ΑΝΑΦΟΡΑ
Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΝΤΥΜΕΝΗ ΜΕ ΧΙΤΩΝΑ
Χριστός: γράφει η Ελένη Καρασαββίδου
Κάποια ψέματα επιβιώνουν γιατί παρηγορούν.
Άλλα επειδή ελέγχουν. Αυτό κάνει και τα δύο- και φαίνεται να κερδίζει
Alexis Coe
Καθώς έρχονται Χριστούγεννα πρέπει να κρατηθεί μια λεπτή -και γι’αυτό σημαντική- ισορροπία. Να μην συμβάλλεις στην απόσυρση της παρηγοριάς που η μορφή του Ιησού προσφέρει, αλλά να χρησιμοποιήσεις την αλήθεια ή έστω τις ιστορικές και αρχαιολογικές πηγές για να αποφύγουμε αυτόν τον βαρύγδουπο και φορτισμένο όρο, στην υπηρεσία μιας απελευθέρωσης εναντίον του ελέγχου, που δεν θα ακυρώνει αλλά θα βαθαίνει την ανθρωπιά ή μάλλον την ανθρωπινότητα.
Χριστός: Η επιστήμη
Για το ιστορικό πρόσωπο του Ιησού έχουμε ελάχιστες πληροφορίες. Και κυκλοφορούν πολλοί μύθοι. Και οι δυο επιστήμες παραμένουν μάλλον περιθωριακές όσον αφορά όχι την σημαντικότητα αλλά την επίδραση τους σε σχέση με τη συνεχιζόμενη δύναμη της βιβλικής παράδοσης… Όμως όπως σωστά ο Neil Asher Silberman (περιοδικό Αρχαιολογία, 2005), έχει επισημάνει ανακεφαλαιώνοντας τις καταγραφές «Ο σημαντικότερος ρόλος/…/στην εξερεύνηση της εμφάνισης του χριστιανισμού δεν είναι ο έλεγχος γεγονότων αλλά ως παράγοντας που δίνει το πλαίσιο -βοηθώντας μας να κατανοήσουμε τι συνέβαινε σε όλη την αρχαία Ιουδαία κατά τη διάρκεια της ζωής του Ιησού και των οπαδών του.».
Το πρώτο πρόβλημα ανακύπτει όχι από τις πηγές αλλά από την έλλειψη τους. Ενώ υπάρχουν συστηματικές καταγραφές των Ρωμαίων για τόσες μεγάλες και μικρές επαναστάσεις στη μονίμως σε αναταραχή Ιουδαία, οι μόνες καταγραφές για τον ιστορικό Ιησού μπορούν να βρεθούν στον Ρωμαίο ιστορικό Τάκιτο, που έζησε κι έγραψε χρόνια μετά από τις ημερομηνίες που έχουν συνδεθεί μαζί του. Ομοίως, ο Εβραίος ιστορικός και στρατηγός Ιώσηπος σημειώνει επίσης την ύπαρξη των πρώτων Χριστιανών, αλλά ζει κι αυτός αρκετές δεκαετίες μετά τη ζωή του Ιησού και επομένως δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως αυτόπτης μάρτυρας των κεντρικών γεγονότων που οδήγησαν μια περιθωριακή αίρεση, όπως αυτήν του Χριστιανισμού, σε επικρατούσα θρησκεία, σε ένα συγκεκριμένο μέρος του πλανήτη. Κι αυτές δεν αναφέρεται σε κάποιο από τα σημαντικά «γεγονότα» που συντάραξαν υποτίθεται την περιοχή, αλλά στο κυνήγι κάποιων οπαδών μιας εβραϊκής αίρεσης που αποκαλούνταν «χριστιανοί», κυνήγι το οποίο αφορούσε κατά περιόδους το σύνολο των Εβραίων και εξασκούνταν για λόγους και σε ένταση πολύ διαφορετική, όπως αργότερα θα δούμε, από όσο το κυρίαρχο αφήγημα έχει επιβάλλει ως «δεδομένο».
