ΑΝΑΦΟΡΑ
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Χριστός: γράφει η Ελένη Καρασαββίδου
Το «κεντρικό» αποτέλεσμα όλων των προηγούμενων, ήταν ότι οι αξιωματούχοι της Εκκλησίας σκλήραναν την ερμηνεία των γραφών και τι για αυτούς αποτελούσε αποδεκτό κείμενο. Τα γνωστικά ευαγγέλια του Θωμά, της Μαρίας και του Φιλίππου, μαζί με πολλές άλλες αφηγήσεις για τη ζωή του Ιησού που κυκλοφορούσαν ευρέως εκείνη την εποχή, χαρακτηρίστηκαν αιρετικά και διαγράφηκαν από τον κανόνα της Καινής Διαθήκης.
Χριστός: Η καταστροφή
Λίγο αργότερα, κληρικοί αξιωματούχοι διέταξαν την καταστροφή όλων των αντιγράφων αυτών των κειμένων και πιθανότατα εν μέσω αυτής της λογοκρισίας κάποιος/α άγνωστος/η υποστηρικτής/τρια των γνωστικών (χέρια που έσκαβαν με πανικόβλητη αποφασιστικότητα στην άμμο) έθαψε αυτές τις γραφές στο Ναγκ Χαμάντι, παραδίδοντας τους σε έναν χρόνο που ήρθε πολλούς αιώνες αργότερα. Αν ισχύει αυτό (και μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε), μια συστηματική προσπάθεια διαγραφής της ιστορίας μας προσφέρει, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, την καλύτερη δυνατή πρόσβαση σε ό,τι πραγματικά συνέβη στο παρελθόν.
Πάντως ήταν τότε που η μορφή του Εωσφόρου άρχιζε σιγά σιγά (σε μια διαδικασία από τον 8ο ως τον 10ο αιώνα) να αλλάζει και από ένας παιγνιώδης άγγελος ταυτίστηκε με τον Σατανά, ένα απόλυτο καλό είχε ανάγκη από ένα ανάλογο συμπλήρωμα απόλυτου κακού και κύριε Ιανέ, φύση μας, δεν μπορούσες πια να υπάρχεις. Τότε και άρχισε να μαζικοποιείται η απεικόνιση της ημέρας της κρίσης στους άμβωνες των εκκλησιών και τότε, φανταστείτε μόνο τον κόσμο πριν την τυπογραφία, η ζωγραφική ήταν όπως έχει πυκνά αποκληθεί το βιβλίο των φτωχών. Εάν παρακούσεις κοίτα τι θα πάθεις, σκελετοί νεκροκεφαλές ανοιχτοί τάφοι.
Χριστός: Η επισημοποίηση
Προσδοκώμενος έλεγχος, σκυφτό κεφάλι. Μεταξύ των διοικητών της Εκκλησίας, η εσωτερική αναταραχή που προκλήθηκε από αυτές τις αιρέσεις ενέτεινε το ενδιαφέρον για την επισημοποίηση των ιερών λειτουργιών και των κάθε είδους αξιωμάτων. Το δόγμα και η τελετουργία επικεντρώθηκαν σε αυτό που είναι τώρα γνωστό ως τα επτά μυστήρια: βάπτισμα, χρίσμα, ευχαριστία, μετάνοια, γάμος, χειροτονία και τελικό χρίσμα.

Η ηγεσία της εκκλησίας έπεσε στα χέρια επισκόπων, καθένας από τους οποίους επέβλεπε μια έδρα, ένα είδος θρησκευτικής «επαρχίας», στην οποία, όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν όλοι οι επίσκοποι ίσοι. Όσοι βρίσκονταν στα μεγάλα αστικά κέντρα της Αυτοκρατορίας έγιναν αρχιεπίσκοποι («επισκόποι») των οποίων η γνώμη είχε μεγαλύτερο βάρος λόγω των μεγάλων πληθυσμών που εκπροσωπούσαν. Συγκεκριμένα, ο Επίσκοπος Ρώμης ξεχώριζε μεταξύ των συναδέλφων του και ως εκ τούτου ονομαζόταν πάπας («Πατέρας»). Από αυτό εξελίχθηκε ο παπισμός και το αξίωμα του Πάπα.
