Η ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η κατοχή της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1941 και υπήρξε αποτέλεσμα της γερμανικής εισβολής. Η κατοχή τερματίστηκε με την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων απ’την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1944. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην Κρήτη ή σε άλλα νησιά, γερμανικές φρουρές παρέμειναν μέχρι τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1945. Για μεγαλύτερη ανάλυση αυτής της ιστορικής περιόδου ο αναγνώστης θα πρέπει να συμβουλευθεί ιστορικά βιβλία. Η διασταύρωση των πληροφοριών σε αυτά είναι αναγκαία, αφού η συγγραφή της ιστορίας, για αυτή την περίοδο, εμπλουτίζεται από πολλά στοιχεία που διέπονται απ’την υποκειμενική αντίληψη των γεγονότων και όχι την «αντικειμενική» ιστορική θεώρηση.
ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Η φασιστική Ιταλία επιτέθηκε στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1940, άλλα ηττήθηκε και οπισθοχώρησε υπό την πίεση του ελληνικού στρατού στο εσωτερικό της Αλβανίας. Ακολούθησε τον Απρίλιο του 1941 η γερμανική εισβολή. Μέχρι τα τέλη Μαΐου του 1941 οι Γερμανοί είχαν υποτάξει το σύνολο της χώρας. Οι ίδιοι διατήρησαν υπό τον έλεγχό τους τις σημαντικότερες στρατηγικά περιοχές της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ενώ η υπόλοιπη χώρα μοιράστηκε σε ζώνες ελέγχου των συμμαχικών προς τη Γερμανία χωρών, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας. Παράλληλα τοποθετήθηκε στην Ελλάδα κατοχική κυβέρνηση, που συγκροτήθηκε από Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών.
Η κατοχή επέφερε τεράστια δεινά στον ελληνικό λαό και προκάλεσε ανυπολόγιστες καταστροφές. Οι ανθρώπινες απώλειες της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπολογίζονται μεταξύ 300.000 και 770.000 αμάχων και 20.000 έως 35.000 στρατιωτών. Ανυπολόγιστες υπήρξαν και οι υλικές καταστροφές που οδήγησαν σε πλήρη κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας.
Την ίδια στιγμή αναπτύχθηκε η ελληνική αντίσταση, που υπήρξε η πιο δραστήρια στα κατεχόμενα κράτη της Ευρώπης. Οι αντιστασιακές ομάδες πραγματοποίησαν επιχειρήσεις κατά των δυνάμεων κατοχής και των ταγμάτων ασφαλείας και ανέπτυξαν δίκτυο κατασκόπων. Απ’τα τέλη του 1943 άρχισαν να συγκρούονται μεταξύ τους. Όταν η Ελλάδα απελευθερώθηκε τον Οκτώβριο του 1944, υπήρχε κλίμα ακραίας πολιτικής πόλωσης που σύντομα οδήγησε στο ξέσπασμα του εμφυλίου. Η μετέπειτα κρίση που ακολούθησε με το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς συνεργάτες των Ναζί όχι μόνο να ξεφύγουν απ’την τιμωρία, αλλά να αποτελέσουν τελικά την άρχουσα τάξη της μεταπολεμικής Ελλάδας, μετά την ήττα των κομμουνιστών.
Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ
Απ’τον Ιούλιο του 1940 οι Ιταλοί, με μία σειρά προκλητικών ενεργειών, επεδίωκαν πολεμική σύγκρουση με την Ελλάδα, με στόχο να υλοποιήσουν τα επεκτατικά τους σχέδια στην περιοχή. Στις 12 Ιουλίου 1940 βομβάρδισαν το ελληνικό αντιτορπιλικό Ύδρα στα ανοιχτά της Γραμβούσας. Ακολούθησε τέσσερις μέρες μετά βομβαρδισμός ελληνικών υποβρυχίων που βρίσκονταν στον κόλπο της Ιτέας και στα τέλη του Ιουλίου βομβαρδίστηκαν τα αντιτορπιλικά Βασιλεύς Γεώργιος και Βασίλισσα Όλγα.
Αποκορύφωμα των ιταλικών προκλητικών ενεργειών ήταν ο τορπιλισμός του καταδρομικού Έλλη, στις 15 Αυγούστου του 1940, κατά τον εορτασμό του Δεκαπενταύγουστου. Το πλοίο που βρισκόταν στο λιμάνι της Τήνου δέχτηκε τρεις τορπίλες από ιταλικό υποβρύχιο, απ’τις οποίες μία βρήκε στόχο προκαλώντας έκρηξη, που οδήγησε στη βύθιση του πλοίου. Από την επίθεση υπήρξαν 9 νεκροί και 29 τραυματίες. Αν και η ταυτότητα του υποβρυχίου έγινε γνωστή απ’τα θραύσματα των τορπιλών του, η κυβέρνηση Μεταξά απέκρυψε το γεγονός, σε μία προσπάθεια να αποφύγει την εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο, κάτι που όμως δεν άργησε να συμβεί.
Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου ο Ιταλός πρέσβης στην Ελλάδα, Εμμανουέλε Γκράτσι, παρέδωσε ένα τελεσίγραφο της ιταλικής κυβέρνησης στον Πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Μεταξά. Με το τελεσίγραφο η Ιταλία αξίωνε την ελεύθερη διέλευση του ιταλικού στρατού από την ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου, στη συνέχεια, να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία της Ελλάδας, για ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του κατά τη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική.
Ο Μεταξάς απέρριψε το τελεσίγραφο και, λίγες ώρες μετά, ιταλικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ελλάδα από την ιταλοκρατούμενη Αλβανία. Η επέτειος της απόρριψης του ιταλικού τελεσίγραφου και της έκρηξης του πολέμου είναι σήμερα εθνική εορτή στην Ελλάδα. Μετά την αιφνιδιαστική ιταλική επίθεση ο ελληνικός στρατός κατάφερε να αμυνθεί επιτυχώς αποδεικνύοντας πως αποτελεί υπολογίσιμο αντίπαλο.
