ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ
του Φρίντριχ Νίτσε
Κάποτε συνήθιζαν να χαρακτηρίζουν τους Γερμανούς «βαθείς», αλλά σήμερα που ότι είναι βαθύ πέφτει στην κατηγορία του «κοφτερού», αναρωτιόμαστε, με κάποια αισιοδοξία, μήπως αυτό το παλιό εγκώμιο είναι απατηλό και -δεν έκρυβε κάτι χειρότερο. Ας μπούμε, λοιπόν, στον κόπο να ψάξουμε τις γερμανικές ψυχές: η προέλευσή τους έχει πολλά σύνθετα, συγκεντρωμένα στοιχεία και αν ένας Γερμανός κραυγάσει πως έχει δύο ψυχές μέσα του, μπορεί να κάνει λάθος στο νούμερο.
Οι Γερμανοί, καθώς είναι ένα ανομοιογενές μίγμα από φυλές όπου φθίνουν, υπερισχύουν οι προαρειανές ιδιότητες, είναι, για τους ίδιους τους Γερμανούς, ο πιο άγνωστος, άπιαστος, αντιφατικός και εκπληκτικός λαός που αποκλείει κάθε καθορισμό, πράγμα που απελπίζει τους Γάλλους μια και η ερώτηση «τι είναι γερμανικό;», μένει αναπάντητη. Ο Γκαίτε, που σε όλη τη ζωή του κράτησε σιωπή και απέφυγε να εξηγηθεί για τους Γερμανούς, θα είχε τους λόγους του για κάτι τέτοιο, καθώς και για την έλλειψη μεγάλης χαράς προς τη Γαλλική Επανάσταση, όσο για τη μεταμόρφωση του Φάουστ του, οφείλεται στην εμφάνιση του Ναπολέοντα.
Η αταξία και οι μυστικές στοές, που οδηγούν στο χάος τη γερμανικής ψυχής, έχουν μία κρυφή μαγεία και οι Γερμανοί τρέφουν αγάπη και αυτοί για το σύμβολό τους, για αυτό αγαπούν τα σύννεφα και όλα όσα είναι ημισκότεινα και δυσκολοδιάκριτα, αβέβαια και μετατρεπούμενα, γιατί έτσι έχουν την αίσθηση του βάθους. Η μεγάλη γερμανική ανακάλυψη είναι η ανάπτυξη του σήμερα, μαζί με τη γερμανική μουσική και μπίρα, κυριαρχούν εκπλήσσοντας και σκλαβώνοντας τους ξένους με τα αινίγματα του Χέγκελ και του Βάγκνερ. Ο Γερμανός σοφός δείχνει μία χωρική αδιαφορία για την καλαισθησία, αλλά και μία τέτοια τόλμη που προκαλεί το φόβο.
Μέσα στην ψυχή του, που δε χωνεύει ποτέ τα γεγονότα, βασιλεύει η ακαταστασία και ο πλούτος, το άξεστο και το λεπτό, και επειδή έχει χρόνια αρρώστια, αγαπά την ευεξία, την αλήθεια και τη δικαιοσύνη, καταφέρνει να μεταμφιέζεται σε τίμιο και αθώο πλάσμα, που θα κερδίσει βέβαια από αυτό! Όταν κοιτάζει με τα αθώα, διάφανα γαλανά, κενά του μάτια, ο ξένος μπερδεύεται και πιστεύει πια στην εντιμότητα και βαθύτητα του Γερμανού, πράγμα που θα έπρεπε να φυλάξουμε με φρόνηση, για να διατηρήσουμε το καλό μας όνομα!
Μαζί με το τελευταίο άσμα του Μότσαρτ πέρασε ο παλιός, καλός καιρός, αλλά εμείς χαιρόμαστε που το ροκοκό του, η τρυφερή, ευγενική, παιχνιδιάρα και ερωτική του πίστη, έχουν ακόμη νόημα για εμάς και ας έρθει γρήγορα η μέρα που όλα τούτα θα σβήσουν. Ωστόσο, είναι σίγουρο πως το πνεύμα και το γούστο του Μπετόβεν θα τελειώσουν ακόμη πιο γρήγορα, γιατί αυτός ήταν ο τελευταίος αντίλαλος στη μεταμόρφωση του στυλ, ενώ ο Μότσαρτ, η τελευταία έκφραση του ευρωπαϊκού γούστου, που κυριαρχούσαν επί αιώνες. Ο Μπετόβεν αποτελεί ενδιάμεσο ανάμεσα στην παλιά, παρακμασμένη ψυχή και στη νέα που εμφανίζεται και στη μουσική του απλώνεται η λάμψη της εξαφάνισης, της απογοήτευσης και της ελπίδας, η ίδια λάμψη της επαναστατικής ελευθερίας του Ρουσσώ, που κατέληγε να υποκλιθεί στον Ναπολέοντα.