Χριστός: Η λογική
Η δικαιολογία που προβλήθηκε για να προσδώσει αξιοπιστία σε αυτή τη γραφειοκρατία ρίχνει φως στον ψυχολογικό μηχανισμό της πρώιμης Εκκλησίας, ακόμη περισσότερο επειδή η συλλογιστική που χρησιμοποιήθηκε είναι πιθανό να βασίζεται σε επινοημένη ιστορία. Οι επισκοπές και οι έδρες της Ρωμαϊκής Δύσης αναπτύχθηκαν βέβαια σε μέρη που δεν σχετίζονταν με τον ίδιο τον Ιησού, μέρη που δεν μπορούσε καν να φανταστεί κανείς ότι πήγε ποτέ αυτοπροσώπως. Έτσι, για να εδραιώσουν τις κοινότητές τους, στον ίδιο τον Χριστό με κάποιο τρόπο, στην θεία προ-επιλογή, οι επίσκοποι, οι γραφειοκράτες της νέας ιδεολογίας, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να χτίσουν, εκ των υστέρων, γέφυρες με τους αποστόλους του Ιησού, για επισκέψεις και θανάτους, και μαρτυρία, κι αυτό παρόλο που δεν υπήρχε σαφής ή αξιόπιστη μαρτυρία για τη ζωή τους μετά τη σταύρωσή του -πού πήγαν; τι κάνουν; πώς πέθαναν;- Και δεν είχαν άλλη επιλογή από έναν θεό κατ’εικόνα και ομοίωσή των ηγεμόνων της βόρειας Ευρώπης, ξανθό, γαλανομάτη ψιλόλιγνο, (λες κι είχε βγει κατευθείαν από τα παιδιά των λουλουδιών) που σε λίγο (ιστορικά λίγο χρόνο εννοώ) θα γινόταν το πιο αποτελεσματικό όπλο της αποικιοκρατίας. Νέα εδάφη, νέα πλούτη, «με την άδεια του Θεού» πάντα προς τους όμοιους του.
Χριστός: Ο έλεγχος
Τότε πάντως, μέσα σε αυτό το κενό δεδομένων, προέκυψε η δεδομένη σήμερα αφήγηση ότι οι Απόστολοι είχαν εξαπλωθεί σε όλη την Αυτοκρατορία, σπέρνοντας χριστιανικά κύτταρα και ιδρύοντας «προβολικά» τις έδρες των επισκόπων, κάτι που πιθανότατα εξυπηρετούσε την αλήθεια λιγότερο από την ανάγκη των επισκόπων να συνδέσουν την εξουσία τους άμεσα με τον ίδιο τον αμέτοχο σε όλα αυτά Ιησού, αποκτώντας δύναμη και χρήμα και απουσία κοινωνικού και πολιτικού σιγά σιγά ελέγχου ως εκπρόσωποί του θεού.
Μέσω αυτής της περίτεχνης ανακατασκευής του παρελθόντος -η μεταβίβαση της εξουσίας από τον Ιησού στους αποστόλους και στη συνέχεια στους επισκόπους ονομάστηκε αποστολική διαδοχή- οι γραφειοκράτες της Εκκλησίας συνέδεσαν την εξουσία τους με τις σπερματικές φωνές και τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης προσθέτοντας παραγράφους που εξυπηρετούσαν την ανεγειρόμενη κοινωνικοπολιτική δομή και την αποδεκτή σε σχέση με αυτήν συνείδηση. Αλλά αυτή η πορεία προς την ενδυνάμωση, είτε αναθεωρητική είτε όχι, αποδείχθηκε επίσης ότι δεν ήταν ομαλή ή εύκολη. Πέρα από τη συνεχιζόμενη αντίσταση των αιρετικών που προσπαθούσαν να υπονομεύσουν και να δυσφημίσουν ηγέτες όπως ο Πάπας, οι ίδιοι οι επίσκοποι ανταγωνίζονταν για τον πραγματικό έλεγχο ενός θεσμού που αποκτούσε ολοένα και μεγαλύτερο πλούτο και επιρροή.