Χριστός: Οι αντιφάσεις
Δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα που ανακύπτει. Οι πιστοί μπορεί να επιλέγουν να επικεντρώνονται στα ανθρώπινα βάσανα του Χριστού ή στη θεϊκή υπερβατικότητα που θα τους οδηγήσει στη σωτηρία. Οι θεολόγοι μπορεί να αφήνονται να συζητήσουν ως «ειδικοί» τις συγκεκριμένες λεπτομέρειες της ανάστασής του και οι καλλιτέχνες να εξασκούνται επί αιώνες στην απεικόνισή του. Αλλά η ζωή του Ιησού είναι γεμάτη αντιφάσεις που την κάνουν πολύ εύθραυστη ως γεγονός. Το πιο προβληματικό από όλα είναι ότι μια σειρά από αφηγήσεις -που είναι πλέον γνωστές ως Ευαγγέλια και μιλάμε για αυτά που έχουν επικρατήσει- αποδίδονται σε διάφορους μαθητές που (δεν) συνδέονται με αυτόν. Παρουσιάζουν πολύ διαφορετικές και μερικές φορές ασύμβατες παραμέτρους της ζωής και των διδασκαλιών του. Έτσι, από όλους όσους αγωνίζονται να τον τοποθετήσουν σε κάποιο ιστορικό πλαίσιο, οι ιστορικοί ίσως αντιμετωπίζουν την πιο τρομακτική πρόκληση, προσπαθώντας να καταλάβουν τι πραγματικά συνέβη.

Ως «ιστορία που θυμάται», για παράδειγμα, τα τέσσερα «κανονικά» ευαγγέλια, περιλαμβάνουν τις «αναμνήσεις» τεσσάρων από τους αποστόλους του (Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς και Ιωάννης). Αλλά η προσεκτική ανάλυση αυτών των κειμένων υποδηλώνει το αντίθετο, αφού από την οπτική γωνία ενός ιστορικού φαίνεται να ανταποκρίνονται σε ζητήματα και γεγονότα που σχετίζονται με τη ζωή στους Αγίους Τόπους δεκαετίες πριν ή μετά τον θάνατο του Ιησού. Όπως π.χ. οι αναφορές που σχετίζονται με τον ναό της Ιερουσαλήμ, τον Ηρώδη, τους διωγμούς, τους τρόπους απογραφής των Ρωμαίων κ.ά.
Χριστός: Η επινόηση
Δεδομένων των διαφορετικών και μερικές φορές αντικρουόμενων αφηγήσεων για τη ζωή του, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ορισμένα από αυτά πρέπει να περιέχουν κάποιο βαθμό «επινοημένης ιστορίας». Και η «επινοημένη ιστορία» δεν είναι μεταφυσική, δεν καταγράφει τις προθέσεις του προσώπου που χρησιμοποιεί και που το πιθανότερο υπήρξε, αλλά δομών και πληθυσμιακών συσσωματώσεων που τον καπέλωσαν γιατί εξυπηρετούσε. Δηλαδή καταγράφει και νομιμοποιεί κοινωνικές και πολιτιστικές δυναμικές, και μπορεί να ντύνει (ακόμη και) την αυτοκρατορική εξουσία με έναν «χιτώνα»…
Η ίδια η γέννηση του Ιησού δε συνέβη στο έτος που στη Δύση χαρακτηρίζεται ως «έτος μηδέν». Οι ιστορικοί τοποθετούν τη γέννηση του μερικά χρόνια πριν, γύρω στο 4-7 π.Χ., συνυπολογίζοντας τον θάνατο του Ηρώδη του Μεγάλου (περίπου 4 π.Χ.). Κατά ειρωνικό τρόπο, ο Ιησούς πιθανότατα γεννήθηκε αρκετά χρόνια «πριν από τον Χριστό», για κάποιους ίσως και μια δεκαετία -επιπλέον, η ιστορία της γέννησής του όπως αναφέρεται στα ευαγγέλια είναι εξαιρετικά προβληματική, τουλάχιστον από την οπτική γωνία ενός ιστορικού-.