Οι ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να εκμεταλλευτούν επιτυχώς το ορεινό έδαφος της Ηπείρου και στην συνέχεια κατάφεραν να εξαπολύσουν αντεπίθεση οδηγώντας τον ιταλικό στρατό σε οπισθοχώρηση. Μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου οι Έλληνες έλεγχαν σχεδόν το ένα τέταρτο της Αλβανίας. Τον Μάρτιο του 1941 οι Ιταλοί, με ενισχυμένες δυνάμεις, πραγματοποίησαν νέα επίθεση στο Αλβανικό μέτωπο, ιταλική εαρινή επίθεση, που απέτυχε ξανά. Η ελληνική νίκη απέναντι στις ιταλικές δυνάμεις αποτέλεσε την πρώτη νίκη συμμαχικών δυνάμεων απέναντι σε δυνάμεις του άξονα απ’το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ
Τον Απρίλιο του 1941 πραγματοποίησε επίθεση η ναζιστική Γερμανία. Απ’τις 13 Δεκεμβρίου 1940 η Γερμανία είχε καταρτίσει σχέδιο εισβολής στην Ελλάδα με την κωδική ονομασία Επιχείρηση Μαρίτα, θεωρώντας πως ο έλεγχος της περιοχής ήταν βασική προϋπόθεση για την επιτυχία της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα. Στις 27 Μαρτίου 1941, μία μέρα μετά το βρετανικό πραξικόπημα στο Βελιγράδι, το σχέδιο τροποποιήθηκε ώστε να περιλαμβάνει και την κατάληψη της Γιουγκοσλαβίας.
Τα ξημερώματα της 6ης Απριλίου 1941, ο Γερμανός πρέσβης Βίκτορ Έρμπαχ επέδωσε στον Πρωθυπουργό της Ελλάδας Αλέξανδρο Κορυζή τελεσίγραφο για την επικείμενη γερμανική επίθεση. Πριν ακόμα παραδοθεί το τελεσίγραφο, οι γερμανικές δυνάμεις πραγματοποιούσαν επίθεση κατά μήκος της Γραμμής Μεταξά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Παράλληλα η γερμανική αεροπορία βομβάρδιζε θέσεις στο εσωτερικό της χώρας με πιο καταστροφικό τον βομβαρδισμό του Πειραιά στις 7 Απριλίου του 1941.
Η Γερμανία, ταυτόχρονα με την Ελλάδα, εισέβαλε στη Γιουγκοσλαβία απ’τη Βουλγαρία. Ενώ τα ελληνικά οχυρά άντεχαν στις γερμανικές επιθέσεις, η γρήγορη κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας έδωσε τη δυνατότητα στους Γερμανούς να τα παρακάμψουν και να εισέλθουν στο ελληνικό έδαφος από τα σύνορα Ελλάδας-Γιουγκοσλαβίας, μέσω της κοιλάδας του Αξιού. Στις 9 Απριλίου οι Γερμανοί εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη και λίγο μετά ακολούθησε συνθηκολόγηση του τμήματος της στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας.
Στη συνέχεια οι Γερμανοί προέλασαν στο εσωτερικό της χώρας. Εισήλθαν στην Αθήνα στις 27 Απριλίου και ολοκλήρωσαν την κατάληψη του συνόλου της Ελλάδας, την 1η Ιουνίου 1941, μετά την κατάληψη της Κρήτης. Ήδη από τις 20 Απριλίου 1941 είχε συνθηκολογήσει στο Μέτσοβο και το τμήμα της στρατιάς Ηπείρου.
Η ΚΑΤΟΧΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Η κατεχόμενη Ελλάδα διαιρέθηκε ανάμεσα σε γερμανική, ιταλική και βουλγαρική ζώνη ελέγχου. Οι γερμανικές δυνάμεις διατήρησαν στον έλεγχό τους τις σημαντικότερες στρατηγικά περιοχές, στις οποίες περιλαμβάνονταν η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Κεντρική Μακεδονία και ορισμένα νησιά του Αιγαίου, καθώς και η Κρήτη. Η Βουλγαρία προσάρτησε την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη με εξαίρεση το μεγαλύτερο τμήμα του Έβρου, που παρέμεινε υπό γερμανικό έλεγχο. Οι υπόλοιπες περιοχές, που αντιστοιχούν στα δυο τρίτα των εδαφών της Ελλάδας, πέρασαν στον έλεγχο της Ιταλίας, ενώ τα Ιόνια νησιά προσαρτήθηκαν επίσημα στο ιταλικό κράτος. Μετά την ανακωχή της Ιταλίας τον Σεπτέμβριο του 1943, οι ιταλοκρατούμενες περιοχές πέρασαν στον έλεγχο της Γερμανίας.
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ
Η Ελλάδα υπέφερε τα πάνδεινα κατά τη διάρκεια της κατοχής. Η οικονομία της χώρας είχε ήδη υποστεί μεγάλη καταστροφή απ’τον εξάμηνο πόλεμο με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς. Η πλήρης καταστροφή της ελληνικής οικονομίας ολοκληρώθηκε την περίοδο της κατοχής, κατά τη διάρκεια της οποίας οι πρώτες ύλες και τα τρόφιμα επιτάχθηκαν από τους κατακτητές, γεγονός που εκτίναξε την τιμή τους στο εσωτερικό της χώρας και υπήρξε εκρηκτική άνοδος του πληθωρισμού.
Περαιτέρω επιδείνωση της οικονομίας επήλθε με τη χορήγηση του κατοχικού δανείου στη Γερμανία το 1944. Η έλλειψη ειδών πρώτης ανάγκης είχε ως αποτέλεσμα το ξέσπασμα του λιμού τον χειμώνα του 1941-42, οπότε και υπολογίζεται πως 300.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Το γεγονός αυτό υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές τραγωδίες κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι αντίπαλοι συνασπισμοί αντιμετώπισαν την τραγωδία με αλληλοκατηγορίες. Για τους Άγγλους υπαίτιοι ήταν οι Γερμανοί, που λεηλάτησαν τη χώρα, ενώ για τους Γερμανούς υπαίτιοι ήταν οι Άγγλοι, που εφάρμοσαν στρατηγική αποκλεισμού εμποδίζοντας την ανθρωπιστική βοήθεια να φτάσει στην Ελλάδα.