Χριστός: Το ερέθισμα
Βέβαια, αφού καμία σύγχρονη εβραϊκή ή ρωμαϊκή αφήγηση δεν αποτελεί πρωτογενή απόδειξη των πραγματικών γεγονότων της ζωής του Ιησού, δεδομένου του κενού πηγών για τον αρχέγονο χριστιανισμό δηλαδή, οι μελετητές δεν μπορούν να μιλήσουν -σίγουρα όχι με καμία αίσθηση άνεσης- για το αρχικό ερέθισμα που δημιούργησε αυτή τη θρησκεία. Αλλά οι μέθοδοι εξάπλωσής της, που δημιούργησαν μοτίβα πίστης και πρότυπα μαρτύρων στην πολιτική, συνδεδεμένα με τον μονοθεϊσμό, δηλαδή τη συνομιλία του ανθρώπου με το «απόλυτο» έχουν σχολιαστεί αρκετά.
Το πλέον εμβληματικό παράδειγμα είναι το αφήγημα για τους διωγμούς των Χριστιανών. Τους πρώτες αιώνες, καθώς ολοένα μεγάλωνε και ευημερούσε αφού παρείχε απάντηση σε υπαρξιακές αγωνίες κουρασμένων μαζών, ο χριστιανισμός ερχόταν όλο και περισσότερο στο προσκήνιο του «πλήθους», και αυτό τελικά έφερε τα μέλη του σε σύγκρουση με τη ρωμαϊκή εξουσία, αλλά για λόγους παράδοξα όμοιους με αυτούς που θα τον έκαναν, ενώσω και όταν η Εκκλησία μετατράπηκε από Κοινότητα σε Κράτος να στραφεί εναντίον άλλων χριστιανών και τελικά να υιοθετηθεί από την αυτοκρατορία.
Χριστός: Το τέλος
Συγκεκριμένα, η προδιάθεση των πρώτων πιστών στον Χριστό να διακηρύττουν ότι το τέλος του κόσμου ήταν επικείμενο (και υπόψιν ήταν μια ιδέα πολύ έντονη εκείνη την εποχή), τους έκανε να θεωρηθούν το είδος της κλίκας που προωθούσε γενική απελπισία, τελεολογική υστερία και καθυστερημένη πληρωμή φόρων. Από την οπτική γωνία της πρώιμης Αυτοκρατορίας, οι «λατρείες της καταστροφή», όπως τις χαρακτήρισαν, δεν συνέβαλαν στη ρωμαϊκή ζωή με τον τρόπο που αναμενόταν από τις «καλές θρησκείες».
Σε αυτό συνέβαλλε η άρνηση στράτευσης, συστηματικής εργασίας και επιβολής φόρων των πρωτοχριστιανικών κοινοτήτων: η ρωμαϊκή διοίκηση έβλεπαν τους χριστιανούς ως ένα υποσύνολο Εβραίων στους οποίους είχαν ήδη παραχωρηθεί ειδικά προνόμια λόγω της ασυνήθιστης θρησκείας τους και, σε αντάλλαγμα, δεν παρείχαν τίποτα περισσότερο από μια αδιάφορη υπόσχεση ειρηνικής συνεργασίας. Λόγω των αντισυμβατικών μονοθεϊστικών αντιλήψεών τους, είχαν επίσης λάβει μια γενική απαλλαγή από τη λατρεία του αυτοκράτορα, η οποία στο μυαλό πολλών Ρωμαίων ισοδυναμούσε με φοροδιαφυγή. Ακόμα χειρότερα, η ειδική μεταχείριση δημιουργούσε τη δυνατότητα άλλες αιρέσεις να αποφασίσουν να υποβάλουν αίτηση για το ίδιο είδος αντιμετώπισης.

Χριστός: Η κρίση
Ειδικά στην διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 3ου αιώνα, όταν η φύλαξη των συνόρων από «βάρβαρους επιβολείς» έγινε δυσβάσταχτη, ο χριστιανισμός αντιμετωπίστηκε σαν κάτι επικίνδυνο.
