Ο ΘΑΝΑΤΟΣ, ΟΙ ΕΝΟΧΕΣ ΚΑΙ Η ΦΡΙΚΗ ΩΣ ΘΕΑΜΑ
Η σκέψη αυτή διατυπώθηκε για πρώτη φορά με σαφήνεια στο μυαλό μου μετά τη φρικιαστική επίθεση στα γραφεία του CharlieHebdo. Αποκρυσταλλώθηκε λίγο καιρό αργότερα, μετά τη συντριβή του αεροσκάφους της GermanWings. Ο θάνατος, στα μέρη του πλανήτη όπου κατοικοεδρεύουμε κι εμείς, έχει στοιχεία και γεγονότα. Έχει ονοματεπώνυμα και διευθύνσεις. Έχει πληροφορίες παντός τύπου για τους τεθνεώτες. Πού δούλευαν, τι έκαναν, πώς έμοιαζαν, τι τους άρεσε. Έχει τεθλιμμένους ζώντες που έχουν μείνει πίσω και θρηνούν, συνήθως μάλιστα με τρόπο πολύ πιο δημόσιο και φανερό, από αυτόν που (κανονικά) αρμόζει στην αγέρωχη διαδικασία του πένθους. Οι θάνατοι και οι τραγωδίες στα μέρη μας είναι μεγέθη μετρήσιμα, ονομαστικά και ερμηνεύσιμα. Ευθύνες αναζητούνται, ένοχοι καταδιώκονται, ακόμη και σε συμβάντα όπου τίποτα δεν θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί. Είναι βλέπετε κι αυτή η απατηλή ψευδαίσθηση πως μπορούμε να ελέγξουμε ολόκληρη τη σφαίρα των πιθανοτήτων και να αποκλείσουμε εκ των προτέρων οποιαδήποτε σκοτεινή παρέκκλιση.
Ο θάνατος υποτίθεται πως είναι το έσχατό όριο της ισότητας. Πως είναι η κοινή αναπόδραστη μοίρα για όλους, η οποία τοποθετεί τους πάντες σε ένα καθεστώς καταναγκαστικής ισοτιμίας. Ναι, αν θέλουμε να το κρίνουμε αμιγώς βάσει βιολογικού αποτελέσματος. Ναι, αν θέλουμε να υπεισέλθουμε σε (αμπελο)φιλοσοφικές υποσημειώσεις και υπαρξιακούς αστερίσκους. Διότι η αλήθεια είναι πως κι ο θάνατος είναι σφόδρα άδικος στο μεδούλι του. Διότι κάποιοι άνθρωποι χάνονται ανώνυμα, άδοξα και βασανιστικά κατά εκατοντάδες σε παγωμένα φουρτουνιασμένα νερά, ακριβώς δίπλα από το σπίτι μας. Άνθρωποι που ανήκουν σε έναν άλλο κόσμο, όπου ο θάνατος και η τραγωδία έχουν απολέσει το βαρύγδουπο περιτύλιγμα που τους έχουμε προσδώσει. Εκεί απλώς συμβαίνουν. Ασταμάτητα κι εξακολουθητικά.
Αυτήν τη φορά, η τραγωδία έπληξε μεν τους ανθρώπους αυτού του άλλου κόσμου, αλλά τους έπληξε στη δική μας πίσω αυλή. Κι είχε διαστάσεις που δεν μπορούμε να τις αγνοήσουμε, αφού εξάλλου λατρεύουμε τα ογκώδη νούμερα. Η φρίκη είναι θέαμα, είναι εικόνα που καταναλώνεται, σε τέτοιο βαθμό πλέον που ούτε ο Ντεμπόρ δεν θα μπορούσε να το φανταστεί. Οι 900 νεκροί σε μια νύχτα τσιγκλίζουν τα περί ευαισθησίας αισθητήριά μας. Ας είμαστε ειλικρινείς, αν διαβάζαμε κάπου πως θαλασσοπνίγονται κάθε μέρα δέκα άτομα τους τελευταίους τρεις μήνες (το νούμερο βγαίνει εν τέλει ίδιο, για να σας γλυτώσω από τις πράξεις) δεν θα βλεφαρίζαμε. Οι αποτρόπαιες κορυφώσεις μάς ελκύουν με έναν τρόπο αρρωστημένο και μας ωθούν να ξαλαφρώσουμε πρόσκαιρα και περιστασιακά ένα φορτίο ενοχών που κουβαλάμε αταβιστικά στον συλλογικό μας ψυχισμό.
Ενοχές βαθιές και άρρητες απέναντι σε έναν κόσμο που μακελέψαμε, στραγγίξαμε, απομυζήσαμε και ξάφνου του ζητήσαμε να «αναπτυχθεί» κατά τα δικά μας πρότυπα. Ενοχές πιο προφανείς, καθώς, με πρωτοστατούσα τη βρετανική κυβέρνηση, προσφάτως καταργήθηκε το επιχειρησιακό δίκτυο διάσωσης MareNostrum, με τη βάρβαρη δικαιολογία ότι οι διασώσεις ενθαρρύνουν την έλευση προσφύγων και παράτυπων μεταναστών στην Ευρώπη. Ενοχές πιο σαφείς, καθώς διάβαζα προχθές στην εφημερίδα Guardian ότι η Παγκόσμια Τράπεζα ευθύνεται για τον εκτοπισμό 3,4 εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη την τελευταία πενταετία (!), επιχορηγώντας «αναπτυξιακά» έργα που αφανίζουν ολόκληρους πληθυσμούς και κυβερνήσεις πολεμάρχων και σφαγέων.
Οι πρόσφυγες και οι κάθε λογής εκδιωγμένοι και απελπισμένοι μετανάστες δεν έχουν ιδιαίτερη ανάγκη ούτε από την ευαισθησία μας ούτε από τον οίκτο μας. Έχουν αντιθέτως σφοδρή ανάγκη από έναν κόσμο που δεν θα τους καθιστά πρόσφυγες, εκδιωγμένους και απελπισμένους. Κι επειδή αυτό δεν θα συμβεί άμεσα, καλό θα ήταν να καταλάβουμε πως αυτό που συνέβη πριν λίγες μέρες είναι μονάχα η κορυφή του παγόβουνου που θα σκάσει οσονούπω στα κεφάλια όλων μας.
Γιώργος Παπαδημητρίου