Το Μάρτιο του 1942, όταν η κρίση βρισκόταν στην αιχμή της, επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ των εμπόλεμων πλευρών για διανομή τροφίμων στην Ελλάδα, που πραγματοποιήθηκε με σουηδικά πλοία υπό την αιγίδα του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Απ’το Φθινόπωρο του 1942 οι αντιμαχόμενες πλευρές συμφώνησαν στις λεπτομέρειες του σχεδίου επισιτισμού, οπότε ξεκίνησαν τα φορτία τροφίμων του Ερυθρού Σταυρού να εφοδιάζουν διάφορα μέρη της χώρας. Τα φορτία προέρχονταν αρχικά απ’τον Καναδά και, μετά το 1943, απ’τις ΗΠΑ. Η έλλειψη τροφίμων κατά τη διάρκεια της κατοχής οδήγησε σε άνθηση της μαύρης αγοράς με τους μαυραγορίτες εμπόρους συχνά να χρησιμοποιούν τις διασυνδέσεις τους με τις δυνάμεις κατοχής, ώστε να εξασφαλίζουν βασικά αγαθά, τα οποία στη συνέχεια πουλούσαν στον τοπικό πληθυσμό σε εξαιρετικά υψηλές τιμές.
Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΖΩΝΗ
Η γερμανική ζώνη ελέγχου περιελάμβανε τις σημαντικότερες στρατηγικά περιοχές της Ελλάδας, στις οποίες περιλαμβάνονταν η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Κεντρική Μακεδονία και ορισμένα νησιά του Αιγαίου, καθώς και η Κρήτη. Μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας, το Σεπτέμβριο του 1943, η γερμανική ζώνη ελέγχου επεκτάθηκε και στις περιοχές που έλεγχαν οι Ιταλοί. Η γερμανική κατοχή υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή και συνοδεύτηκε από φρικαλεότητες και εγκλήματα πολέμου, καθώς εφάρμοσε ευρέως την πρακτική των αντιποίνων σε βάρος άμαχου πληθυσμού.
Απ’το ξεκίνημα της κατοχής οι Γερμανοί προέβησαν σε εκτελέσεις αμάχων ως αντίποινα για την αντίσταση που συνάντησαν στις περιοχές τους. Απ’τις πρώτες περιπτώσεις μαζικών εκτελέσεων είναι οι σφαγές στα χωριά Κοντομαρί και Κάνδανος των Χανίων. Στις 2 Ιουνίου του 1941, μία ημέρα μετά την ολοκλήρωση της κατάληψης της Κρήτης, οι Γερμανοί εκτέλεσαν στο χωριό Κοντομαρί 25 άνδρες ηλικίας 18 έως 50 ετών. Στις 3 Ιουνίου 1941 κατέστρεψαν ολοσχερώς το χωριό Κάνδανος ως αντίποινα για την αντίσταση που συνάντησαν απ’τους κατοίκους του.
Η αύξηση των επιθέσεων από αντάρτες τα τελευταία χρόνια της κατοχής είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των εκτελέσεων και των μαζικών σφαγών αμάχων. Από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα γερμανικής θηριωδίας υπήρξαν οι σφαγές στα χωριά Καλάβρυτα, Κομμένο και Δίστομο. Στις 16 Αυγούστου 1943, εκτελέστηκαν στο χωριό Κομμένο 317 άνθρωποι, ανάμεσά τους νήπια και παιδιά. Αντίστοιχης αγριότητας υπήρξε η σφαγή των Καλαβρύτων, στις 13 Δεκεμβρίου 1943. Το χωριό καταστράφηκε ολοσχερώς και εξοντώθηκε το σύνολο του αντρικού πληθυσμού του.
Παρόμοιας αγριότητας υπήρξε και η σφαγή του Διστόμου στις 10 Ιουνίου 1944. Τα αντίποινα των Γερμανών στην περιοχή του Διστόμου είχαν ως αποτέλεσμα την εκτέλεση 218 κατοίκων και το κάψιμο του χωριού. Λόγοι αντιποίνων προκάλεσαν και το ολοκαύτωμα των χωριών του όρους Κέντρους, Γερακάρι, Άνω Μέρος, Βρύσες, Γουργούθοι, Σμιλές, Δρυγιές, Καρδάκι και Κρύα Βρύση, στις 22 Αυγούστου 1944, όπου υπήρξαν μαζικές εκτελέσεις άμαχου πληθυσμού, απ’τις οποίες έχασαν τη ζωή τους 164 άνθρωποι. Πολλές ακόμα παρόμοιες περιπτώσεις περιλαμβάνονται στον μακρύ κατάλογο των γερμανικών εγκλημάτων.
Απ’τον Οκτώβριο του 1941 οι Γερμανοί είχαν προβεί στις πρώτες πράξεις αντιποίνων στην ηπειρωτική Ελλάδα με την ομαδική εξόντωση των κατοίκων των χωριών Άνω και Κάτω Κερδύλια, 17 Οκτωβρίου 1941, Μεσόβουνο Κοζάνης, 23 Οκτωβρίου 1941, και Κλειστό, Κυδωνία και Αμπελόφυτο Κιλκίς, 25 Οκτωβρίου 1941. Από 14 μέχρι 16 Σεπτεμβρίου του 1943 εκτελέστηκαν 401 κάτοικοι των επαρχιών Βιάννου και Ιεράπετρας. Τον Οκτώβριο του 1943 σε επιχειρήσεις μεγάλης έκτασης των Γερμανών στα ορεινά των Τρικάλων οι κατακτητές προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές στα χωριά κοντά στον Αχελώο (Ασπροπόταμος) και εκτέλεσαν μεγάλο αριθμό αμάχων. Στις 18 Δεκεμβρίου 1943 οι Γερμανοί εκτέλεσαν 133 κατοίκους στη Δράκεια Πηλίου. Στις 5 Απριλίου 1944 εκτέλεσαν 270 άμαχους στο χωριό Κλεισούρα Καστοριάςκαι λίγες μέρες αργότερα, στις 23 Απριλίου 1944, εκτέλεσαν 318 άμαχους στους Πύργους Κοζάνης.