Αλλά αυτό δεν έγινε για λόγους έλλειψης ανεκτικότητας όπως το «παράδειγμα» προσπάθησε να επιβάλλει καθιερώνοντάς την ως ιστορικό μονόδρομο, αφού ο διωγμός δεν ήταν ο τρόπος με τον οποίο οι Ρωμαίοι κατά κανόνα προτιμούσαν να χειρίζονται τις πολιτικές και κοινωνικές τους αντιθέσεις ώστε να κρατούν συνεκτική την αχανή αυτοκρατορία τους. Αντίθετα, η ανοιχτή αποδοχή νέων ιδεών ήταν η προεπιλεγμένη θέση τους, όποτε ήταν εφικτό. Από την οπτική γωνία οποιουδήποτε πολυθεϊστή, άλλωστε, δεν υπάρχει τίποτα θεμελιωδώς κακό στο να έχεις μερικούς περισσότερους θεούς -όσο περισσότερους τόσο πιο ιερούς, και ο βωμός τω Αγνώστω Θεώ που τόσο συνδέθηκε με την υπαρκτή παρουσία του Παύλου στην Αθήνα δεν ήταν η εξαίρεση αλλά ο κανόνας.
Χριστός: Η αποκλειστικότητα
Στην πραγματικότητα -ειρωνικά, λοιπόν,- η επιμονή των χριστιανών στην αποκλειστικότητα τους στιγμάτισε όχι ως θρησκευόμενους αλλιώς, αλλά ως άθεους στα μάτια πολλών Ρωμαίων, επειδή το να μην επιτρέπουν στους ανθρώπους να λατρεύουν ελεύθερα φαινόταν εγωιστικό και άσκοπο, σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής. Ένα Πάνθεον, ένας χώρος αφιερωμένος σε «όλους τους θεούς», είναι το είδος του ναού που οι Ρωμαίοι και οι εταίροι του συνασπισμού ενθάρρυναν τους πάντες να αγκαλιάσουν.
Ήταν τόσο εδραιωμένη αυτή η άποψη και η οπτική για τον κόσμο εκείνη την εποχή, επιρροή των Ελλήνων, που ο διάσημος ιστορικός Τάκιτος, όταν αφηγείται τη σκληρότητα του Νέρωνα «σε μια αίρεση που ονομαζόταν Χριστιανισμός», που στα μάτια των περισσότερων Ρωμαίων της εποχής ήταν ένα αξιολύπητο, γραφικό πλήθος, γράφει ξεκάθαρα πως η άγρια κατηγορία του αυτοκράτορα εναντίον αυτής της «παράφρονης, σκοτεινής αίρεσης» ήταν αδικαιολόγητη και χρησίμευε μόνο για να αποδείξει ότι ο Νέρωνας (για τον οποίον επίσης ξέρουμε ελάχιστα και υπάρχουν εναλλακτικές σε σχέση με το εκκλησιαστικό αφήγημα που καθιερώθηκε τους επόμενους αιώνες) ήταν ένας άγριος και διαταραγμένος νταής.

Χριστός: Η δεινότητα
Το επιχείρημά του φαίνεται να είναι ότι οι πολιτισμένοι άνθρωποι θα έπρεπε να ντρέπονται να στέκονται άπραγοι και να παρακολουθούν έναν σαδιστή μικρόνοο χασάπη να επιτίθεται σε ανθρώπους. Επίσης η προσοχή του Ιώσηπου, του άλλου μεγάλου ιστορικού της εποχής, φαίνεται να μην επικεντρώνεται στον ίδιο τον χριστιανισμό ως κάτι αξιοκαταδίωκτο, λόγω άλλης θρησκευτικής συνείδησης, αλλά στη δεινή θέση και τις πολιτικές κρίσεις που αντιμετώπιζε ο λαός στην εποχή του.