Καταρχάς ο Ηρώδης πέθανε το 4 π.Χ., πράγμα που σημαίνει ότι η διαβόητη σφαγή των νηπίων (για την οποία δεν υπάρχει ιστορική απόδειξη) δεν μπορεί να επηρέασε το βρέφος Ιησού αν είχε γεννηθεί το 1 μ.Χ. Έπειτα όχι μόνο δεν αναφέρεται σε καμιά πηγή της εποχής απογραφή, αλλά οι Ρωμαίοι της εποχής δε θα είχαν διατάξει απογραφή στις πατρογονικές εστίες ώστε να μπορούν να φορολογήσουν «όλο τον κόσμο», όπως ισχυρίζεται το Ευαγγέλιο του Λουκά και του Ματθαίου, επειδή με τους πόρους που είχαν εκείνη την εποχή θα ήταν εντελώς ανέφικτο και γιατί το habitus που τηρήθηκε πάντα ήταν η απογραφή στον τόπο διαμονής αφού οι δύσκολες μετακινήσεις και η αχανής ενδοχώρα όπου μπορούσες να κρυφτείς θα περιέπλεκαν τα πράγματα. Δεν αποπειράθηκε ποτέ πριν δεν έγινε ποτέ μετά. Στην πραγματικότητα, ως χωρίο που προστέθηκε πολύ αργότερα αποτελεί προσαρμογή σε μία προφητεία (στο βιβλίο του Μίκα) σχετικά με τη γένεση του Μεσσία στην μικρή Βηθλεέμ.

Χριστός: Το έθιμο
Ούτε θα είχαν εξαναγκάσει αυτούς που κατέγραφαν να επιστρέψουν στις προγονικές τους πόλεις -αυτό ήταν εβραϊκό έθιμο, όχι ρωμαϊκό, δεν ίσχυσε ποτέ επί αυτοκρατορίας- ούτε τα ιστορικά αρχεία υποστηρίζουν ότι, από φόβο για την οργή του Ηρώδη και την επακόλουθη διακήρυξη, που ήθελε να σκοτώσει όλα τα αρσενικά βρέφη στο βασίλειό του, η οικογένεια του Ιησού έφυγε από την Ιουδαία στην Αίγυπτο, μια ιστορία που αναφέρεται στο δεύτερο κεφάλαιο του Ματθαίου.
Γι’ αυτό και άλλωστε ο Παύλος ο πρώτος συστηματικά αναγνωρισμένος χριστιανός συγγραφέας, δεν αναφέρει πουθενά την Βηθλεέμ και κάτι τόσο σημαντικό όσο την σφαγή του Ηρώδη, όπως βέβαια δε διανοείται να γράψει κάτι για σύλληψη από τον κρίνο, γεγονός αργότερα θεμελιακό σε σχέση με τους ανταγωνιζόμενους χριστιανισμούς και την εκδοχή που επικράτησε, που εφόσον οι γραφές ήταν από θεία επιφοίτηση δεν θα είχε παραληφθεί, δεν θα είχε ο Θεός Αλτσχάιμερ, σωστά;. Συνολικά, η ζωή του Ιησού, ειδικά τα πρώτα του χρόνια, είναι μια αφήγηση τόσο γεμάτη ελλείψεις και τόσο εύθραυστη σε δεδομένα που είναι εξαιρετικά δύσκολο να στοιχειοθετηθεί κάτι συνεκτικό και συγκεκριμένο.
Χριστός: Οι γενεαλογίες
Χαρακτηριστικές είναι οι εντελώς διαφορετικές γενεαλογίες που προσφέρουν τα ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά, από τον Σολομώντα η μία από τον Ναθαν η άλλη, πάντως με μεγάλη προσπάθεια να συνδεθεί με τη γενιά του Δαυιδ εκ των υστέρων. Η ερώτηση βέβαια αφού η Μαρία ήταν απλώς το ιερό σκεύος που κυοφόρησε την θεία χάρη και ούτε αυτή ούτε ο άνδρας της προσέφεραν βιολογικό υλικό τότε γιατί μπήκαν σε τόσο κόπο να συνδεθεί το παιδί με γενεαλογίες ανθρώπων, παρότι η μόνη λογική, δεν τέθηκε κάτω από μια αυξανόμενη τρομοκρατία και δεν μπορεί να απαντηθεί αν δεν πάρουμε υπόψη την διαμάχη σχετικά με την φύση της Αγίας Τριάδας πολύ αργότερα.
Και η διαμάχη αυτή είχε, όπως θα δούμε, μια απόλυτα υλική βάση δίπλα σε μια σημειολογική που και οι δυο εδραίωναν την κάστα ανθρώπων, επισκόπων κ.λπ. -πολλοί από αυτούς ειδωλολάτρες που λάτρευαν παράλληλα τον θεό ήλιο όπως και ο Κωνσταντίνος)-που θα αναλάμβανε την ηγεσία του πλανήτη τους επόμενους αιώνες.
