμε να δούμε τους χαρακτήρες του, αναλύοντάς τους σε βάθος. Ας αναφέρουμε ότι τα κεντρικά πρόσωπα, αυτά στα οποία προβάλλονται όλα τα ψυχικά στοιχεία του έργου, είναι δύο γυναίκες, δύο αδελφές με διαφορετικό χαρακτήρα, αλλά και με κοινά στοιχεία που τους επιτρέπουν να έχουν, στο τέλος μία οριστική σύγκλιση.
ΟΙ ΔΥΟ ΑΞΟΝΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε πλήρως αυτούς τους δύο χαρακτήρες έχουμε ανάγκη μία σειρά από δεδομένα. Ο κοινωνικός περίγυρος τους είναι η μεγαλοαστική τάξη κάπου στην Ευρώπη. Άρα έχουμε ένα περιβάλλον καλλιεργημένο που οφείλει να δεχτεί τα θέματα του ανθρώπου με ποιο ανοιχτό μυαλό. Σε αυτό το περιβάλλον δεσπόζουν δύο σημαντικές φιγούρες: ο Πατέρας και η Μητέρα. Ο πρώτος δεν αναφέρεται καθόλου, το στίγμα του όμως υπάρχει σε όλο το έργο, σε διαφορετικά σημεία και καθορίζει τις διαφορετικές συμπεριφορές, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Η δεύτερη αναφέρεται ως σχετικά θετική και αρνητική περσόνα, έτσι όπως τη δέχεται η μία ή η άλλη αδελφή. Τα στοιχεία της μιας ή της άλλης φιγούρας επηρεάζουν σημαντικά τον ψυχικό κόσμο αυτών των δύο γυναικών. Οφείλουμε να δούμε αυτές τις ψυχικές δομές πιο αναλυτικά για να καταλάβουμε πλήρως τη σύνθεση του χαρακτήρα των δύο γυναικών, τις αντιδράσεις τους, γενικά τις συμπεριφορές τους.
Δίπλα από αυτές τις γυναίκες υπάρχει ένας άντρας, ο οποίος έχει φύγει από τη ζωή εδώ και χρόνια, οι ερωτικές προτιμήσεις του οποίου είναι ακόμη ταμπού για τη σύγχρονη δυτική κοινωνία. Είναι ομοφυλόφιλος και εραστής ενός σημαντικού ζωγράφου, ο οποίος του έχει δωρίσει κάποιους πίνακές του. Από πού πηγάζει όμως η ομοφυλοφιλία του; Τι βρίσκεται πίσω από αυτή την ερωτική συμπεριφορά; Που βρίσκει, τελικά καταφύγιο και την ψυχική ηρεμία για να γαληνέψει η ψυχή του, από τις αναμνήσεις του επιφανούς ερωτικού συντρόφου του; Σε αυτά τα ερωτήματα οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες, έχουν όμως να δώσουν στοιχεία που είναι σημαντικά για τις δύο αδελφές του, βρίσκονται στη σκοτεινή πλευρά του εαυτού τους, έχουν όμως πρωτεύοντα ρόλο στην τελική απόφασή τους.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
Θα δούμε ότι ο πατέρας, ως αρχέτυπο, δεν αναφέρεται καθόλου σε όλο το έργο. Ουσιαστικά όμως υπάρχει, στην αποδόμησή του, σε όλο το κείμενο, από την αρχή μέχρι το τέλος. Για να δούμε την πατρική περσόνα που αποσυντίθεται για να ενοποιηθούν οι δομές της, τότε που θα παρθεί η οριστική απόφαση, θα πρέπει να δούμε τα στίγματά της σε διαφορετικά σημεία, σε όλο το έργο, στην κυριολεξία.