Έτσι, επειδή οι χριστιανοί εξόργιζαν το ήδη ευερέθιστο εβραϊκό στοιχείο στη ρωμαϊκή κοινωνία, ισχυριζόμενοι πως ο Μεσσίας είχε έρθει, και επιπλέον ισχυρίζονταν ότι ο θεός τους θα επέστρεφε ανά πάσα στιγμή για να τελειώσει κάθε χρόνος -πράγμα που υπονοούσε ότι η υπηρεσία στο κράτος ή η εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας ήταν άσκοπη- οι Ρωμαίοι ένιωθαν ότι έπρεπε να επιτεθούν σκληρά σε αυτούς τους ζοφερούς επαναστάτες που ήταν τόσο ανεξήγητα αχάριστοι «με τη γενναιοδωρία της διακυβέρνησης τους». Και έτσι το έκαναν, αρκετές φορές στην ιστορία, αν και ποτέ σκληρότερα, πρέπει να σημειωθεί, από ό,τι στους ίδιους τους Εβραίους ή, για αυτό το θέμα, σε άλλες βαρβαρικές ομάδες, τους οποίους έσφαζαν ανελέητα και εκτόπιζαν κατά ομάδες όποτε χρειαζόταν, πάντα στο όνομα της προστασίας της Ρώμης και του «γενικότερου καλού». Αλλά αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή υπήρχαν πολύ μεγαλύτεροι αριθμοί βαρβάρων, ακόμη και Εβραίων σε σύγκριση με τους χριστιανούς, στους πρώτους εκείνους αιώνες.
Χριστός: Οι διωγμοί
Μεταγενέστεροι χριστιανοί ή φιλοχριστιανοί ιστορικοί παρουσίασαν αυτούς τους περιστασιακούς διωγμούς ως κάποιο είδος οργανωμένης διαβολικής συμπεριφοράς από την πλευρά των Ρωμαίων αποκλειστικά εναντίον τους. Και ενώ είναι αλήθεια ότι υπήρξαν αυτοκράτορες που όντως κυνηγούσαν τους χριστιανούς καθαυτούς, γενικότερα δεν τους καταδίωκαν για τη θρησκεία τους αλλά για τον πλούτο τους.
Ειδικά, όπως είπαμε, κατά τη μεγάλη οικονομική ύφεση του τρίτου αιώνα μ.Χ., όταν γινόταν όλο και πιο δύσκολο για τη ρωμαϊκή κυβέρνηση να πληρώνει τους στρατούς της και να κρατάει μακριά τις ορδές των ξένων που χτυπούσαν τις πύλες των συνόρων, (και καθώς πολλοί χρησιμοποίησαν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις για να παραιτηθούν από την υπηρεσία στον στρατό) οι αυτοκράτορες αναζητούσαν λόγους για να κατάσχουν τον πλούτο οπουδήποτε μπορούσαν και, επειδή οι χριστιανοί ζούσαν σε ένα είδος φορολογικού καταφυγίου, εξαιρούμενοι από την υποχρέωση συμμετοχής σε πολλές μορφές είσπραξης φόρων, μερικοί από αυτούς είχαν γίνει αρκετά εύποροι.

Χριστός: Ο φόβος
Αν οι αυτοκράτορες της Ρώμης έκαναν λάθος που επιτέθηκαν στους χριστιανούς ως τέτοιους -και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έκαναν λάθος!- δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί φοβόντουσαν για την επιβίωση του ρωμαϊκού κράτους. Παρ” όλα αυτά, η Ρώμη στα τέλη του τρίτου αιώνα βρήκε τελικά τον σωτήρα που τόσο απεγνωσμένα χρειαζόταν, όχι έναν «εκ θεού» ή «εκ κάστας» (κι εδώ καταχρηστικά ο όρος) αλλά έναν σκληροτράχηλο αυτοκράτορα της εργατικής τάξης ονόματι Διοκλητιανό.
Αυτός ο σοβαρός στρατηγός που είχε ανέλθει στην κορυφή από την κατώτερη κάστα της ρωμαϊκής κοινωνίας έβλεπε με καχυποψία όσους επικαλούνταν την ιδεολογία ως μέσο διαφυγής από οποιαδήποτε μορφή δημόσιας υπηρεσίας. Δεν ήταν δίκαιος σε όλα παρόλα αυτά ο Διοκλητιανός και φυσικά υπήρξε αρκετά νάρκισσος, όπως συχνά συμβαίνει όταν άνθρωποι διαφθείρονται από την εξουσία, όταν αρρώστησε σοβαρά προς το τέλος της ζωής του το 304 μ.Χ., αποφάσισε να διατάξει όλους στην Αυτοκρατορία, συμπεριλαμβανομένων των χριστιανικών αρχών, να θυσιάσουν για την υγεία του αυτοκράτορα. Αλλά ήταν αυτό που λέμε «σκληρός καριόλης», σε σχέση με τις υποχρεώσεις στο σύνολο, και η γενική θέση του «σου παρέχω προστασία από σφαγείς, θα συμμετέχεις στα κοινά όποιος κι αν είσαι» μπορεί να κατανοηθεί, ακόμη και να εκτιμηθεί, στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής.
