ΟΙ ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΥΝΟΙΚΙΕΣ
Ο Ιωάννης Καμενιάτης γράφει στο βιβλίο του, «Η άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς», οι άγριοι και άπληστοι εκείνοι πειρατές παραβίασαν το χαμηλό παραθαλάσσιο τείχος και κατέλαβαν την πόλη στις 31 Ιουλίου του 904. Αφού επί πολλές ημέρες έσφαζαν και πυρπολούσαν, πήραν μαζί τους φεύγοντας κάπου 20.000 αιχμαλώτους που τους πούλησαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Αναφέρει χαρακτηριστικά μάλιστα ότι «απήχθη το ένα δέκατο των κατοίκων της Θεσσαλονίκης». Η πληροφορία αυτή του Καμενιάτη, καθώς και άλλες πληροφορίες σύγχρονών του χρονικογράφων, μας δίνουν το δικαίωμα να πιστεύουμε ότι η τοτινή Θεσσαλονίκη είχε πληθυσμό πάνω από 200.000 κατοίκους, χριστιανούς, Σλάβους, Τούρκους και εθνικούς.
Πως όμως βρέθηκαν οι Τούρκοι στη Θεσσαλονίκη; Ο βυζαντινός συγγραφέας Ι. Κωδινός αναφέρει στο βιβλίο του, «De officiis», στις αρχές του 9ου αιώνα τούρκικα φύλα ζήτησαν άσυλο από το αυτοκράτορα Θεόφιλο που τους το παραχώρησε. Οι άποικοι αυτοί εγκαταστάθηκαν στις πεδιάδες της Κεντρικής Μακεδονίας, στην περιοχή του Αξιού.
Πολύ αργότερα, άλλα τούρκικα φύλα, οι Ούζοι, στα 965, οι Πετσενέγοι, στα 1051, και οι Κουμάνοι, στα 1065, ήρθαν στη Μακεδονία και εγκαταστάθηκαν στις χέρσες περιοχές της που ήταν κατάλληλες για εποικισμό.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Βαγιαζίτ κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη, στα 1394. Η πόλη επανήλθε στα χέρια των Βυζαντινών στα 1402, μετά την ήττα του Βαγιαζίτ από τον Ταμερλάνο. Οι εκστρατείες των Τούρκων όμως είχαν αποτέλεσμα να εγκατασταθούν μόνιμα στη Μακεδονία τούρκικοι πληθυσμοί. Στα Γιαννιτσά εγκαθίστανται οι πολεμιστές του Εβρενός μπέη, ενός εξωμότη Έλληνα στρατηγού που ήταν στην υπηρεσία των μωαμεθανών.
Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη στις 29 Μαρτίου 1430, όσοι κάτοικοι γλύτωσαν από τις σφαγές έφυγαν στην ύπαιθρο και έμειναν στην πόλη μόνο 7.000. Για να εποικίσει την έρημη πόλη, ο σουλτάνος Μουράτ Β΄ έφερε από τα Γιαννιτσά πολλές τούρκικες οικογένειες και τις εγκατέστησε στα σπίτια των φυγάδων.
Οι καινούργιοι αυτοί κάτοικοι της πόλης, μαζί με όσους είχαν απομείνει, μαζί με τους Εβραίους πρόσφυγες από τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, τους Σλάβους και τους Αρμένιους, ζούσαν τα πρώτα χρόνια της τούρκικης κατάκτησης, δίχως κανενός είδους διάκριση, όσον αφορά στη θρησκεία ή στο επάγγελμά τους. Όταν όμως ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε, με τον ερχομό των Εβραίων Σεφαραδίμ, επήλθε ένας κάποιος διαχωρισμός εθνοτήτων. Οι Εβραίοι εγκαθίστανται κοντά στο παραθαλάσσιο τείχος, οι χριστιανοί συγκεντρώνονται γύρω από τις εκκλησίες που δε βρίσκονται στα χέρια των κατακτητών, ενώ οι Τούρκοι αποτραβιούνται στα υψώματα, στο Μπαΐρι, και χτίζουν εκεί τα σπίτια τους. Ο τοπικός αυτός διαχωρισμός των τριών κυριοτέρων εθνοτήτων θα διατηρηθεί αναλλοίωτος μέχρι το 1912.
Οι τούρκικες συνοικίες της Άνω Πόλης ήταν μακριά η μία από την άλλη. Στα κατοπινά χρόνια όμως, με τον ερχομό των Βοσνιάκων προσφύγων στα 1876, τα κενά θα συμπληρωθούν, οπότε στα τέλη του19ου αιώνα θα υπάρχουν οι ακόλουθες συνοικίες:
Αχμέτ Σούμπαση, μεταξύ των οδών Αγίας Σοφίας, Κασσάνδρου, Αποστόλου Παύλου και πλατείας Καλλιθέας.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Μεσούντ Χασάν, μεταξύ της πλατείας Καλλιθέας και της οδού Ακροπόλεως.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Πιντί Χασάν, μεταξύ των οδών Αγίας Σοφίας, Αθηνάς, Ιουλιανού και Κασσάνδρου.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Ικί Σεριφιέ, κοντά στην εκκλησία των Ταξιαρχών.