Στις 17 Αυγούστου, στο μπλόκο της Κοκκινιάς εκτελέστηκαν περισσότεροι από 200 Έλληνες και ένας μεγάλος αριθμός μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου. Στις 13 Αυγούστου οι Γερμανοί πυρπόλησαν τα Ανώγεια στην Κρήτη και εκτέλεσαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού τους, ενώ στις 2 Σεπτεμβρίου οι επιχειρήσεις τους στην Κεντρική Μακεδονία κατέληξαν στη σφαγή του Χορτιάτη. Πολλά ακόμα χωριά και πόλεις της Ελλάδας αντιμετώπισαν αντίστοιχες πράξεις των Γερμανών και απέκτησαν τα επόμενα χρόνια το χαρακτηρισμό του «μαρτυρικού οικισμού».
Συχνά χρησιμοποιήθηκαν ως πράξεις αντιποίνων μαζικές εκτελέσεις κρατουμένων. Το σκοπευτήριο της Καισαριανής υπήρξε τόπος εκτέλεσης κρατουμένων αγωνιστών. Τραγικότερη στιγμή υπήρξε η μαζική εκτέλεση 200 αγωνιστών της αντίστασης, την Πρωτομαγιά του 1944. Στις 25 Απριλίου 1944 εκτελέστηκαν μαζικά 134 αγωνιστές στη θέση Καρακόλιθος. Οι 110 ήταν κρατούμενοι στις φυλακές Λιβαδειάς. Παρόμοιες μαζικές εκτελέσεις υπήρξαν στο Χαϊδάρι, στα Διαβατά Θεσσαλονίκης, στη Ριτσώνα της Βοιωτίας, στη Λαμία και σε πολλές ακόμα περιοχές της Ελλάδας.
Οι πράξεις βαρβαρότητας των γερμανικών δυνάμεων κατοχής επεκτάθηκαν και εναντίον των πρώην συμμάχων τους Ιταλών. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, τον Σεπτέμβριο του 1943, ο διοικητής των ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα υπέγραψε σύμφωνο παράδοσης των ιταλικών μονάδων στους Γερμανούς. Απ’αυτές δεν υπάκουσαν άμεσα δύο μεραρχίες, η μεραρχία Pinerolo στη Θεσσαλία και η μεραρχία Acqui στην Κεφαλονιά. Η τελευταία αριθμούσε 12.000 στρατιώτες. Στις 15 Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί ξεκίνησαν επιχείρηση για την εξουδετέρωση της μεραρχίας Acqui.
Μέχρι τις 25 Σεπτεμβρίου, οπότε και αναγγέλθηκε η εξουδετέρωση της μεραρχίας, υπήρξε διαρκές σφυροκόπημα της Κεφαλονιάς με αεροπορικούς βομβαρδισμούς και ομαδικές εκτελέσεις Ιταλών στρατιωτών που συλλαμβάνονταν από γερμανικές στρατιωτικές μονάδες. Το σύνολο των εκτελεσθέντων Ιταλών στρατιωτών υπολογίζεται σε 9.500, με αποτέλεσμα το γεγονός αυτό να αποτελεί τη μεγαλύτερη σφαγή ένστολων κατά τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αντίστοιχα στην Κω πραγματοποιήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 1943 γερμανική επίθεση κατά των ιταλικών ταγμάτων που παρέμεναν στο νησί. Οι Ιταλοί στρατιώτες συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο κάστρο της Κω, ενώ 103 αξιωματικοί τους εκτελέστηκαν.
Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΖΩΝΗ
Η ζώνη ελέγχου των Ιταλών περιλάμβανε περίπου τα δύο τρίτα της Ελλάδας. Η ιταλική κατοχή υπήρξε επίσης ιδιαίτερα σκληρή κυρίως στις περιοχές όπου οι Ιταλοί στόχευαν μελλοντικά να τις προσαρτήσουν στο κράτος τους. Έχοντας δικά τους σχέδια για την επαναχάραξη των συνόρων στα Βαλκάνια, προωθούσαν σχέδια διαμελισμού της Ελλάδας. Στο πλαίσιο αυτών των σχεδίων καλλιέργησαν αίσθημα αλυτρωτισμού σε πληθυσμιακές ομάδες, όπως οι Τσάμηδες που ζούσαν κυρίως στην περιοχή της Θεσπρωτίας. Ενθάρρυναν επίσης τη δράση εξτρεμιστικών ομάδων Τσάμηδων εναντίον του ελληνικού πληθυσμού της Ηπείρου.
Εκτός από την Τσαμουριά, η ιταλική πολιτική προώθησε και τη δημιουργία κράτους που θα περιλάμβανε το βλαχόφωνο πληθυσμό της περιοχής της Πίνδου. Το κράτος, που το ονόμασε Πριγκιπάτο της Πίνδου, περιελάμβανε κυρίως ορεινές περιοχές της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Δυτικής Μακεδονίας. Η ιδέα αντί για ανταπόκριση συνάντησε την αποδοκιμασία του βλαχόφωνου πληθυσμού και το πριγκιπάτο διαλύθηκε γρήγορα, όταν άρχισε η δράση του ΕΑΜ στην περιοχή.
Οι Ιταλοί επίσης στόχευαν σε μόνιμη εδαφική προσάρτηση περιοχών της Ελλάδας, όπως τα Ιόνια Νησιά, και για το λόγο αυτόν εφάρμοσαν συστηματικό πρόγραμμα αφελληνισμού των περιοχών αυτών και επιβολή της χρήσης της ιταλικής γλώσσας. Λόγω της κατοχής των περισσότερων περιοχών της ελληνικής υπαίθρου, οι Ιταλοί αντιμετώπισαν πρώτοι το αυξανόμενο κίνημα εθνικής αντίστασης. Για την αντιμετώπισή του κατέφυγαν στην τακτική των αντιποίνων πραγματοποιώντας αγριότητες αντίστοιχες των Γερμανών. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση ήταν η σφαγή στο χωριό Δομένικο όπου στις 13 Φεβρουαρίου του 1943 Ιταλοί στρατιώτες έκαψαν το χωριό και σκότωσαν 194 κατοίκους.