Χριστός: Η υπακοή
Κάποιοι χριστιανοί υπάκουσαν παρόλο που η Εκκλησία ήταν αντίθετη, άλλοι όχι, και θανατώθηκαν και αυτή ήταν η τελευταία συστηματική ρωμαϊκή επίθεση εναντίον των χριστιανών στη Δύση που καμιά σχέση δεν είχε με συστηματικούς διωγμούς και αρένες. Στην Ανατολή, από την άλλη πλευρά, χρειάστηκαν μερικά ακόμη χρόνια, μέχρι το 311 μ.Χ. και τον θάνατο του αυτοκράτορα Γαλέριου, ο οποίος ήταν σφοδρός αντίπαλος του χριστιανισμού.
Στη συνέχεια, οι γενικοί διωγμοί έληξαν οριστικά. Μέσα στον επόμενο αιώνα, και καθώς ο χριστιανισμός θεωρήθηκε ενοποιητικό στοιχείο και οι επίσκοποι ικανοί να επιβάλλουν και να προσφέρουν στην πολιτική εξουσία υπακοή και τάξη με τα κατάλληλα ανταλλάγματα και την αλληλοσυνεργασία μεταξύ των δύο εξουσιών (ήταν η εποχή που το ερευνάτε τας γραφάς γινόταν, συστηματικά πια, πίστευε και μη ερεύνα και το νίκας τοις ευσεβέσι, απευθυνόμενο στην κοινότητα εξίσου, γινόταν νίκας τοις βασιλεύσι – κάθε λογής άρχοντας, βασιλείς, προέδρους, διοικητάς και πάντας «τοὺς ἐν ὑπεροχῇ ὄντας», κατά τη διδασκαλία του ξεκάθαρα υπέρ της ιεραρχίας Αποστόλου Παύλου (Α΄ Τιμ.2.2) -εδραιωνόταν η Ρώμη και η νέα Ρώμη μέσω του Κωνσταντίνου (κάτι που αποτελεί ένα ολόκληρο άλλο κεφάλαιο), όχι μόνο θα μάθαινε να ανέχεται αυτό το νέο σύστημα πεποιθήσεων, αλλά θα το ασπαζόταν αποκλειστικά. Και αυτό θα καθόριζε βαθιά τον κόσμο. Την κοινωνία, την πολιτική, τις κοινωνικές και ψυχικές δυνάμεις που ακόμη δρουν και μας διαμορφώνουν.

Χριστός: Η μετάβαση
Από τον επιβεβλημένο Χριστιανισμό στον ιστορικό Χριστό. Τι κρατάμε από όλη αυτήν την διαδρομή δεν θα το πω εγώ. Δεν είμαι η συνείδηση κανενός άλλου πλάσματος και στερούμαι γνώσεων ώστε να ξέρω την αλήθεια την οποία εργολαβικά αναλαμβάνουν εκπρόσωποι μας.
Όμως, γενικότερα, το να βλέπουμε ένα τόσο ευρύ φάσμα πεποιθήσεων να καταγράφεται τόσο κοντά στην γέννηση της θρησκείας του Χριστού μπορεί να φαίνεται περίεργο σε πολλούς σήμερα, όχι μόνο για θεολογικούς λόγους, αλλά επειδή περιμένουμε αυξανόμενη διαφοροποίηση καθώς τα πράγματα επεκτείνονται με την πάροδο του χρόνου. Τ
ο ευρέως χρησιμοποιούμενο, λεγόμενο «Δαρβινικό» μοντέλο εξέλιξης, προϋποθέτει ότι η ανάπτυξη θα συνοδεύεται από αυξανόμενη ποικιλομορφία, οι άνθρωποι όλο και θα βαθαίνουν τις προοπτικές ψάχνοντας -συχνά παρουσιαζόμενο σε γραφήματα που μοιάζουν με αναποδογυρισμένα χριστουγεννιάτικα δέντρα- αλλά αυτό δεν είναι το μοτίβο που παρουσιάζει η ιστορική μελέτη της επιβολής του Χριστιανισμού.