Η αδελφή που έχει μείνει με τη μητέρα της μένει μακριά από την άλλη, τόσο που η επαφή τους είναι ανύπαρκτη. Έχει βιώσει την επαφή με τον πατέρα σε βαθμό που την αφήνει να δομήσει σχετικά την ταυτότητά της. Έχει συμφιλιωθεί με τον πατέρα και μπορεί να ανεχτεί τη μητέρα της, να ζήσει μαζί της και να επικοινωνεί σε ικανοποιητικό βαθμό μαζί της. Φαίνεται ότι ο πατέρας της έχει δώσει αυτά τα στοιχεία που θέλει η νεαρή κοπέλα για να φτάσει στο σημείο να δομήσει τη λίμπιντό της. Όμως δεν έχει πάρει όλα τα στοιχεία που χρειάζεται, έτσι ώστε να μπορεί να μην έχει παραβατική συμπεριφορά μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο ζει.
Οι παραβάσεις της συμπεριφοράς της φαίνονται στην ερωτική της ζωή, στην οποία δεν αναφέρεται καθόλου, άρα ουσιαστικά δεν υπάρχει, κυρίως όμως στην απέχθεια της ομοφυλοφιλίας του μικρότερου αδελφού της. Αυτή η απέχθεια γίνεται έχθρα και μίσος σε αυτό που νομίζει ότι έχει προκαλέσει την ερωτική του συμπεριφορά. Αυτή είναι η αιτία που αυτός ο αδελφός της την έχει αποκληρώσει. Αισθάνεται αδικημένη, αλλά δικαιωμένη, δεν έχει μετανιώσει καθόλου. Αυτός ο μικρότερος αδελφός της είναι το σημείο όπου υπάρχει η έχθρα με τον πατέρα, όπως αυτή εκφράζεται με έμμεσο τρόπο και υπονοείται. Μισεί τον πατέρα της, αλλά με συγκαλυμμένο τρόπο και δεν τον απορρίπτει.
Η ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
Στην άλλη αδελφή τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Φαίνεται ότι η επικοινωνία με τον πατέρα της ήταν ανύπαρκτη. Δεν τον ήξερε και δεν μπόρεσε να το «διαβάσει». Είχε την ανάγκη να βρει τα στοιχεία του χαρακτήρα του στην αντανάκλασή τους, στη μητέρα της. Ξέρουμε όμως ότι αυτή η προβολή παραποιεί τα στοιχεία του χαρακτήρα του προσώπου που επιθυμούμε να προσεγγίσουμε. Είναι μία επαφή που δεν μπορεί να εκπληρωθεί ποτέ με επιτυχία, ούτε καν με σχετική τέτοια. Το αντικείμενο, λοιπόν, της ανάγνωσης θα μισηθεί. Όχι όμως αυτό το ίδιο, αλλά αυτό όπου αντανακλώνται αυτά τα στοιχεία, ειδικά όταν δεν υπάρχει αυτή η επικοινωνία που μπορεί να διδάξει κάποιες, έστω και λίγες, συμπεριφορές.
Στην προσπάθειά της να προσεγγίσει τον πατέρα της, δέχεται τον ομοφυλόφιλο αδελφό της, σα μία πλευρά του πατέρα, σε μία απέλπιδη προσπάθεια να βρει το χαμένο φαλλό. Το ερωτικό στοιχείο του πατέρα της. Το δέχεται όμως μερικώς και όχι ολικώς, αφού είναι έτοιμη, κάποια στιγμή να τον απαρνηθεί, δεν μπορεί να λειτουργήσει όπως η Ηλέκτρα σε σχέση με τον Αγαμέμνονα. Η ολική αποστροφή στον πατέρα εκφράζεται με την απόρριψη του μοναστηριού, ως φορέας εξουσίας, όπου έχει καταφύγει ο ομοφυλόφιλος αδελφός της, άρα δε δέχεται καθόλου την πατρική εξουσία. Μην έχοντας δεχτεί έστω και μέρος της μητρικής εξουσίας, καταλαβαίνουμε ότι η ταυτότητά της έχει πλήρως αποδομηθεί, βρίσκεται ανάμεσα σε μία μη εκφρασμένη ομοφυλοφιλία και σε μία σαδιστική συμπεριφορά, σύμφωνα με τη θεώρηση του Βίλχελμ Ράιχ. Αυτό θα το δούμε στην απαξίωση και άρνηση του μεγάλου αδελφού που είναι ο Άλλος πατέρας.