Χριστός: Παρθένος
Το συγκεκριμένο σημείο όμως το προσφέρει η γλωσσολογία. Πχ η λέξη almah στην προφητεία του Ισαΐα σημαίνει νεαρή κοπέλα, ορίζει την ηλικία, όχι την παρθενικότητα. Κι όμως μεταφράστηκε στα ελληνικά ως «παρθένος». Η γλώσσα της Καινής Διαθήκης περιπλέκει περαιτέρω την κατάσταση, καθώς είναι σχεδόν βέβαιο ότι τα ευαγγέλια και οι επιστολές και άλλα έργα που αποτελούν «τον κανόνα των είκοσι επτά βιβλίων» είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μεταφράσεις αυτών που είπε στην πραγματικότητα ο Ιησούς. Και μεταφράσεις που εξυπηρετούσαν ανεγειρόμενες δομές και αρεστούς τρόπους συνείδησης και συμπεριφοράς.
Και ενώ είναι κατανοητό γιατί χρησιμοποιήθηκε η lingua franca της εποχής, δηλαδή η ελληνική, ώστε η νέα θρησκεία να προωθηθεί, (κάτι που δεν έγινε συστηματικά με τις άλλες αιρέσεις της εποχής) η μετάφραση από τα αραμαϊκά, τα οποία πιθανότατα ο Ιησούς μιλούσε ως την «κοινή διάλεκτο», των τόπων που αργότερα χαρακτηρίστηκαν ιεροί, ή έστω τα εβραϊκά που ως νεαρός Εβραίος θα ήξερε, δημιούργησε θεμελιώδη προβλήματα και οδήγησε εκ των υστέρων σε προσθήκες. Προνομιακός κάτοχος της ελληνορωμαϊκής παράδοσης, ήταν ο Παύλος, άνθρωπος με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (και θετικά και αρνητικά), την εκδοχή του οποίου ως δημιουργού και διανεμητή πολιτιστικού περιεχομένου, ακολουθούμε.

Χριστός: Ο ακόλουθος
Έπειτα, κανένας από τους ονομαζόμενους αποστόλους δεν υπήρξε στα αλήθεια σύγχρονος του Ιησού, με εξαίρεση τον Παύλο (που πηγές προσδιορίζουν λόγω των αναφορών του ιστορικού πλαισίου ως πιθανά έτη γέννησης τα χρόνια μεταξύ του 5 και 15 μ Χ.) που βέβαια δεν τον γνώρισε ποτέ όπως ομολογεί και ο ίδιος.
Αυτό σημαίνει ότι η ιστορική μελέτη του Χριστιανισμού δεν ξεκινά με τον Χριστό αλλά με τον πιο σημαντικό πρώιμο ακόλουθό του, τον Σαούλ από την Ταρσό – μια πόλη στη νότια ακτή της Μικράς Ασίας – ή απόστολο Παύλο τον (αυτό;)αποκαλούμενο «σημαντικότερο από τους ερμηνευτές του Χριστού μετά τη σταύρωσή του» και «δεύτερο τη τάξει ιδρυτή της χριστιανικής εκκλησίας».
Χριστός: Οι επιστολές
Ο Παύλος ήταν Εβραίος με ρωμαϊκή υπηκοότητα και αρχικά καταπίεζε τους Χριστιανούς μέχρι που, κατά την περιγραφή του, βίωσε ένα έντονο όραμα, το «τι με διώκεις», (παρόλο που οι αντιφατικές του περιγραφές στις πράξεις εγείρουν ερωτηματικά για την αξιοπιστία του) και μεταστράφηκε στον Χριστιανισμό. Απευθυνόμενες σε εκκολαπτόμενες κοινότητες χριστιανών σε πόλεις σε όλο τον ρωμαϊκό κόσμο, οι επιστολές του Παύλου είναι, απ” όσο γνωρίζουμε, τα πρώτα χριστιανικά έγγραφα που υπάρχουν, προηγούμενα κατά μια δεκαετία ή και περισσότερο των ίδιων των ευαγγελίων, τουλάχιστον με τη μορφή που τα έχουμε.
Αν και δεν είχε συναντήσει ποτέ τον Ιησού αυτοπροσώπως, τουλάχιστον όχι με τη συμβατική έννοια, ο Παύλος ήταν ο πιο μορφωμένος ως φορέας της ελληνορωμαϊκής παιδείας και σε μοναδική θέση να γεφυρώσει τον εβραϊκό και τον ρωμαϊκό κόσμο, ανοίγοντας τη νέα θρησκεία σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό. Πιο σημαντικό από την άποψη ενός ιστορικού είναι ότι ο Παύλος είναι ένα άτομο με σαφείς συνδέσεις με πράγματα που μαρτυρούνται σε μη βιβλικές πηγές, εκτός των Αγίων Τόπων.