Χριστός: Η θεϊκότητα
Όμως το μεγάλο, «ανοιχτό σύνορο» της χριστιανικής θρησκείας στην πρώιμη φάση της έχει αφήσει πίσω ένα ιστορικό δημιουργικών και πρωτοποριακών οραμάτων για το μήνυμα και τη θεϊκότητα του Χριστού, μεγαλύτερο από όλες τις μεταγενέστερες εποχές μαζί.
Αν και με την πάροδο του χρόνου, οι ορθόδοξες δυνάμεις που ήταν ανταγωνιστικές σε οποιαδήποτε ιδεολογία που έρχεται σε αντίθεση με τον θεσμοθετημένο χριστιανισμό εξαφάνισαν εκείνες τις αντιλήψεις για τον Ιησού που αντιβαίνουν στο αυξανόμενο κυρίαρχο ρεύμα και από τη στιγμή που ο Χριστός άρχισε να ορίζεται με ορισμένους τρόπους και από αυτή την οπτική γωνία της ζωής και της διδασκαλίας του εξαρτιόταν ένας ισχυρός και επιδραστικός κοινωνικός θεσμός όπως η Εκκλησία, ήταν σχεδόν αδύνατο να αναδιαμορφωθεί η εικόνα του χωρίς να αλλάξει αυτό που πρέσβευε και, με πιο άμεση συνέπεια, αυτό (-ους) που τον αντιπροσώπευε(-αν).
Χριστός: Η επινόηση
Και αυτό καθιστά την εύρεση του ιστορικού Ιησού μια πολύ δύσκολη προσπάθεια, όχι τόσο επειδή αυτό που πραγματικά συνέβη στη ζωή του έχει επισκιαστεί, αλλά επειδή κατέληξε να έχει τόση σημασία για τόσους πολλούς ανθρώπους, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και ισχυρότατα συναισθήματα έχουν επενδυθεί, όπως και ψυχολογικές πολιτικές και κοινωνικές χειραγωγήσεις έχουν συντελεστεί. Είναι πρακτικά αδύνατο σε ένα τοπίο επινοημένης ιστορίας κατά τα συμφέροντα όσων τον αντιπροσώπευσαν, να κατανοήσεις, πόσο μάλλον να «γνωρίσεις».

Αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε συγκεκριμένη αφήγηση γι’αυτόν βασίζεται σε ψέματα, σημαίνει όμως ότι η αναπαράσταση του υπήρξε προνομιακό πεδίο επινόησης και επιβουλών. Αλλά φαίνεται σχετικά ασφαλές να πούμε τουλάχιστον αυτό: ότι αυτή που επικράτησε δεν ήταν ούτε η μόνη ούτε η πιο «ιστορική» ερμηνεία της ιστορίας της ζωής του. Αντίθετα, ανταποκρινόταν στις ανάγκες ενός θεσμού σε άνοδο και ήταν η εκδοχή της αλήθειας που ήταν πιο αρεστή αλλά και εφικτή για έναν κόσμο που χρειαζόταν παρηγοριά και σταθερότητα εν μέσω άγριας αναταραχής. Και αν αυτή ήταν η πρώτη φορά που η χριστιανική ορθοδοξία καθιέρωνε ή συνέβαλλε σε έναν κόσμο που στα διάφορα πεδία του επρόκειτο να πολεμήσει την αίρεση, σίγουρα δεν θα ήταν η τελευταία.
