Έχεις μπει σε αυτό το μικρό στενάκι, κοντά στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στο Δήμο Νεάπολης. Ακόμα έχουν μείνει τα παλιά σπίτια που, απ’ότι λένε, έχουν χτιστεί τη δεκαετία του 1980 από τις μετακινήσεις των πληθυσμών από την τότε Σοβιετική Ένωση. Πρόσφυγες και ξένοι στην ίδια την πατρίδα τους, δύο φορές ξένοι.
Κοιτάζεις αυτό το σπίτι. Παλιό, δεν έχει πέσει, με τους τοίχους που έχουν φθαρεί, δείχνει τα σημάδια του χρόνου. Είναι σα να σε προκαλεί, να βγάλεις μία φωτογραφία. Στέκεσαι. Σε εμποδίζει η κατηφόρα, θέλεις να είναι ευθεία ο δρόμος, αλλά αυτό δεν είναι δυνατόν. Δεύτερο εμπόδιο το αυτοκίνητο που έχει παρκάρει ακριβώς μπροστά. Στριγμώνεσαι, βλέπεις μέσα από το παραθυράκι της μηχανής σου, κανονίζεις το κάδρο σου και βάζεις το σωστό διάφραγμα. Είσαι έτοιμος. Και το σπίτι είναι έτοιμο να μείνει στη μνήμη. Η μηχανή σου βοηθά να αποθανατίσεις τη στιγμή.
Η στιγμή του κλικ είναι η στιγμή που γίνεται ένας θάνατος και μία γέννηση. Η μηχανή, σα μία μητέρα, βλέπει να πεθαίνει το έμβρυο και να γεννιέται ένα παιδί, έχει πεθάνει το σπίτι όπως το έχουμε δει και έχει γεννηθεί το αναφερόμενό του. Αυτό που όλο και πιο πολύ θα πάρει απόσταση από το αντικείμενο και θα προσεγγίσει όλο και περισσότερο τη συλλογική μνήμη. Ήδη αυτό το σπίτι δεν είναι πλέον ένα παλιό σπίτι, σε ένα δρομάκι στη Νεάπολη, στη Θεσσαλονίκη. Έχει αλλάξει, έχει τις μνήμες που αναφέρονται στο σήμερα.
Έχεις βάλει τη μηχανή στη θέση της. Στα μάτια σου υπάρχει ακόμα η εικόνα αυτού του σπιτιού και του περιβάλλοντα χώρο του. Αυτό που η φωτογραφία δεν έχει πάρει. Στοιχεία διάσπαρτα που κουβαλούν μέσα τους ένα αφηγηματικό μέρος, ένα κομμάτι της Ιστορίας. Αυτά όλα σε προκαλούν να αναπλάσεις τη δική σου αφήγηση.
Το σπίτι αυτό έχει ένα ιστορικό φορτίο, αυτό είναι η βάση για να το δεις κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο. Μπορούμε να δούμε αυτό το μέρος σαν ένα μεγάλο οικόπεδο, πολύ πιθανόν να μην είχε κτιστεί τίποτε γύρω, οι δρόμοι δεν υπήρχαν, φτιάχτηκαν σύμφωνα με το κτίσιμο των σπιτιών. Η δόμηση της συνοικίας δε μας λέει ότι υπήρχε κάποιο ρυμοτομικό σχέδιο. Ρυμοτομικό, από το ρύμα, υπεράσπιση, προστασία ή και σωτηρία, αναφέρει το λεξικό. Εδώ μπορούμε να δούμε μόνο τη σωτηρία, με την έννοια του βρίσκω κάπου να μείνω με ασφάλεια, επιστροφή στη μήτρα, στη μητέρα πατρίδα. Η υπεράσπιση από εξωγενείς παράγοντες είναι τα άλλα σπίτια, η μία οικογένεια βοηθά την άλλη.
Βλέπουμε τη μικρή οικογένεια να χτίζει πρόχειρα, αλλά με σχέδιο αυτό το σπίτι. Το κάγκελο προστατεύει, περισσότερο όμως δηλώνει ότι κάποιος μπαίνει σε μία ξένη ιδιοκτησία. Το δικό μου και το δικό σου, το μέσα και το έξω, εδώ διαχωρίζονται σαφώς. Η μικρή πόρτα στο κάγκελο είναι περισσότερο ενδεικτική παρά προστατευτική. Δηλώνει την ιδιοκτησία, απαγορεύει την έλευση, απαιτεί να ζητήσεις την άδεια για να μπεις. Η καρέκλα μας δείχνει ότι κάποιος αισθάνεται απόλαυση να κάθεται εδώ και να ταξιδεύει με τις σκέψεις του, να βλέπει το γείτονα και να κανονίζει μία επαφή, μία συνεύρεση, να φτιαχτεί, με αυτό τον τρόπο, η τοπική κοινωνία, σα δεσμοί ανθρώπων, σχέσεων, χαρακτήρων.