Η προδοσία του ομοφυλόφιλου αδελφού είναι θέμα χρόνου. Όταν οι συνθήκες θα ωριμάσουν, όταν θα βρει την απόλαυση αλλού, θα είναι έτοιμη να τον απαξιώσει. Το σημείο που βρίσκει εντελώς την απόλαυση και την ασφάλεια, όπως και η άλλη αδελφή της, είναι τα χρήματα. Είναι ένα εύκολα κατανοητό στοιχείο που, ως κοινωνική ανταλλακτική αξία, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κάποιο που δέχεται τις νόρμες της ιμπεριαλιστικής κοινωνίας. Τότε ο μικρός αδελφός θα προδοθεί και θα αντικατασταθεί από το χρήμα, ουσιαστικά ο πατέρας θα πάρει τη θέση του πλούτου και η γυναίκα θα βρει την εσωτερική της γαλήνη: μπορεί να αγαπηθεί.
Η ΠΛΕΥΡΑ ΤΩΝ ΑΓΟΡΙΩΝ
Τα αγόρια χωρίζονται σε δύο μέρη. Το πρώτο είναι ο μεγάλος αδελφός, το δεύτερο είναι ο ομοφυλόφιλος. Ας το δούμε πιο αναλυτικά.
Ο μεγάλος αδελφός είναι ο ίδιος ο πατέρας, με μία διαφορετική μορφή. Εννοείται, δεν ονομάζεται, απλά η εξουσία του είναι υπονοούμενη και άρρητη. Η αδελφή που δέχεται την επίσκεψη το φοβάται, η άλλη τον ανέχεται. Καμία δεν τον ονοματίζει. Είναι σαν κάτι που δεν μπορείς ή δεν πρέπει να το αγγίξεις. Έχουμε λοιπόν την πατρική εξουσία σε βαθμό υπερθετικό: δεν είναι ο πατέρας, αντανακλάται πάνω του η εξουσία του πατέρα, ο φόβος σε αυτόν είναι άλλογος, η επιθυμία επαφής με αυτόν είναι κάτι που δεν μπορεί να γίνει, εκεί όμως κρύβεται η απόλαυση και η ασφάλεια σε υπερθετικό βαθμό. Είναι κάτι με το οποίο θα επικοινωνούσε το ασυνείδητο του ενός και του άλλου κοριτσιού. Τέλος, είναι το φράγμα της μη επικοινωνίας, ο δρόμος που ορίζει τον Άλλον, άρα την παράβαση και την υστερία στις δύο κοπέλες, σε διαφορετικό όμως βαθμό, όπως είπαμε.
Ο δεύτερος αδελφός είναι η θηλυκή πλευρά του πατέρα. Αυτή που μπορείς να επικοινωνήσεις, να κάνεις έρωτα, να υπάρξει ένα είδος απόλαυσης, όχι όμως η ασφάλεια. Είναι ο χαμένος φαλλός με μία μορφή αιδοίου, μία παραγωγική δύναμη που δεν μπορεί να ολοκληρωθεί και μένει στείρα. Σα μία «σαν» μορφή μπορεί εύκολα να περιφρονηθεί, είναι όμως συμπαθητική μόνο στην κοπέλα που δεν έχει γνωρίσει τον πατέρα σα δομή. Η άλλη, έχοντας εισπράξει κάποια στοιχεία, τον απορρίπτει σαν ένα υποκατάστατο αυτού που ξέρει, του πατέρα που νομίζει ότι γνωρίζει -σε αυτό σημείο εγγράφεται η υστερία της.