Ωστόσο, όλα αυτά εξασθενίζουν τόσο σύντομα, που δύσκολα καταλαβαίνουμε στη μουσική του Μπετόβεν. Μετά εμφανίστηκε ο ρομαντισμός στη γερμανική μουσική σα μία γρήγορη και επιπόλαια κίνηση. Και ο «Ταγχόυζερ», του Βάγκνερ, είναι μία μουσική που δεν ξεχνούμε, αλλά που έχουν αρχίσει να ατονούν οι ήχοι της. Και η ρομαντική μουσική, που δεν ήταν καθόλου λεπτή, ούτε μετρούσε για τους γνήσιους μουσικούς, κατέληξε να γίνει δεύτερη και προορισμένη για το θέατρο των μαζών. Ο Φελίξ Μέντελσον, που τον ξέχασαν εξαιτίας της ανάλαφρης και καθαρής ψυχής του, υπήρξε μία ωραία στιγμή για τη γερμανική μουσική, ενώ ο Ροβέρτος Σούμαν, που, επειδή πήρε σοβαρά το έργο του, τον πήραν και οι άλλοι σοβαρά, αποτέλεσε ένα ρομαντισμό που, ευτυχώς, ξεπεράστηκε. Άλλωστε, ο Σούμαν, με την τρομαγμένη, ευαίσθητη και φλογερή ψυχή, δεν ήταν πια αυτό που ήταν ο Μπετόβεν και ο Μότσαρτ, αφού η μουσική του κινδύνευε να πάψει να είναι η έκφραση της ευρωπαϊκής ψυχής και να γίνει μία εθνικιστική μετριότητα.
Τι να σκεφθούμε για τους Γερμανούς, που ακόμη διαβάζουν βιβλία, που αντέχουν το μαρτύριο των γερμανικών, νωθρών, βαλτωμένων, άτονων βιβλίων! Ευτυχώς που τα διαβάζουν με τεμπελιά και απέχθεια και που ελάχιστοι αναζητούν την τέχνη μιας φράσης και πόσο οξύνοια και υπομονή πρέπει να διαθέτει κάποιο αυτί, προκειμένου να νιώσει τις ουσιώδεις συλλαβές, τις συμμετρίες και τον πλούτο των νοημάτων και των αποχρώσεων! Στα αλήθεια, υπάρχει κανείς Γερμανός, αρκετά αντρείος, ώστε να αναζητήσει μία τέτοια τέχνη ή δεν έχει τέτοιο αυτί, έτσι που η μεγαλύτερη επιδεξιότητα ξοδεύεται για τους κουφούς; Τέτοιες είναι οι σκέψεις μου, όταν διάβαζα δύο δασκάλους της πρόζας, που ο ένας τοποθετεί τις λέξεις κρύα και δειλά σα να ρίχνονται από μία ανήλια σπηλιά και που ο άλλος τις μεταχειρίζεται σαν ευκίνητο σπαθί, που διαπερνά όλο το κορμί.
Καταλαβαίνουμε πόσο άσχετο είναι το γερμανικό ύφος, με την αρμονία από την ασχήμια με την οποία γράφουν οι καλοί μας μουσικοί. Οι Γερμανοί διαβάζουν μόνο με τα μάτια και όχι με τα αυτιά. Οι αρχαίοι, όταν διάβαζαν (πράγμα σπάνιο), το έκαναν με δυνατή φωνή και αν κάποιος διάβαζε χαμηλόφωνα, οι άλλοι παραξενεύονταν σα να θεωρούσαν απαραίτητα, για τη δημόσια ευχαρίστηση, όλα τα τσακίσματα και τις μεταλλαγές της ανθρώπινης φωνής. Αλλά εκείνη την εποχή βασίλευαν οι ίδιοι κανόνες για το γραπτό και το προφορικό ύφος, γιατί τα αυτιά και ο λάρυγγας ήταν εκλεπτυσμένα και οι πνεύμονες δυνατοί και όλα ήταν ένα φυσικό σύνολο αναπνοής.
Η παιδεία των αρχαίων τους επέτρεπε να χαίρονται τις σπάνιες ομορφιές της γλώσσας και αυτό φαίνεται από το Δημοσθένη και τον Κικέρωνα. Μα, εμείς, οι μοντέρνοι άνθρωποι, με την κομμένη αναπνοή δεν έχουμε τα ίδια δικαιώματα με τους αρχαίους γνώστες των λέξεων, που ωθούσα στην τελειότητα τους ρήτορες, και μόνο τον περασμένο αιώνα, στην Ιταλία, άντρες και γυναίκες, κατείχαν την τέχνη του τραγουδιού και της μελωδίας, έτσι που το τραγούδι ήταν το σημαντικότερο πράγμα για τους Ιταλούς, ενώ στη Γερμανία -όπου μόλις πρόσφατα παρατηρείται μία διατακτική ευγλωττία- υπήρχαν μόνο οι δημόσιοι λόγοι του άμβωνα και μόνο οι ιεροκήρυκες γνώριζαν την ορμή, το βάρος και το ξεπήδημα των φράσεων με απόλυτη συνείδηση, αφού ξέρουμε πως σπάνια οι Γερμανοί αγγίζουν τον τέλειο λόγο, και αυτό πάντα καθυστερημένα.
Για αυτό το πιο εξαίρετο γερμανικό έργο πρόζας είναι έργο ιεροκήρυκα και δεν είναι άλλο από τη Βίβλο, το ωραιότερο γερμανικό βιβλίο. Πράγματι, μπροστά στη Βίβλο του Λούθηρου, όλα τα άλλα είναι απλώς φιλολογικά, και η φιλολογία, σε αντίθεση με τη Βίβλο, ποτέ δεν αναπτύχθηκε ούτε στέριωσε στις καρδιές των Γερμανών.
Επιμέλεια: Γιάννης Φραγκούλης
(Απόσπασμα από το βιβλίο Φρίντριχ Νίτσε, «Πέραν του καλού και του κακού», μτφρ. Ελένη Καλκάνη.)