Η κολώνα, αριστερά, μας λέει ότι άρεσε στον ιδιοκτήτη το κλασικό στυλ. Από πού ήρθε; Τι στοιχεία κουβάλησε από εκεί; Κανείς δεν ξέρει. Το σίγουρο είναι ότι μπόρεσε να συνδυάσει την κλασική αρχιτεκτονική με το νέο, απλό ρυθμό της ανοικοδόμησης που επέβαλαν οι καιροί εκείνοι. Αυτό μας δείχνει και η πόρτα. Απλή, με απλό σχέδιο, κλασικό και όμορφο, μία ομορφιά διαχρονική. Ας φανταστούμε ότι, τότε, αυτή η πόρτα έκλεινε μόνο όταν οι ιδιοκτήτες του σπιτιού πήγαιναν να κοιμηθούν. Έμενε ανοιχτή γιατί κανείς δε φοβόταν τίποτε, η φιλοξενία ήταν δεδομένη.
Πολύ πιθανόν να είχε αυτό το σπίτι τρία δωμάτια, η κουζίνα με το σαλόνι θα ήταν σε έναν ενιαίο χώρο. Το πιάτο με το μεζέ μπορεί να έβγαινε στο χώρο ανάμεσα στην εξώπορτα και την καγκελόπορτα, κάτι σαν πρόσκληση στους γείτονες να φέρουν τα δικά τους, να αρχίσουν οι κουβέντες, το τραγούδι, μετά, να ανάψει το κέφι και μία μικρή γιορτή να ξεκινήσει από το τίποτε, έτσι αυθόρμητα. Ακούω τα τραγούδια, χωρίς κανένα όργανο, να αντιλαλούν στη γειτονιά. Φέρνουν μνήμες από τις δύο πατρίδες, η νοσταλγία και η ελπίδα γράφουν την ιστορία.
Η καρέκλα. Κάποιο περιμένει να καθίσει εκεί. Να φανταστώ μία γριά που κουβαλά στο σώμα της όλο αυτό το ιστορικό φορτίο; Μπορεί. Πολύ πιθανόν να περιμένει το νέο ένοικο που θα συνεχίσει την ιστορία και την αστική χρήση. Η καρέκλα που είναι το συνδετικό σημείο του παρελθόντος και του παρόντος, η ελπίδα ότι τίποτε δε σταμάτησε. Όμως έτσι άδεια μας φωνάζει ότι η έννοια της γειτονιάς έχει πεθάνει. Οι γύρω πολυκατοικίες μας το επιβεβαιώνουν.
Έχω φτάσει στον κεντρικό δρόμο. Λίγα μέτρα απόσταση και ο οικιστικός χαρακτήρας έχει αλλάξει εντελώς. Το απρόσωπο έχει πάρει τη θέση του προσωπικού. Η νέα συνοικία νίκησε την παλιά. Οι φωνές, τα τραγούδια, οι φιλικές κουβέντες έχουν σιγήσει. Η οικονομική ανάπτυξη και η ανοικοδόμηση βρίσκονται στον ενδιάμεσο ιστορικό χώρο.
Το σπίτι αυτό όμως, όσο καιρό θα μένει έτσι, θα μας θυμίζει τις παλιές στιγμές, όπως τις έχουμε διαβάσει, τις έχουμε ακούσει και τις έχουμε δει στον κινηματογράφο. Θα βλέπουμε, μέσα από αυτό, μία αλλοτινή εποχή, όχι τόσο μακρινή χρονικά, πολύ ξένη σύμφωνα με το σημερινό τρόπο ζωής. Νοσταλγώ, ίσως συγκρίνω. Δεν μπορώ όμως τώρα να κατασταλάξω κάπου. Θα το αφήσω λίγο να έρθει στο συνειδητό επίπεδο, μέσα από το θυμικό, κάποια στιγμή. Τότε θα έρθει ένα κάποιο συμπέρασμα, κάποια στιγμή, μία άλλη αφήγηση, διαφορετική, πιθανόν, από αυτή εδώ!
Κείμενο-φωτογραφία: Γιάννης Φραγκούλης