Η ΜΗΤΕΡΑ
Σε όλο το έργο η μητέρα παρουσιάζεται σαν η καθρεπτική προβολή του πατέρα. Είναι αυτός και δεν είναι αυτός. Έχει στοιχεία του, όσα της έχουν προσδώσει οι δύο κόρες της. Τη δέχονται σαν κάτι άλλο και όχι σα μία οντότητα γήινη, ήρεμη, παραγωγική και ειρηνική. Η μητέρα σαν τέτοια δεν υπάρχει.
Η κόρη που μένει μαζί της νομίζει ότι την ξέρει. Εδώ έχουμε το δεύτερο σημείο της υστερίας της. Αρχίζει να τη γνωρίζει όταν έχει πεθάνει και ψάχνει να βρει τα πράγματά της. Την ανακαλύπτει. Δεν έχει όμως πολλά περιθώρια, δεν μπορεί να παράξει λόγο γιατί ουσιαστικά δεν υπάρχει, εν μέρει την αγνοεί, ενώ τη σέβεται σα μητέρα της, μέχρι ένα βαθμό. Εδώ θα βρούμε πάλι την αγάπη και την απόλαυση που εδράζονται στο χρήμα να υπερκεράζει τη μητέρα και να την τοποθετεί οριστικά στο περιθώριο.
Η άλλη κόρη τη μισεί. Είναι υπεύθυνη που δεν έχει μάθει τον πατέρα της και, κατά συνέπεια, δεν έχει ολοκληρώσει την ταυτότητά της. Ξέρει όμως ότι αυτό δεν είναι σωστό. Αυτή η απόσταση μεταξύ των δύο αξιών είναι η παραγωγική δύναμη του υστερικού της λόγου. Αυτός ο λόγος παράγεται επίσης με τον κατακερματισμό της πατρικής περσόνας, με τη μη ταύτιση. Αυτοί οι δύο υστερικοί λόγοι την οδηγούν με σταθερά βήματα στην ψύχωση. Το μόνο που θα τη λυτρώσει είναι η αγάπη στο χρήμα, αυτό όμως την κάνει υπόδουλη στην άλλη αδελφή της, υποτάσσεται, όπως προβλέπει η ραϊχική θεωρία. Οδηγείται σε ένα αδιέξοδο από το οποίο δεν μπορεί ποτέ να βγει.
Η ΑΓΑΠΗ
Θα αγαπηθούν ή πάντα αγαπιόντουσαν; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι αυτή που θα ανακαλύψει το αληθινό και το ψεύτικο στον ψυχικό κόσμο της κάθε αδελφής. Έχουν ανάγκη την αγάπη για να μην ξεφύγουν προς την παράνοια. Ποια αγάπη όμως;
Η κάθε μία αγαπά τον εαυτό της και αυτό που νομίζει, με τον υστερικό λόγο της, ότι ξέρει από την άλλη αδελφή της. Έχουμε ένα αίσθημα αγάπης που είναι ναρκισσιστικό. Έχει παραχθεί και μένει εδώ, τροφοδοτώντας όλο και περισσότερο τον υστερικό τους λόγο.
Λένε ψέματα στον εαυτό τους και το ξέρουν. Δεν μπορούν όμως να κάνουν κάτι γιατί δε γνωρίζουν πως θα βρουν τον «πραγματικό» τους εαυτό, την «πραγματική» αγάπη, την «πραγματική» απόλαυση, την «αληθινή» ασφάλεια. Είναι σε ταραχώδη νερά και προσπαθούν να επιπλεύσουν, κρατώντας η μία την άλλη, σαν ένα σωσίβιο που δεν μπορεί να είναι τέτοιο. Νομίζουν ότι είναι αυτές ενώ δεν είναι. Ο παραληρηματικός και παραβατικός λόγος εδώ είναι στην πλήρη μορφή του. Είναι ο λόγος της κοινωνίας όπως παράγεται και αναπαράγεται κάθε στιγμή. Είναι, τελικά, ο πυρήνας αυτού του έργου.