Έχουμε προβληματιστεί σχετικά με τις απόψεις και τα σχέδια της ανάπτυξης στην Ελλάδα. Ειδικά για το λεγόμενο αναπτυξιακό σχέδιο που πολύ λίγες φορές σχεδιάστηκε στην Ελλάδα και ακόμη λιγότερες, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, εφαρμόστηκε με οποιοδήποτε αποτέλεσμα (βλέπε για αυτό το προηγούμενο άρθρο μας). Μπορούμε τώρα να δούμε το χάρτη χαρακτήρων, τους Έλληνες ψηφοφόρους πιο εμπεριστατωμένα, κάνοντας ανάλυση στο χαρακτήρα του Έλληνα πολίτη που καλείται να ψηφίσει.
Απ’την αρχή θα πρέπει να διακρίνουμε ότι υπάρχουν οι τάξεις στην κοινωνία, έτσι όπως έχουν μελετηθεί απ’τους μαρξιστές διανοητές. Οι μεγαλοαστοί είναι συντριπτική μειοψηφία, οι υπόλοιπες είναι ταγμένες να υπηρετούν το κεφάλαιο, ντόπιο ή ξένο, με οποιοδήποτε τρόπο. Εδώ όμως θα πρέπει να θυμηθούμε την άποψη του Αντρέα Παπαντρέου, ότι το ελληνικό κεφάλαιο είναι κυρίως μεταπρατικό. Άρα οι υπηρεσίες πηγαίνουν, μέσω της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης, στα ξένα συμφέροντα. Κατά συνέπεια, οι μεσοαστοί και οι κατώτερες τάξης αυτής βιώνουν έντονη ψυχολογική αλλοτρίωση διότι ξέρουν ότι δεν υπηρετούν την πατρίδα τους, αλλά ξένα συμφέροντα, ότι είναι δεκανίκια, που ανά πάσα στιγμή μπορεί να είναι άχρηστα, ότι η ταυτότητά τους δεν ολοκληρώνεται και είναι αδύνατον να βάλουν ένα εθνικό και, τελικά, ατομικό στόχο.
Αυτές οι αποσχιστικές τάσεις μας φέρνουν στο πεδίο όπου κάθε εθνικός πολιτικός σχεδιασμός είναι άσκοπος. Όσοι απ’αυτούς έχουν βάλει στο κέντρο των ενδιαφερόντων τους τον άνθρωπο, όπως η πατριωτική δεξιά και η προοδευτική αριστερά που είναι κυρίως ουμανιστική, δεν μπορούν να σκεφτούν και να σχεδιάσουν την πορεία τους με αυτό το γνώμονα. Ας δούμε όμως τον ψυχικό αγώνα αυτών των τάξεων. Τα συμπεράσματα που θα βγάλουμε θα μας βοηθήσουν να κάνουμε καλύτερο σχεδιασμό προσέγγισης σε συλλογικό αλλά και σε ατομικό επίπεδο, με δεδομένο ότι αυτός ο τελευταίος έχει μεγαλύτερη βαρύτητα, αφού όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι και δεν μπορούν να μπουν στο ίδιο «τσουβάλι».
Παίρνοντας σα δεδομένο ότι οι μεγαλοαστοί ξέρουν πως παίζεται το παιχνίδι, τους όρους και το κέρδος, καταλαβαίνουμε ότι αυτοί είναι οι μόνοι που δεν αντιμετωπίζουν αυτά τα προβλήματα. Επιπλέον, θέτουν τον ιδεολογικό πλαίσιο της εξάρτησης και της καταπίεσης των άλλων τάξεων, με το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο είναι έτσι σχεδιασμένο για να αναπαράγει αυτές τις δομές, και το εκκλησιαστικό-θρησκευτικό πλαίσιο που ιδεολογικοποιεί την αποδοχή της βίας του κράτους και την υποταγή στις εντολές του κεφαλαίου απ’τον πολίτη, καλώντας τον να την αναγνωρίσει ως πατρική, πάντα σε συνεργασία με τις δομές της εκπαίδευσης. Με αυτό τον τρόπο και με τη βία της κρατικής καταστολής και των φερέφωνών της (βλέπε σχετικό άρθρο για την τρομοκρατία) βλέπουμε πως αναπτύσσονται οι νευρώσεις του Έλληνα υποτελή σε αυτές τις λογικές που το θωρακίζουν σε αυτές τις απάνθρωπες επιλογές.