Περίπου στην ίδια περιοχή, λίγους μήνες αργότερα, στις 12 Μαρτίου 1943, έκαψαν την Τσαρίτσανη και εκτέλεσαν 40 κατοίκους του χωριού. Το Δεκέμβριο του 1942, σε αντίποινα για το κίνημα αντίστασης που αντιμετώπισαν στην περιοχή της Ευρυτανίας, έκαψαν τα χωριά Χρύσω και Μικρό Χωριό και εκτέλεσαν κατοίκους της περιοχής. Στις 6 Ιουνίου 1943, ως αντίποινα για την ανατίναξη απ’τους αντάρτες της σιδηροδρομικής σήραγγας στην περιοχή του Κουρνόβου, στο Τρίλοφο Φθιώτιδας, εκτέλεσαν στην περιοχή 106 κρατουμένους. Μεγάλες ήταν επίσης και οι καταστροφές που προκαλούσαν ιταλικές φάλαγγες που κινούνταν στην ελληνική ύπαιθρο. Ιταλική φάλαγγα που αναγκάστηκε να στρατοπεδεύσει στα Σέρβια στις 6 Μαρτίου 1943, κατέστρεψε ολοσχερώς το χωριό. Μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943 η ιταλική ζώνη πέρασε στα χέρια των Γερμανών.
Η ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΖΩΝΗ
Ο βουλγαρικός στρατός εισήλθε στην Ελλάδα στις 20 Απριλίου του 1941 ακολουθώντας τις γερμανικές δυνάμεις και χωρίς να χρειαστεί να πραγματοποιήσει κάποια μάχη κατέλαβε την Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη, εκτός από μία εδαφική ζώνη στον νομό Έβρου, που παρέμεινε στη γερμανική ζώνη κατοχής.
Οι Βούλγαροι ακολούθησαν πολιτική εξόντωσης και απελάσεων του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής, με στόχο τον εκβουλγαρισμό της περιοχής και την οριστική προσάρτησή της απ’τη Βουλγαρία. Στην προσπάθειά τους αυτή πραγματοποίησαν απελάσεις δημοσίων υπαλλήλων, κλείσιμο ελληνικών σχολείων και διωγμό εκπαιδευτικών, αντικατάσταση ελλήνων κληρικών από βούλγαρους ιερείς και πραγματοποίηση μετονομασιών. Με ένα σύστημα έκδοσης αδειών άσκησης επαγγέλματος κατέστησαν αδύνατη την άσκηση επαγγελμάτων από Έλληνες. Μέχρι τα τέλη του 1941 είχαν εκδιώξει περισσότερους από 100.000 Έλληνες πραγματοποιώντας παράλληλα εποικισμούς με βουλγαρικούς πληθυσμούς.
Οι Βούλγαροι πραγματοποίησαν αντίστοιχου μεγέθους αγριότητες με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς προβαίνοντας σε πράξεις αντιποίνων. Την Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου, μία ελληνική αντιστασιακή ομάδα χτύπησε το αστυνομικό τμήμα στο Δοξάτο της Δράμας, σκοτώνοντας οκτώ Βούλγαρους αστυνομικούς. Την επόμενη μέρα ένα βουλγαρικό σώμα εισήλθε στο χωριό και προχώρησε σε ομαδική εκτέλεση 200 αθώων κατοίκων. Ταυτόχρονα στην πόλη της Δράμας διατάχτηκαν μαζικές συλλήψεις του πληθυσμού και ακολούθησαν μαζικές εκτελέσεις. Σύμφωνα με σύγχρονες έρευνες υπολογίζεται πως ο αριθμός των νεκρών από τις μαζικές εκτελέσεις των συλληφθέντων στην πόλη της Δράμας ήταν 562.
ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΜΑΧΩΝ
Εκτός απ’τη σκληρή μεταχείριση των κατακτητών, ο ελληνικός πληθυσμός υπέστη δοκιμασίες και απ’τη δράση των συμμάχων. Η στρατηγική του ναυτικού αποκλεισμού που εφάρμοσαν οι Άγγλοι αμέσως μετά την κατάληψη της Ελλάδας απ’τους Γερμανούς θεωρείται μία από τις κύριες αιτίες του μεγάλου λιμού που έπληξε την Ελλάδα τον χειμώνα του 1941-42 και στοίχισε τη ζωή σε 300.000 Έλληνες.
Στις 11 Ιανουαρίου του 1944 αμερικανοβρετανικά αεροσκάφη βομβάρδισαν τον Πειραιά, προσπαθώντας να πλήξουν Γερμανικούς στόχους. Οι βομβαρδισμοί είχαν ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 5.500 άνθρωποι, σχεδόν αποκλειστικά άμαχοι και να προκληθούν τεράστιες καταστροφές στην πόλη.
Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
Λίγο μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς ο δοκιμαζόμενος ελληνικός πληθυσμός άρχισε να αναζητεί τρόπους αντίστασης. Πρώτη πράξη αντίστασης υπήρξε το κατέβασμα της γερμανικής σημαίας από τον βράχο της Ακρόπολης των Αθηνών, τη νύχτα της 30ής Μαΐου 1941, από δύο νεαρούς φοιτητές, τον Μανώλη Γλέζο και τον Απόστολο Σάντα.
Η ανάγκη για οργάνωση της αντίστασης οδηγεί στην ίδρυση αντιστασιακών ομάδων. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1941 αναγγέλλεται η ίδρυση του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου (ΕΔΕΣ), την πολιτική ηγεσία του οποίου αναλαμβάνει ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας, ενώ στρατιωτικός αρχηγός του αναλαμβάνει ο στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1941 ιδρύεται το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), με τη συνεργασία των κομμάτων Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος, Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας, Αγροτικό Κόμμα Ελλάδος. Τον Οκτώβριο του 1942 ιδρύθηκε η οργάνωση Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση.
Άλλες αντιστασιακές ομάδες που αναγνωρίζονται επίσημα από το ελληνικό κράτος και δε σχετίζονται με τις προαναφερόμενες είναι η Εθνική Αλληλεγγύη, η Πανελλήνια Ένωση Αγωνιζόμενων Νέων (ΠΕΑΝ), η Εθνική Δημοκρατική Ένωση Ελληνοπαίδων, τα Ελληνόπουλα, η Έφεδρων Αξιωματικών Πατριωτική Οργάνωση (ΕΑΠΟ), η Ιερή Ταξιαρχία και η Ομοσπονδία Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων (ΟΕΝΟ). Άλλες οργανώσεις υπήρξαν επίσης η Επιτροπή Εθνικής Σωτηρίας, το Μέτωπο Εθνικής Σωτηρίας, η οργάνωση Μπουμπουλίνα, η ΕΣΕΑ (Ένωσις Συμπολεμιστών Εθνικού Αγώνα) και η ΠΑΟ (Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωση). Περισσότερο μαζική απ’τις αντιστασιακές οργανώσεις κατάφερε να γίνει το ΕΑΜ.