Χριστός: Οι τελετές
Στα γραπτά του βρίσκονται επίσης για πρώτη φορά οι τελετουργίες που καθιερώθηκαν όταν η Εκκλησία, και όχι ο Ιησούς, έγινε κυβέρνηση, όπως της Θείας Κοινωνίας και της Λειτουργίας, το δόγμα της λύτρωσης μέσω των παθών του Χριστού και μια αυξανόμενη αίσθηση διαχωρισμού μεταξύ Χριστιανών και Εβραίων. Ως οραματιστής, οργανωτής και εμπνευστής έδωσε στη θρησκεία που υιοθέτησε μια συγκεκριμένη μορφή, διαμορφώνοντας μία εμπνευσμένη διδασκαλία σε ένα λειτουργικό σύστημα πεποιθήσεων.
Απευθυνόμενος προς τον ευρύτερο παγανιστικό κόσμο, ο Παύλος έθεσε το «μέτρο» για την ενσωμάτωση πτυχών του ρωμαϊκού, του ελληνικού και του ελληνιστικού (βλ. πρώιμη παγκοσμιοποίηση) πολιτισμού στην τότε αίρεση, αφού «χριστιανοποίησε» αρκετές πτυχές αυτής της σπουδαίας παράδοσης. Συγκεκριμένα, από το ελληνικό φιλοσοφικό σύστημα που ονομάζεται Στωικισμός -και η Ταρσός υπήρξε το κέντρο χαρακτηριζόμενη από τον Στράβωνα ως ανώτερη από την Αθήνα και την Αλεξάνδρεια εκείνη την εποχή στα γράμματα, ένα νέο αγόρι σε έναν συναρπαστικό κόσμο- αν και είναι ιδέες που υπάρχουν και στην Καμπάλα, υιοθέτησε έννοιες όπως ότι όλοι οι άνθρωποι (δηλαδή τότε οι άνδρες αφού δεν είχαν κατακτήσει το στάτους του πλήρους ανθρώπου οι γυναίκες) είναι θεμελιωδώς ίσοι, ότι η δουλεία είναι βδέλυγμα και ότι ο πόλεμος κάνει λιγότερο καλό στον κόσμο από την ειρήνη.

Χριστός: Το οπλοστάσιο
Επίσης η ελληνική λογοτεχνία, όπως φαίνεται σε αποσπάσματα του Επιμενίδη, του Μένανδρου, του Καλλίμαχου και άλλων που στις επιστολές του παραθέτει, υπήρξε μέρος του πολιτιστικού οπλοστασίου του και επηρέασε σαφώς την ανατροφή του, όπως είναι ορατό στην υψηλής ποιότητας λυρική έκφραση που παράγει κατά καιρούς, με κορυφαίο παράδειγμα τον ύμνο στην Αγάπη.
Αυτό όμως που ανέδειξε τον Παύλο ως θεμελιωτή, ως την «πέτρα», ήταν ο μαρτυρικός του θάνατος στη Ρώμη. Ποιος δέχεται να πεθάνει έτσι, εάν δεν πιστεύει πολύ; Και ποιος πιστεύει πολύ εάν δεν έχει δει κάτι; Βέβαια είμαστε πια αρκετά σοφοί και σοφές για να ψυχανεμιζόμαστε τουλάχιστον τις ψυχικές και κοινωνικές δυνάμεις που μας δένουν έως θανάτου με τα δημιουργήματά μας, αλλά κι ο ίδιος ο θάνατος του στην Ρωμαϊκή Αρένα συνέβη;
Χριστός: Οι αναφορές
Ενώ δεν υπάρχει καμία αναφορά από Ρωμαίο ιστορικό της εποχής σε αυτό το γεγονός -και μετά τις τρεις γύρες ανά τον γνωστό κόσμο, τις διακονίες του, ήταν σημαντικός- αποτελεί μέρος μιας παράδοσης που καταγράφεται αρκετές δεκαετίες μετά την εξαφάνιση (τον θάνατό του;) ενώ η νεότερη αναφορά καταγράφεται σε μια επιστολή του Επισκόπου (κρατήστε το γιατί συνέβαλλε στον Παπισμό, όπως αργότερα συνέβαλλε και στην «βορειοευρωποίηση» την «ξανθοποίηση» -σικ- του Ιησού) της Εκκλησίας της Ρώμης προς την Εκκλησία της Κορίνθου στα τέλη του 1ου αιώνα.