Αυτός ο θωρακισμός είναι η πεμπτουσία του προβλήματος. Είναι δύσκολο για τον άνθρωπο να αντιληφθεί την πραγματικότητα. Η νευρωσική λειτουργία του επιτρέπει σε αυτόν μόνο τη συνδιαλλαγή με τον Άλλον, το Εγώ με το Υπερεγώ έχουν μία τέτοια συνδιαλλαγή που ο φόβος και η υστερία παράγει και αναπαράγει το λόγο.
Με αυτή την έννοια παρατηρούμε τις εξής τάσεις: Ο μεσοαστός φοβάται την οικονομική και κοινωνική του πτώση και τη μετάπτωσή του σε κατώτερη οικονομικά και κοινωνικά τάξη. Το ίδιο και ο μικροαστός. Αυτός όμως «βλέπει» ξεκάθαρα ότι μπορεί να ενταχτεί στο προλεταριάτο και αυτό είναι κάτι που το φοβίζει. Αρχίζουν λοιπόν και αναπτύσσονται οι συντηρητικές δομές που εμποδίζουν να αναπτυχθεί η καθαρή σκέψη, να συζητηθεί μία άλλη λογική, πιο ανθρωποκεντρική και αναπτυξιακή, άρα υπάρχει η μετακίνηση σε πιο συντηρητικές δομές, δεξιές ή ακροδεξιές. Το προλεταριάτο χωρίζεται σε δύο μέρη: σε αυτό που έχει στην κατοχή του κάποιες παραγωγικές σχέσεις και σε εκείνο που η μόνη παραγωγική του δύναμη είναι το ίδιο του το σώμα. Το πρώτο μέρος έχει την τάση να προσεγγίσει το δρόμο του μικροαστού, όπως το αναφέραμε πιο πάνω. Το δεύτερο μέρος βιώνει το φόβο της καταστολής, της βιολογικής και οικονομικής εξαθλίωσης, της απομόνωσης.
Αν, σε όλα αυτά τα θέματα, προσθέσουμε την καταπιεσμένη λίμπιντο από ένα κοινωνικό καθωσπρεπισμό, επιβαλλόμενο απ’τους «καλούς τρόπους της κοινωνίας», και από τις θρησκευτικές απαγορεύσεις, τότε καταλαβαίνουμε ότι το πρόβλημα είναι σοβαρό και ο πυρήνας του είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου απ’τις προκαταλήψεις, τις ιδεοληψίες και τις συντηρητικές δομές που το φυλακίζουν σε αυτόν τον περιχαρακωμένο χώρο της συντήρησης.
Η θεωρία της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης, ειδικά η κοινωνική ψυχολογία, βοηθούμενη απ’τις μελέτες του συμβολισμού, μας δίνουν πολλά εργαλεία για να εμβαθύνουμε στο θέμα. Αυτά τα εργαλεία, με την έννοια ότι δε θα τα βλέπουμε σαν αξιώματα, μπορούν να μας βοηθήσουν να αναλύσουμε την παρούσα κοινωνική κατάσταση στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, να δούμε τις συμπεριφορές των ψηφοφόρων και να τις καταλάβουμε, να μην λειτουργούμε με αφορισμούς και πολώσεις, τελικά να σχεδιάσουμε τη στρατηγική της προσέγγισης του ανθρώπου για να τον προβληματίσουμε και να δει την ουσία του σε αυτό το κοινωνικό πλαίσιο που ζει. Τελικά, να γίνει δυνατό να αναπτυχθεί ο διάλογος μέσα στην κοινωνία.
Γιάννης Φραγκούλης
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βίλχελμ Ράιχ, «Η μαζική ψυχολογία του φασισμού», εκδ. Μπουκουμάνη.
Έριχ Φρομ, «Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία», εκδ. Μπουκουμάνη.
Καρλ Γιουνγκ, «Η ψυχολογία του ασυνείδητου», εκδ. Ιάμβλιχος.
Ζακ Λακάν, «Οι ψυχώσεις», εκδ. Ψυχογιός.