Χριστός: Η καθιέρωση
Το βασικό ζήτημα που διέπει αυτή την πυρετώδη διαμάχη προερχόταν από την ίδια την καθιερωμένη αντίληψη για τον Ιησού, που αντιπροσώπευε ένα νέο είδος θεότητας, μια υβριδική ταυτότητα, ταυτόχρονα άνθρωπο και θεό. Ενώ στην ελληνική θρησκεία ο Διόνυσος π.χ. απεικονιζόταν επίσης ως έχων διττή φύση -ομοίως, θνητός και θεϊκός- μόλις ο Διόνυσος είχε λάβει την αθάνατη ιδιότητα, δεν υπέφερε πλέον με ανθρώπινους τρόπους. Ο Ιησούς, φυσικά, ήταν αρκετά διαφορετικός. Όπως καταγράφεται στα τέσσερα ευαγγέλια που αποδέχεται η ορθόδοξη Εκκλησία, η ιστορία του γέννησε σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την ακριβή φύση της θεϊκότητας, άρα και της ανθρωποινότητας, ζητήματα που συνέχιζαν να εμφανίζονται επειδή ήταν εγγενή στις επικρατούσες αφηγήσεις της ζωής του.
Αλλά, ίσως το μυστικό να βρίσκεται εδώ: Η ανάγκη των ανθρώπων γι’αυτόν τον υβριδισμό, για έναν «ανθρώπινο θεό», όποιος κι αν ο Ιησούς υπήρξε, ανάγκη που καταγράφει εμβληματικά την ανάγκη ενός κόσμου που, την ίδια ώρα που μοιάζει και είναι παραδομένος και κυνικός, δεν παύει ποτέ να προσπαθεί για μια καλύτερη εκδοχή του συλλογικού ή/και ατομικού εαυτού του, προσπάθεια που απέκτησε διάφορες μορφές μέσα στους αιώνες, κι αυτό απέναντι σε εργολάβους που δίωκαν και διώκουν την ανθρωπινότητα στο όνομα της ανθρωπότητας.

Χριστός: Η αληθινή γνώση
Αυτό κατέγραψε ο σπουδαίος Ρώσος θεολόγος Ιάκωβος Γκοφτσέτερ όταν έγραψε «στο όνομα Σου Κύριε ο Σατανάς κυβερνά, πήρε τα λόγια σου, φόρεσε τα άμφια συ, και κυβερνά».
Το να (προσπαθήσεις να) αποκτήσεις γνώση αληθινή για τον εαυτό, (για μία εκδοχή του άλλη τουλάχιστον) γι’αυτό που είσαι και που μπορείς και πρέπει να γίνεις, ανάμεσα σε τόσους ετεροκαθορισμούς, δεν είναι αμελητέο. Σημαδεύει το μακρύ ταξίδι απέναντι στην τυφλότητα πέρα από σύνορα, θρησκείες, φύλα, φυλές και άλλες κατατάξεις του «(αν)αξιοβίωτου». Το να αγαπήσεις έναν θεό που δεν ήταν μοντέλο, αλλά είχε μια καθημερινή μορφή και μια πιθανότατα δύσκολη ζωή όπως κι εσύ, έναν θεό στα μέτρα σου, το να αποκτήσεις αληθινή, προσωπική σχέση με το θείο, όχι με έναν ηλικιωμένο γενειοφόρο λευκό άνδρα τιμωρό εκεί πάνω, κατ’εικόνα κι ομοίωση των εκπροσώπων του, το να σου δοθεί όχι ο επιβεβλημένος μονόδρομος αλλά η επιλογή να κάνεις το καλό αποκτώντας μια άλλη συνείδηση όχι για λόγους τιμωρίας ή επιβράβευσης/ανταλλαγής, αλλά γιατί αυτόν τον εαυτό διαλέγεις, (ένα πρόταγμα που έχει ονομαστεί Οιδιπόδειο για κάποιους λόγους μπροστά στην πολύτροπη διαρκώς μεταβαλλόμενη κι όμως συνεκτική Σφίγγα), αποτελεί σημάδι μιας θεϊκότητας που, ψωμί δημοκρατικό, θα έπρεπε να μοιράζονται όλες, όλοι και όλα. Και (θα μπορούσε να) κάνει μια τυπική, λανθασμένη ημερομηνία γέννησης, ουσιαστική γιορτή. Προσφέροντας κάτι ισχυρότερο από φώτα: Φώτιση.
Διαβάστε τα άρθρα με θέμα την ιστορία που έχουμε δημοσιεύσει