Βέβαια, οι πιστοί και οι θεολόγοι είναι οι μόνοι που έχουν την ελευθερία να ασχολούνται με μυστήρια ή θαύματα και μπορούν επίσης να βρουν εύκολες και έτοιμες λύσεις σε όλες αυτές τις ερωτήσεις -εύκολες ή δύσκολες, αλλά λύσεις παρόλα αυτά- επικαλούμενοι πηγές που οι ιστορικοί δε βρίσκουν, αναφέροντας ο ένας τον άλλον ως πηγή -κάτι που παρατηρούμε να κάνουν κι οι ακροδεξιοί σε βιβλία για το ολοκαύτωμα, την μετανάστευση τα εμβόλια κ.λπ.- γεγονός που εξαιρεί τη ζωή του ίδιου του Χριστού από τον άμεσο έλεγχο της ιστορικής έρευνας. Και ίσως, τελικά, όπως έχει γραφτεί -και το κλέβουμε- αυτό δεν είναι κακό για τους ιστορικούς και τους αρχαιολόγους. Είναι πάντα καλό να μην προσελκύουν την προσοχή κανενός από την -μεταβαλλόμενη, απείρως ελαφρότερη κι όμως διαρκώς παρούσα- Ιερά Εξέταση.

Χριστός: Οι πάπυροι
Το 1945, μια τυχαία ανακάλυψη αρχαίων κειμένων που αργότερα ονομάστηκαν ως οι πάπυροι της Nag Hammadi (ή Naj ‘Hammadi), μια τοποθεσία στη νότια Αίγυπτο όπου ανακαλύφθηκαν αυτοί οι πάπυροι, -αύξησε σε μεγάλο βαθμό την επίγνωσή μας για το ευρύ φάσμα των ανταγωνιζόμενων εκδοχών του χριστιανισμού-. Δηλαδή για το φάσμα των θρησκευτικών απόψεων που συνωστίζονταν κάτω από αυτήν την ομπρέλα. Αυτή η κρύπτη πενήντα δύο γραφών, που ραδιοχρονολογήθηκαν κι αυτά ως μη σύγχρονα μα μεταγενέστερα του Ιησού, περιελάβανε πολλά έργα των λεγόμενων γνωστικών συγγραφέων κυρίως του πρώτου -κι ο πρώτος αιώνας μ.Χ. είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα των δυσκολιών που αντιμετωπίζονται στην αντιμετώπιση των διαφόρων τύπων ιστοριών- και δεύτερου αιώνα, των οποίων τα «ευαγγέλια» αργότερα επικρίθηκαν και λογοκρίθηκαν από την Κρατική Εκκλησία.
Όπως ανέλυσε η σημαντική θρησκειολόγος Elaine Pagels στο αποκαλυπτικό της βιβλίο, «Τα γνωστικά ευαγγέλια», που τα παρουσιάζει, τα κείμενα δεν είναι σημαντικά μόνο καθεαυτά αλλά και γιατί μας βοηθούν να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητα του πρώιμου χριστιανικού κινήματος και τις αιτίες της επικράτησης του Παυλιανισμού ως την κυρίαρχη εκδοχή που ακολουθούμε.
Χριστός: Η επιλογή
Γιατί αυτό που ονομάζουμε Χριστιανισμό -και αυτό που αναγνωρίζουμε ως χριστιανική παράδοση- στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει μόνο μια μικρή επιλογή συγκεκριμένων πηγών, που επιλέχθηκαν ανάμεσα σε δεκάδες άλλες… Με την ανακάλυψη των παπύρων για πρώτη φορά, όσοι λογοκρίθηκαν ως αιρετικοί μπορούν να μιλήσουν, έστω και υπόκωφα, μόνοι τους, όχι μέσα από την φωνή των «νικητών».