Το Φεβρουάριο του 1942 η κεντρική επιτροπή του ΕΑΜ αποφασίζει την ίδρυση ένοπλων ανταρτικών σωμάτων, στα οποία δόθηκε η ονομασία Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ). Επικεφαλής τους ορίστηκε από το ΕΑΜ ο γεωπόνος από τη Λαμία Θανάσης Κλάρας, ο οποίος έλαβε αμέσως το ψευδώνυμο Άρης Βελουχιώτης. Το ένοπλο σώμα του ΕΔΕΣ ιδρύθηκε στις 28 Ιουλίου 1942 με το όνομα Εθνικές Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών (ΕΟΕΑ). Οι δύο ομάδες συνεργάστηκαν στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου στις 25 Νοεμβρίου 1942. Στις 23 Φεβρουαρίου του 1943 ιδρύθηκε η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, που υπήρξε μέλος του ΕΑΜ. Στις 5 Μαΐου 1943 ιδρύεται το γενικό στρατηγείο του ΕΛΑΣ, που του έδωσε την δυνατότητα να αυξήσει αριθμητικά τις δυνάμεις του. Στα τέλη του 1943 ο ΕΛΑΣ είχε προχωρήσει στην απελευθέρωση σημαντικού τμήματος της ορεινής Ελλάδας.
Παράλληλα άρχισε να εκδηλώνεται ανταγωνισμός, με γνώμονα πολιτικές αποχρώσεις, μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων, ο οποίος οδήγησε στην ένοπλη σύγκρουση μεταξύ τους. Τον Απρίλιο του 1944 οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ πέτυχαν να εξουδετερώσουν τις δυνάμεις του ΕΚΚΑ στην περιοχή της Γκιώνας, ενώ παράλληλα πραγματοποιούνταν συγκρούσεις με τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ κυρίως στα ορεινά της Άρτας.
Αντίσταση υπήρξε και στις πόλεις. Η αντιστασιακή οργάνωση ΠΕΑΝ ανατίναξε τα γραφεία του φιλογερμανικού φασιστικού κόμματος ΕΣΠΟ, στις 20 Σεπτεμβρίου 1942. Η ενέργεια αυτή που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 29 μελών της ΕΣΠΟ και 48 Γερμανών αξιωματικών θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα σαμποτάζ που διοργανώθηκαν στην κατεχόμενη Ευρώπη. Στις 24 και 25 Μαρτίου του 1942 κηρύχθηκε στην Αθήνα η πρώτη απεργία στην κατεχόμενη Ευρώπη. Στις 16 Απριλίου κηρύχθηκε νέα απεργία που έληξε στις 21 Απριλίου με ικανοποίηση των αιτημάτων των απεργών. Στις 24 Φεβρουαρίου και στις 5 Μαρτίου του 1943 κηρύχθηκε μεγάλη απεργία ενώ παράλληλα το ΕΑΜ οργάνωσε ογκώδεις διαδηλώσεις στην Αθήνα με σκοπό την ματαίωση της επαπειλούμενης επιστράτευσης Ελλήνων για να σταλούν εργάτες στην Γερμανία. Η απεργία οδήγησε σε ματαίωση των σχεδίων για επιστράτευση.
Στο ενδιάμεσο διάστημα, στις 27 Φεβρουαρίου 1943, πέθανε ο ποιητής Κωστής Παλαμάς. Η κηδεία του μετατράπηκε σε αυθόρμητη λαϊκή διαδήλωση του λαού της Αθήνας κατά των κατακτητών. Μεγάλα συλλαλητήρια πραγματοποιήθηκαν στη Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις της Βόρειας Ελλάδας στις 10 Ιουλίου 1943 εναντίον της πιθανολογούμενης επέκτασης της βουλγαρικής ζώνης κατοχής. Για τον ίδιο λόγο πραγματοποιήθηκε μεγάλη απεργία στην Αθήνα, στις 22 Ιουλίου 1943. Η διαδήλωση που υπήρξε ογκώδης αντιμετωπίστηκε βίαια από τις δυνάμεις κατοχής και σκοτώθηκαν τριάντα συνολικά διαδηλωτές. Γενικά για έναν Γερμανό στρατιώτη, οι Γερμανοί σκότωναν 10 Έλληνες, για έναν αξιωματικό 100 και για συνταγματάρχες και στρατηγούς πάνω από 1000.
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΚΤΗΤΕΣ
Η άλλη όψη της δράσης των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της κατοχής ήταν η συνεργασία με τους κατακτητές. Σε αντίθεση με το τμήμα του πληθυσμού που αντιστάθηκε, ένας αριθμός Ελλήνων συνεργάστηκε και προσέφερε υπηρεσίες στους κατακτητές. Πίσω από αυτή τη στάση κρύβονταν άλλοτε ιδεολογική ταύτιση με το ναζισμό και άλλοτε καιροσκοπισμός και υλικά κίνητρα.
Προς το τέλος της κατοχής ένας ακόμα λόγος που ώθησε ένα μέρος των Ελλήνων σε αυτή τη στάση ήταν ο αντικομουνισμός που καλλιεργήθηκε τόσο απ’τους Γερμανούς όσο και απ’τους Άγγλους. Η δράση των συνεργατών των Γερμανών κινείται σε πολλά επίπεδα και η στήριξη που παρείχαν υπήρξε πολιτική άλλα και στρατιωτική.