(Βλεπε τον χάρτη εδώ)
Ισχάκ Πασά, κοντά στο Αλατζά Ιμαρέτ.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Σουλακά, δυτικά της μονής Βλατάδων.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Χατζή Μουμίν, κοντά στην πύλη Εσκί Ντελίκ.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Μουσά Μπαμπά, στη σημερινή πλατεία Τερψιθέας.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Εσκί Σεράιγ, γύρω από την εκκλησία του Προφήτη Ηλία.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Κασιμιγιέ, γύρω από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Τσιναρλί, στο Τσινάρι.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Χατζή Ισμαήλ, μεταξύ των οδών Δημητρίου Πολιορκητού και Ολυμπιάδος.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Ασταρτσί, στην περιοχή της οδού Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Γιακούμπ Πασά, κοντά στην εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Χατζή Ισκεντέρ, γύρω από το Σαατλή τζαμί, δυτικά του Διοικητηρίου.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Γιλάν Μερμέρ, στην οδό Αγίου Δημητρίου, κοντά στα γραφεία της ΔΕΗ.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Καζάζ Χατζή Μουζά ή Γενί Καπού, στην περιοχή Καφαντάρη.
(Βλέπε τον χάτη εδώ)
Πόρτα Καπού ή Τάμπια, μεταξύ των οδών Αγίου Δημητρίου, Αρριανού και Εθνικής Αμύνης.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Σινάν Πασά, ανάμεσα στη Ροτόντα και την Παναγία Δεξιά.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Αλή Πασά, μεταξύ των οδών Ευριπίδου, Αγίου Δημητρίου, Ιουλιανού και Αριστοτέλους.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Χατζή Χασάν, γύρω από τον Άγιο Νικόλαο τον Τρανό.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Αμπντουλάχ Καδή, στην παλιά οδό Αριστοτέλους.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Σινατσίκ, δυτικά της εκκλησίας του Αγίου Νέστορα.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Καρά Χατζή, νότια της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Μπαλαάτ, πίσω ακριβώς από το παλιό Δημαρχείο.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Χαμζά Μπέη, γύρω από το Αλκαζάρ.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Γκιουλμέζ Ογλού, μεταξύ των οδών Λέοντος Σοφού, Φιλίππου, Αντιγονιδών και Εγνατίας.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Μπούρμαλη Τζαμί, γύρω από το ξενοδοχείο Βιέννη.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Κασίμ Πασά, κοντά στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Όλες αυτές οι συνοικίες βρίσκονταν πάνω από την Εγνατία. Κάτω από το «φαρδύ δρόμο», όπως έλεγαν τότε την Εγνατία, ήταν οι συνοικίες:
Αχτσέ Μεστζίτ, στη σημερινή πλατεία Ναυαρίνου.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Νταμπάζ Χαϊρεντίν, στην περιοχή των οδών Ζεύξιδος και Ικτίνου.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Τουμουρτάς, δυτικά του Αχτσέ Μεστζίτ.
(Βλέπε τον χάρτη εδώ)
Κιουτσούκ Σελανίκ, η σημερινή συνοικία της Ακρόπολης, που ήταν στη βορειοανατολική άκρη των τειχών. Η συνοικία αυτή ήταν αραιοκατοικημένη. Εκεί έμεναν φτωχές τούρκικες οικογένειες και γύφτοι. Όπως αναφέρει ο Χατζηιωάννου, σπάνια οι Ρωμιοί ανέβαιναν σε αυτόν τον τουρκομαχαλά, επειδή κάτι τέτοιο ήταν πολύ επικίνδυνο.
Για τα ονόματα των συνοικιών και τη θέση τους συμβουλευτήκαμε το βιβλίο του Βασίλη Δημητριάδη, «Τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την εποχή της τουρκοκρατίας». Χρησιμοποιήσαμε επίσης στοιχεία από διαλέξεις του ιστορικού Γιώργου Θεοχαρίδη.
Στις παραπάνω γειτονιές, οι Τούρκοι ζουν στα κονάκια τους, χωρίς να πολυέρχονται σε επαφή με τους γκιαούρηδες και τους γιαχουντήδες. Είναι όλοι τους κτηματίες, χωροφύλακες, βυρσοδέψηδες, διοικητικοί υπάλληλοι και μοιράζονται τις ώρες της ραχατλίδικης ζωής τους με τις νόμιμες γυναίκες τους, που τις επιτρέπει το Κοράνι, και με τις παλακίδες τους, που δεν τις απαγορεύει το ιερό βιβλίο.