Αυτά τα λεγόμενα γνωστικά ευαγγέλια σκιαγραφούν μια πολύ διαφορετική εικόνα του Χριστού, από αυτήν που σήμερα επικρατεί, και μία πίστη αρκετά διαφορετική από αυτήν που πιστεύουμε. Λόγω της ποικιλομορφίας που αγκάλιαζαν, είναι αδύνατο να συνοψίσουμε γρήγορα ή απλά τη γνωστική θεολογία. Ούτε βοηθάει το γεγονός ότι η καταδίκη της επίσημης Εκκλησίας δεν επέτρεψε σε ούτε μία γνωστική γραφή να επιβιώσει άθικτη από την αρχαιότητα.
Χριστός: Οι γνωστικοί
Γενικότερα οι γνωστικοί στηριγμένοι σε διδασκαλίες του Ιησού, που αποτελούσαν επίσης μέρος μιας ζώσας παράδοσης, ασπάζονταν την ιδέα ότι όσοι προσεγγίζουν την ουσία του θεού με τα «ακατέργαστα όργανα αίσθησης που διαθέτουν οι άνθρωποι» έχουν παραπλανηθεί κατάφωρα και γι’αυτό κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να Τον αντιπροσωπεύσει, ενώ μονάχα η γνώση εαυτού, μπορεί να οδηγήσει τον καθένα (και την καθεμιά για τους γνωστικούς) σε μία σύνδεση με τον Θεό.
Η Θεά Μητέρα, η Μαρία, η Μαγδαληνή, η Απόστολος, η ασημαντότητα εθίμων στα οποία άνθρωποι απονέμουν θεία χάρη όπως η βάφτιση ο γάμος με τον ιερέα, ως διάμεσο, κενές τελετουργίες που δε φέρουν σαφή έγκριση από τον Χριστό, όπως γράφουν, η ανηθικότητα να κουνάς τον σταυρό στη μάχη για να κατακτήσεις χρήμα και εδάφη, ή να τον προσκυνάς, ένας Ιησούς που ποτέ δεν υπέφερε στην πραγματικότητα στο σταυρό -(μα δεν τελείωνε το αρχικό Ευαγγέλιο πχ του Ματθαίου στο κεφάλαιο 16 μην αναφέροντας τίποτε για Ανάσταση και σπηλιά και αυτόπτες μάρτυρες, λες και δεν ήταν σημαντικά;) όλα αυτά φαίνονται αφάνταστα ξένα προς τη σύγχρονη άποψη για τον χριστιανισμό.

Χριστός: Η δημοτικότητα
Ακόμα και το να προτείνουμε να ψαχτούν τέτοια πράγματα στις περισσότερες γωνιές του χριστιανικού κόσμου σήμερα θα ήταν σα να ανοίγαμε την πόρτα για να λιθοβοληθούμε, έστω και σημειολογικά. Κι όμως, ιδέες αυτού του είδους όχι μόνο προωθήθηκαν στους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού, αλλά προσέλκυσαν επίσης πολλούς οπαδούς και γνώρισαν σημαντική δημοτικότητα, τουλάχιστον αν κρίνουμε από την μανία και καυστικότητα με την οποία οι «ορθόδοξοι» αντίπαλοί τους επιτέθηκαν στους «αιρετικούς» που διέδωσαν αυτές τις ιδέες ώστε να τους καταστείλουν.
Αλλά η καρδιά της διαμάχης μεταξύ των γνωστικών και της μετέπειτα Εκκλησίας που έγινε κράτος επικεντρώθηκε στο «γνώθι εαυτόν» και στην απόλυτα προσωπική σχέση με το θείο, άρα στην αξία των επισκόπων και των ιερέων, και στο αν υπήρχε καθόλου ανάγκη για κλήρο και για Εκκλησία που θα γινόταν ουσιαστικά Κυβέρνηση. Για πολλούς Χριστιανούς τότε, τέτοια πράγματα ήταν χωρίς καμία βάση σε σχέση με όσα ήξεραν ή πίστευαν -ποιος ξέρει;- ότι είπε ο Ιησούς. Ή, με τα λόγια του γνωστικού δασκάλου Θεοδότου, «κάθε άτομο αναγνωρίζει τον Κύριο με τον δικό του τρόπο, όχι όλοι με τον ίδιο τρόπο».