Πολιτική στήριξη παρείχαν πολλοί Έλληνες των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων (καθηγητές πανεπιστημίου, αξιωματικοί του στρατού, διπλωμάτες κ.λπ.), που στελέχωσαν τις τρεις κατοχικές κυβερνήσεις, Τσολάκογλου, Λογοθετοπούλου και Ράλλη. Επίσης πολλοί ακόμα στελέχωσαν τα φιλογερμανικά φασιστικά κόμματα που λειτούργησαν αυτή την περίοδο, όπως το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΕΚΕ), η Εθνική-Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωση (ΕΣΠΟ), η Οργάνωσις Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδος (ΟΕΔΕ) και η Εθνική Ένωσις Ελλάδος (ΕΕΕ).
Η στρατιωτική στήριξη προήλθε κυρίως από τα Τάγματα Ασφαλείας. Πρόκειται για παραστρατιωτικές ομάδες που οργανώθηκαν και εξοπλίστηκαν από τις αρχές της Κατοχής και κύριος στόχος τους ήταν η καταπολέμηση του ΕΑΜ. Αποτελούνταν από 9 ευζωνικά τάγματα οργανωμένα από την κατοχική κυβέρνηση και 22 εθελοντικά αυτοτελώς οργανωμένα, αριθμούσαν, πριν το τέλος της κατοχής, περίπου 22.000 άντρες. Με τη Συμφωνία της Καζέρτας, που προηγήθηκε της απελευθέρωσης της Ελλάδας, τα Τάγματα Ασφαλείας χαρακτηρίστηκαν όργανα του εχθρού και καταδικάστηκαν. Ύποπτες για συνεργασία με τους κατακτητές αντιμετωπίστηκαν επίσης ορισμένες αντιστασιακές οργανώσεις, όπως η Οργάνωση Χ και ο αποκαλούμενος Εθνικός Ελληνικός Στρατός (ΕΕΣ), που σχηματίστηκε από διάφορες μικρές αντάρτικες ομάδες στην Μακεδονία και τη Θράκη.
Μια διαφορετική περίπτωση συνεργατών των κατακτητών ήταν οι ομάδες που προέρχονταν από διάφορες εθνικές μειονότητες. Οι κατακτητές, κυρίως οι Ιταλοί, καλλιέργησαν αίσθημα αλυτρωτισμού στους πληθυσμούς αυτούς, στρέφοντάς τους κατά της Ελλάδας και εξασφαλίζοντας έμμεσα την συνεργασία τους. Οι ομάδες αυτές ήταν οι Τσάμηδες στην Ήπειρο και μέρος των σλαβόφωνων της Δυτικής Μακεδονίας, που ίδρυσαν την οργάνωση Οχράνα. Μεταπολεμικά οι συνεργάτες των Γερμανών καταδικάστηκαν και νομικά άλλα και στη συνείδηση της κοινής γνώμης και χαρακτηρίστηκαν με τον όρο δωσίλογοι. Ένας αριθμός από αυτούς, συνολικά 2.225 άτομα, πέρασαν από τα Ειδικά Δωσιλογικά Δικαστήρια.
ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Οι Εβραίοι της Ελλάδας υπήρξαν επίσης θύματα του διωγμού που εξαπέλυε το ναζιστικό καθεστώς εναντίον των εβραϊκών πληθυσμών. Το 96% των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, δηλαδή 46.091 άνθρωποι, κατέληξαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς, παρά τα μεγάλα ποσά που είχαν καταβάλει στους Γερμανούς για να διατηρήσουν την ελευθερία τους. Τον Ιούνιο του 1944 συνελήφθησαν απ’τους Γερμανούς οι Εβραίοι της Κέρκυρας, οι οποίοι εκτοπίστηκαν στη συνέχεια στο Άουσβιτς. Τον Μάιο του 1943 περισσότεροι από 600 Εβραίοι της Βέροιας μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο Χιρς της Θεσσαλονίκης. Απ’αυτούς ελάχιστοι επέστρεψαν στη Βέροια. Τα θύματα του Ολοκαυτώματος στην Ελλάδα υπολογίζονται συνολικά σε 69.500.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους της κατοχής, η δράση αντιστασιακών οργανώσεων, κυρίως του ΕΑΜ, είχε ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση σημαντικού τμήματος της ελληνικής ενδοχώρας. Οι περιοχές που είχαν κατορθώσει να ελέγξουν οι αντάρτες μέχρι τις αρχές του 1944, κάλυπταν ένα μεγάλο τμήμα της ορεινής Ελλάδας μεταξύ των ελληνοαλβανικών συνόρων και της Αττικοβοιωτίας. Για τη διοίκηση των απελευθερωμένων περιοχών ιδρύθηκε στις 10 Μαρτίου 1944, με πρωτοβουλία του ΕΑΜ, η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), που αναφερόταν συχνότερα ως «κυβέρνηση του βουνού».
Για την επικύρωση της εξουσίας της ΠΕΕΑ διεξήχθησαν μυστικές εκλογές το τελευταίο δεκαήμερο του Απριλίου του 1944. Σε αυτές συμμετείχαν περισσότεροι από 1.000.000 πολίτες, για πρώτη φορά στην Ελλάδα και γυναίκες, και εξέλεξαν το νομοθετικό σώμα της κυβέρνησης που ονομάστηκε Εθνικό Συμβούλιο. Το Εθνικό Συμβούλιο συνεδρίασε στους Κορυσχάδες της Ευρυτανίας, στο διάστημα από 14 έως 27 Μαΐου, και εξέδωσε ψήφισμα που μεταξύ άλλων επικύρωνε την εξουσία της ΠΕΕΑ.
Στο διάστημα αυτό η Ελλάδα βρέθηκε με τρεις κυβερνήσεις. Εκτός από την ΠΕΕΑ υπήρχε η εξόριστη κυβέρνηση Τσουδερού, την ηγεσία της οποίας πλέον είχε αναλάβει ο Γεώργιος Παπανδρέου, ενώ στην γερμανοκρατούμενη Ελλάδα διατηρούσε την εξουσία η δωσιλογική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη.