Τα τούρκικα σπίτια ήταν διώροφα ή τριώροφα, βαμμένα κόκκινα και είχαν στο πίσω μέρος μεγάλες αυλές, με πηγάδια, σιντριβάνια, κήπους και πολλά δέντρα. Στην πρόσοψη έχουν μπαλκόνια, χαγιάτια και σαχνισιά με χρωματιστά τζάμια και καφάσια.
Οι Τούρκοι έδιναν μεγάλη σημασία στο νερό. Κατά το Κοράνι, είναι θεάρεστη πράξη η κατασκευή ενός τσεσμέ, δηλαδή μίας βρύσης για να πίνει νερό ο κοσμάκης. Φαίνεται ότι ο προφήτης έκανε αυτή την παραγγελία στο Κοράνι, επειδή είχε κακές αναμνήσεις από την εποχή που διέσχιζε διψασμένος την αραβική έρημο, με τα καραβάνια της χήρας Χαντιτζά, που έγινε αργότερα γυναίκα του.
Ο κάθε πλούσιος μπέης, λοιπόν, έχτιζε στη γειτονιά του ή στην ύπαιθρο μία βρύση και κοντά της φύτευε μερικά πλατάνια. Στη μαρμάρινη πλάκα της βρύσης έγραφε το όνομά του, για να τον ευλογούν οι συμπολίτες του και να μην τον ξεχάσει ο Αλλάχ, όταν ερχόταν η ώρα να τον καλέσει κοντά του.
Μέχρι τα 1950 υπήρχαν βρύσες και πλατάνια στο Αχτσέ Μεστζίτ, στο Τσινάρ, στη διασταύρωση των οδών Κ. Παλαιολόγου και παλιάς Αριστοτέλους, «τα δύο σουλινάρια» που έλεγαν οι Σαλονικοί, και η «Κόκκινη Βρύση», στην οδό Ακροπόλεως, κοντά στην εκκλησία των Ταξιαρχών. Σήμερα μόνο το στεγνωμένο στόμα της «Κόκκινης Βρύσης» θυμίζει στους παλιούς την εποχή που έλεγαν το νερό νεράκι.
Δε θα ήταν άσκοπο να πούμε λίγα λόγια για τα μορφολογικά στοιχεία της τούρκικης αρχιτεκτονικής, που με βάση αυτή ήταν χτισμένα στα σπίτια στους τουρκομαχαλάδες.
Τα μπαλκόνια ήταν εξώστες δίχως στέγη, που στηρίζονταν σε ξύλινα δοκάρια ή σε σιδεριές απλές ή δουλεμένες με τέχνη, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες και το γούστο του νοικοκύρη.
Τα χαγιάτια ήταν σκεπασμένοι χώροι που στήριζαν την οροφή. Ήταν κατασκευασμένα με κατακόρυφα δοκάρια και βρίσκονταν στην εσοχή ή την προεξοχή της πρόσοψης. Χρησίμευαν για να δίνουν περισσότερο φως στο εσωτερικό του σπιτιού και για τον εξαερισμό του.
Τα σαχνισιά ή σαχνιούνια, όπως τα έλεγαν στη Σμύρνη, ήταν κλειστοί εξώστες με παράθυρα που προστατεύονταν από καφάσια. Εκεί κάθονταν τα χανουμάκια και έβλεπαν τους νέους να περνούν στα καλντερίμια, δίχως να τα βλέπει κανένας, ούτε καν ο ήλιος, αφού τα χρόνια εκείνα η λευκή επιδερμίδα ήταν, μαζί με το πάχος, βασικό στοιχείο της γυναικείας ομορφιάς.
Πολλές φορές οι παγιάντες, τα λοξά δοκάρια που στήριζαν τα μπαλκόνια και τα σαχνισιά, καμωμένα από χοντρό ξύλο ή από σίδερο, ήταν ντυμένες με σοβαντισμένες μπαγδατόπηχες και σχημάτιζαν κοίλα ή κυρτά υποστηρίγματα, που έδιναν την εντύπωση πως ήταν τμήμα του τοίχου της πρόσοψης.
Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, οι αρχιτέκτονες της Θεσσαλονίκης, δικοί μας και ξένοι, χρησιμοποιούσαν στις οικοδομές τους διακοσμητικά στοιχεία από διάφορους ρυθμούς, προσαρμοσμένα στο περιβάλλον και στον τρόπο ζωής αυτών που θα τις κατοικούσαν. Το ρεύμα αυτό, ο εκλεκτικισμός, φαίνεται στις βίλες της συνοικίας των Πύργων.
Γιάννης Φραγκούλης