Χριστός: Οι συζητήσεις
Και πάλι, ο Pagels εξηγεί (σελ. xxxvi): «Η διερεύνηση των πρόσφατα ανακαλυφθέντων γνωστικών πηγών (…) υποδηλώνει ότι αυτές οι θρησκευτικές συζητήσεις -ερωτήματα σχετικά με τη φύση του Θεού ή του Χριστού- φέρουν ταυτόχρονα κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις που είναι κρίσιμες για την ανάπτυξη του Χριστιανισμού ως θεσμικής θρησκείας. Με απλούστερους όρους, ιδέες που έχουν επιπτώσεις αντίθετες με την ανάπτυξη μιας ανερχόμενης δομής χαρακτηρίζονται ως «αίρεση». Ιδέες που την υποστηρίζουν έμμεσα γίνονται «ορθόδοξες» με την αυτοκρατορική βούλα.»
Αυτό που είναι ιδιαίτερα συναρπαστικό σε όλα αυτά είναι ότι, ενώ η πόλη της Ρώμης και οι αστικές αντίστοιχές της περιοχές σε όλο τον ύστερο κλασικό κόσμο διασπούνταν σε συμμορίες και λατρείες και διάφορες ομάδες συμφερόντων, η ζωή και η θρησκεία στην ύπαιθρο, όπου ζούσε η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, υπό ρωμαϊκή κυριαρχία σε όλη την αρχαιότητα, άλλαξαν αξιοσημείωτα λίγο, απ” όσο μπορούμε να ξέρουμε. Εκεί, η λατρεία των τοπικών θεών και παγανιστικών πνευμάτων παρέμεινε, ακόμη και όταν αμέτρητοι στρατοί παρέλασαν και επαναστάσεις αναποδογύρισαν τα πάντα. Πολύ μετά τη ρωμαϊκή εποχή και μέχρι τον Μεσαίωνα, αυτές οι λεγόμενες παγανιστικές πεποιθήσεις συνεχίστηκαν.

Χριστός: Οι συναντήσεις
Πράγματι, ο Χριστός του Ιουστινιανού ή του Καρλομάγνου συνάντησε περισσότερους από έναν Διόνυσο ή Θωρ στο πεδίο της μάχης των θεών μέχρι και τον 8ο αιώνα και χρειάστηκε πολύ μαχαίρι όχι μόνο εναντίον των Αρειανών αλλά και των Καθαρών, δηλαδή των εσωτερικών εχθρών, πόσο μάλλον των άλλων. Ή ο εσωτερικός είναι πάντα ο σημαντικότερος εχθρός;
Είναι σημαντικό, λοιπόν, να σημειωθεί ότι τα περισσότερα από τα φαινόμενα που θεωρούμε ρωμαϊκά, συμπεριλαμβανομένου του Χριστιανισμού, ήταν χαρακτηριστικά της ζωής στις αστικές και όχι στις αγροτικές περιοχές και συμβάδισαν με νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, θεσμικής νομιμοποίησης και απονομιμοποίησης και οικονομικής δραστηριότητας που αργά, μα σταθερά, αναδύονταν.
Χριστός: Η ιεραρχία
Ειδικά για τους διοικητές της Εκκλησίας, ιδίως μετά τη σύνδεσή της με τις αυτοκρατορικές κρατικές δομές από τον Κωνσταντίνο που τους ανέθεσε δύναμη, η έντονη διαμάχη αφορούσε τη διαμόρφωση της ιεραρχίας που τελικά κυβερνούσε την πρώιμη Εκκλησία, και αυτός, όπως και κάθε παρόμοιος, ανταγωνισμός δεν μπορούσε να σταθεί δίχως την δόμηση μιας κοινωνικής συνοχής γύρω τους που έτεινε να επικεντρώνεται γύρω από αυτό που συνιστούσε «καλός και έντιμος Χριστιανός» αποκλείοντας τους επιβλεψίες της θέσης τους ή όσους εναλλακτικούς χριστιανούς δεν ήθελαν να συμμετέχουν στο εξουσιαστικό πανηγύρι.
Και βέβαια αυτό καταγράφηκε στην γλώσσα, δημιουργώντας νέους όρους όπως η -δυτική ή ανατολική αδιάφορο- όπως η ορθοδοξία και η αίρεση (που σημαίνει κυριολεκτικά, «επιλογή», που υπονοεί την ελευθερία να ακολουθεί κανείς ένα δόγμα της δικής του επιθυμίας). Συναρπαστικό, δεν είναι, ότι ακόμη και τότε η «επιλογή» ήταν μια λέξη γύρω από την οποία στροβιλίζονταν οι δυναμικές μιας μεγάλης διαμάχης;