Σε μια προσπάθεια συνεννόησης των αντιναζιστικών πολιτικών δυνάμεων της Ελλάδας διεξήχθη στο διάστημα 17-20 Μαΐου το Συνέδριο του Λιβάνου, στο οποίο συμμετείχαν εκπρόσωποι των αντιστασιακών οργανώσεων της Ελλάδας και μερίδας των προπολεμικών πολιτικών κομμάτων. Το συνέδριο κατέληξε σε συμφωνία, που έθετε τις βάσεις για μελλοντική κυβέρνηση εθνικής ενότητας, όταν η Ελλάδα απελευθερωνόταν. Η συμφωνία εξασφάλιζε κατά κύριο λόγο τις θέσεις του Γεωργίου Παπανδρέου, με τους εκπροσώπους του ΕΑΜ να κάνουν σημαντικές υποχωρήσεις. Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 το ΕΑΜ προσχώρησε στην κυβέρνηση του Γεώργιου Παπανδρέου με έξι από τα στελέχη του να αναλαμβάνουν θέση υπουργού.
Στα τέλη Αυγούστου του 1944 οι Γερμανοί έλαβαν την απόφαση να αποχωρήσουν απ’την Ελλάδα. Στο διάστημα αυτό οι Άγγλοι ανέλαβαν επιχείρηση απόβασης στην Ελλάδα ώστε να ελέγξουν την διάδοχη κατάσταση. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1944 πέτυχαν την υπογραφή της Συμφωνίας της Καζέρτας. Η συνθήκη υπογράφηκε μεταξύ της κυβέρνησης του Γεώργιου Παπανδρέου, που έδρευε εκείνη την περίοδο στην Νάπολη της Ιταλίας, και των δύο σημαντικότερων αντιστασιακών οργανώσεων της Ελλάδας, του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ, και όριζε κυρίως την υπαγωγή των αντάρτικων δυνάμεων στις διαταγές της εθνικής κυβέρνησης, η οποία με τη σειρά της θα τις παραχωρούσε στις διαταγές του Άγγλου στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπι. Η συνθήκη καταδίκασε επιπλέον τα Τάγματα Ασφαλείας, που τα χαρακτήρισε όργανα του εχθρού. Ήδη κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου του 1944 ο ΕΛΑΣ επιχειρούσε κατά των Ταγμάτων Ασφαλείας της Πελοποννήσου. Η κυριότερη μάχη δόθηκε στο Μελιγαλά, το τριήμερο 13-15 Σεπτεμβρίου. Κατάληξη της μάχης ήταν η εξόντωση των συγκεντρωμένων ομάδων των Ταγμάτων Ασφαλείας από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ.
Στις 12 Οκτωβρίου αποχώρησαν και οι τελευταίοι Γερμανοί απ’την Αθήνα, γεγονός που σηματοδοτεί το τέλος της κατοχής της Ελλάδας. Με την αποχώρησή τους χιλιάδες πολίτες πλημμύρισαν τους δρόμους και τις πλατείες της Αθήνας πανηγυρίζοντας. Μια τριμελής κυβερνητική επιτροπή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για να προετοιμάσει το έδαφος για την έλευση της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου. Μέχρι τις 18 Οκτωβρίου, οπότε και εγκαταστάθηκε η κυβέρνηση Παπανδρέου στην Αθήνα, υπήρξαν έξι ημέρες ταραχών. Δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιχειρούσαν κατά των Ταγμάτων Ασφαλείας, που είχαν καταφύγει αρχικά στην περιοχή του Μετς. Στις 15 Οκτωβρίου κατά τη διάρκεια πανηγυρισμών στην περιοχή της Ομόνοιας, ακροδεξιοί άνοιξαν πυρ εναντίον του πλήθους και σκότωσαν 7 άτομα.
Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΣΠΑΡΑΓΜΟΣ
Στις 18 Οκτωβρίου εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα η κυβέρνηση Παπανδρέου, που λίγο αργότερα μετασχηματίστηκε στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Σύντομα επήλθε κυβερνητική κρίση που υπήρξε προϊόν της άρνησης της πλευράς του ΕΑΜ για πλήρη αφοπλισμό του ΕΛΑΣ. Στις 2 Δεκεμβρίου παραιτήθηκαν απ’την κυβέρνηση οι έξι από τους επτά υπουργούς που προέρχονταν απ’τις τάξεις του ΕΑΜ και στις 4 Δεκεμβρίου παραιτήθηκε και ο έβδομος. Είχε προηγηθεί η αιματηρή καταστολή του συλλαλητηρίου του ΕΑΜ που είχε πραγματοποιηθεί την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου.
Την επίθεση των κυβερνητικών δυνάμεων δέχτηκε και η απεργία που οργανώθηκε από το ΕΑΜ την Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου και υπήρξε εξίσου αιματηρή. Τα γεγονότα αυτά αποτέλεσαν την αρχή των ένοπλων συγκρούσεων στην Αθήνα μεταξύ δυνάμεων του ΕΛΑΣ και κυβερνητικών δυνάμεων συνεπικουρούμενων από αγγλικά στρατιωτικά σώματα. Οι συγκρούσεις, που έμειναν γνωστές ως Δεκεμβριανά, τερματίστηκαν στις 5 Ιανουαρίου με την αποχώρηση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ από την Αθήνα. Ακολούθησε υπογραφή ανακωχής στις 11 Ιανουαρίου και η υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου 1945. Ενδιάμεσα η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε παραιτηθεί και είχε αντικατασταθεί από την κυβέρνηση Πλαστήρα.
Λίγους μήνες αργότερα απελευθερώθηκαν και οι τελευταίες περιοχές στην Ελλάδα που παρέμεναν υπό τον έλεγχο γερμανικών φρουρών. Αυτές ήταν η Κρήτη, η Μήλος και ορισμένα νησιά των Δωδεκανήσων. Με την τελική συνθηκολόγηση της Γερμανίας στις 8 Μαΐου 1945 οι τελευταίες γερμανικές φρουρές που είχαν απομείνει στην Ελλάδα παραδόθηκαν και η ξένη κατοχή τελείωσε οριστικά. Τα Δωδεκάνησα πέρασαν για ένα διάστημα κάτω από αγγλική και ελληνική στρατιωτική διοίκηση και ενσωματώθηκαν επίσημα στην Ελλάδα στις 7 Μαρτίου 1948. Την ίδια περίοδο στην Ελλάδα βρισκόταν σε εξέλιξη ο εμφύλιος πόλεμος, που υπήρξε συνέπεια του διχασμού που άρχισε να αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της κατοχής.
Γιάννης Φραγκούλης