ΨΩΜΙ-ΠΑΙΔΕΙΑ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Έχουν περάσει περισσότερο από 40χρόνια και κάθε χρόνο, απ’τα μεταπολιτευτικά χρόνια μέχρι σήμερα, ζητούμενο, τόσο στην πορεία για το Πολυτεχνείο όσο και στις πολιτικές για την παιδεία είναι το τρίπτυχο: ψωμί, παιδεία, ελευθερία. Μετά από 41 χρόνια αυτό το ζητούμενο είναι πιο καυτό και πιο επιτακτικό από πότε. Έχοντας παρακολουθήσει, απ’την εφηβεία μου μέχρι σήμερα, τις «γιορτές» για το Πολυτεχνείο -γιορτές που ξεκίνησαν με αγωνιστικό χαρακτήρα και πλέον έχουν καταλήξει και έχουν πεθάνει σαν παιδικές γιορτές μνήμης- κάθε χρόνο συνειδητοποιώ ότι βρίσκομαι ανάμεσα στην αδιαφορία της δεξιάς και της κεντροδεξιάς, απ’τη μία, και της ουτοπίας της αριστεράς, απ’την άλλη. Πλέον καταλαβαίνω ότι δεν είμαι μόνος: η μεγαλύτερη μάζα της κοινωνίας έχει εμπεδώσει αυτό που εγώ βιώνω, είναι η σιωπηλή και παγωμένη πλειοψηφία που δεν έχει ακόμα εκφρασθεί.
Ιδού λοιπόν γιατί η πορεία της επετείου του Πολυτεχνείου κάθε χρόνο έχει όλο και λιγότερο κόσμο. Ερωτήματα όπως: Τι έγινε στο Πολυτεχνείο το 1973; Ποιος ήταν ο χαρακτήρας αυτής της εξέγερσης; Τι διεκδικούσαν οι αγωνιστές που κατέλαβαν το Πολυτεχνείο; Τέτοια ερωτήματα είναι δύσκολο να απαντηθούν από νεώτερες γενιές. Πολύ περισσότερο, ερωτήματα όπως: Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν μόνο στην Αθήνα; Τι προσδιορίζει αυτό που λέμε «γενιά του Πολυτεχνείου»; Ποια ήταν η προσφορά της θυσίας αυτών των αγωνιστών, ο βωμός αίματος, στον αγώνα για ελευθερία και δημοκρατία; Πως και με ποιο τρόπο αλλοιώθηκε το πολιτικό μήνυμα του Πολυτεχνείου; Εδώ δεν προσδοκάμε απάντηση από ανθρώπους της γενιάς του ΄90 και μετά. Και όμως γι’αυτό δεν φταίνε αυτοί. Αυτό είναι σίγουρο!
Ο ξύλινος λόγος της αριστεράς που διεκδικεί το όνειρο χωρίς μέτρο και στρατηγική, που βαδίζει στο νεφελώδη τοπίο της καθαρής ουτοπίας, στην ψύχωση της βυζαντινολογίας του είδους «εμείς έχουμε δίκιο, αλλά το σύστημα φταίει», της αγιοποίησης των ημετέρων, της συνεχούς κόντρας με τον τρόπο του Δον Κιχώτη, την πλήρη απουσία τακτικής και στρατηγικής (βλέπετε τις παράλληλες ιστορίες της αριστεράς στην Ιταλία, την Ισπανία, στη Γαλλία και θα βγάλετε συμπεράσματα), που έχει σιωπηρά αποδεχτεί το τέλος των ιδεολογιών (την καταστροφική άποψη της συντήρησης που κατάφερε να την περάσει εν είδη ενοχικού δικαίου στην αριστερά), όλα αυτά απομάκρυναν τον κόσμο να συμμετέχει ενεργά, να αναλάβει τις τύχες του και να αγωνιστεί για ένα καλύτερο μέλλον, να διεκδικήσει το καλύτερο αύριο και όχι την επιστροφή «στις παλιές καλές μέρες». Το τέλμα της πολιτικής ζωής ενός τόπου που γέννησε τη δημοκρατία όπως τη βιώνουμε σήμερα, στην παρακμή της.
Απ’την άλλη έχουμε τους έμπορες των ιδεών, τους φονιάδες της ελπίδας, τους νοσταλγούς των ημερών του παλαιοκομματισμού, την επιστροφή του πολιτικάντη που «κανονίζει» τις τύχες του κοπαδιού, τελικά τη συντήρηση μίας απάνθρωπης και καταπιεστικής πολιτικής σ’ένα σύγχρονο κοινωνικό πλαίσιο.
Είναι λογικό λοιπόν οι γενιές που ήρθαν να έχουν ξεχάσει ή να αδιαφορούν για τους αγώνες, είτε ταξικούς είτε εθνικοαπελευθερωτικούς, να νοιάζονται μόνο για το εφήμερο, μέσα στην απελπισία τους. Δεν μπορούμε να μιλάμε για απολίτικη γενιά αλλά για αυτή που απεχθάνεται τον κομματισμό όπως τον περιγράψαμε πιο πάνω. Και αυτή είναι η μεγάλη παγίδα.
Με άλλα λόγια έχουμε ανάγκη μία άλλη πολιτική που δε θα φοβάται τις ρήξεις, το ριζοσπαστισμό, την αποδοχή των καλών στοιχείων του παρελθόντος, τη δόμηση μία νέας κοινωνίας, την εκπόνηση μίας στρατηγικής και τακτικής που θα πατά στο πραγματικό και θα βλέπει το όραμα. Αυτό που θα προσφέρουμε σα δώρο στις μελλοντικές γενιές. Και δε θα φοβόμαστε τις λέξεις όπως «αμερικανόφερτη χούντα», δηλαδή να δυσαρεστήσουμε αυτούς που θα βρούμε μπροστά μας όταν έρθουμε στην εξουσία. Θέλουμε κάτι καινούργιο, τίμιο, αληθινό, ανθρώπινο -ή περίπου κάπως έτσι- όχι αδιάφορο, απόμακρο, από εδώ και από εκεί. Ας ελπίσουμε ότι θα το βρούμε.
Γιάννης Φραγκούλης