ΠΩΣ ΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΓΟΝΙΟ
Η κτητικότητα: γράφει ο Γιάννης Φραγκούλης*
Το έχουμε ακούσει δεκάδες χιλιάδες φορές: «έχω ένα παιδί…». Είναι μία φράση πολύ συνηθισμένη αλλά και πολύ επικίνδυνη. Από αυτή μπορεί να ξεκινήσει μία ένταση του «έχω». Αν το έχω τότε είναι κτήμα μου και θα πρέπει η συμπεριφορά του να είναι συγκεκριμένη. Προσδιορίζω τους ορίζοντές του όπως θέλω εγώ. Ας τα δούμε όμως πιο αναλυτικά.
Η ΚΤΗΤΙΚΟΤΗΤΑ: ΠΩΣ ΘΕΜΕΛΙΩΝΕΤΑΙ;
Από τις πρώτες μέρες που το παιδί θα γεννηθεί οι γονείς και οι παππούδες το αισθάνονται σαν κτήμα τους. Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει το «έχω ένα παιδί καλό» ή «τι παιδί έχουμε εμείς;»; Αυτές οι φράσεις δείχνουν την αγάπη αυτού που το λέει προς το παιδί που μόλις έχει έρθει στον κόσμο. Αυτός καμαρώνει και, σε μία αντίθετη περίπτωση, θα βλέπαμε μια αδιαφορία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μία «καλή αρχή», το παιδί έχει γύρω του άτομα που το αγαπούν. Άρα θα το προστατεύσουν.
«Η κτητικότητα: με αυτό τον τρόπο
βάζει τις ρίζες της κτητικότητας.»
Αν το κοιτάξουμε καλύτερα αυτό το «έχω» που σημαίνει αγάπη, αφοσίωση, προστασία, έρχεται από τη βρεφική ηλικία του ανθρώπου. Στην ηλικία των 2 ετών το παιδί απαιτεί κάτι, θέλει να έχει κτήμα του όσα θεωρεί ότι είναι απαραίτητα να τα μάθει. Θα αγαπήσει το «μοναδικό» κουτάλι για να μάθει τι είναι αυτό, ποια η χρησιμότητά του, τι μπορεί να κάνει με αυτό. Η ερώτηση «τι είναι αυτό» έρχεται και επανέρχεται σε όλη του τη ζωή. Αυτή είναι η ερώτηση που έθεσε και ο Φρόιντ στην προσπάθειά του να ορίσει το αντικείμενο της αγάπης και της απόλαυσης. Έτσι έγινε όρος στην ψυχανάλυση.
Με αυτή την έννοια, το «έχω» εμφανίζεται στην υπόλοιπη ζωή του ανθρώπου όπου απαιτεί την απόλαυση για ένα αντικείμενο. Με αυτό τον τρόπο βάζει τις ρίζες της κτητικότητας. Πάνω σε αυτές αρχίζει να δομεί την απόλαυση και, κατά συνέπεια, την προστασία και τη φροντίδα που θα πρέπει να δείξει σε αυτό το αντικείμενο. Που όμως αρχίζει η επικίνδυνη κατάσταση;
Η ΚΤΗΤΙΚΟΤΗΤΑ: Ο ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ
Το «έχω» όταν το βάζουμε στη φράση που έχει τις λέξεις «ένα παιδί» έχει έναν ακριβή προσδιορισμό. Εγώ και αυτό είμαστε σε μία ευθεία γραμμή. Αυτό είναι η συνέχειά μου ή αυτό είναι η προέκταση του εγώ μου. Σαν τέτοια αν το δούμε, τότε πρέπει να έχει κάποια από τα δικά μου χαρακτηριστικά. Σε αυτή ακριβώς τη στιγμή ο γονιός ή οι γονείς του προσπαθούν να μεταφέρουν στοιχεία από τον εαυτό τους στο παιδί και απαιτούν αυτό να τα κάνει κτήμα του. Γιατί; Επειδή μας ανήκει, είναι καλά στοιχεία της προσωπικότητάς μας, έτσι θα γίνει καλός άνθρωπος. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
«Η κτητικότητα: τελικά να το αφήσουμε
να επιλέξει με τη βοήθειά μας.»
Είναι πολύ εύκολο να καταλάβουμε ότι εδώ υπάρχει ένας περιορισμός. Τι προσφέρω στο παιδί; Μα φυσικά τον ίδιο τον εαυτό μου. Και απαιτώ να το δεχτεί και να γίνει κτήμα του. Αυτός είναι ο πρώτος περιορισμός και θα ακολουθήσουν και άλλοι στη ζωή του παιδιού, ακολουθώντας αυτή τη λογική. Τι σημαίνουν όμως αυτοί οι περιορισμοί και ποια είναι η συνέχειά τους; Αυτοί έρχονται από την πεποίθηση ότι η ζωή η δικιά μας ήταν καλή, άρα είναι ένα πρότυπο για το παιδί μας. Ακόμα και αν η ζωή μας ήταν τέλεια η λογική του προσφέρω και πρέπει να το κάνει κτήμα του έχει μέσα της ένα σοβαρό λάθος.
Η ΚΤΗΤΙΚΟΤΗΤΑ: ΠΡΟΤΕΙΝΩ
Στον αντίποδα θα δούμε το γονιό που προτείνει στο παιδί. Η πρόταση είναι προσφορά γνώσεων. Όπως όλες οι γνώσεις θα πρέπει να προσφέρονται με τη λογική της επιλογής από το παιδί. Πως όμως ένα παιδί μπορεί να επιλέξει; Αυτή η ερώτηση λέγεται από πολλούς γονιούς. Θεωρούν ότι το παιδί τους δεν έχει την ικανότητα να επιλέξει το ένα ή το άλλο θέμα. Και όντως έτσι είναι όσο ο γονιός δε συζητά με το παιδί του για αυτές τις επιλογές. Ο τρόπος της συζήτησης θα πρέπει να είναι όπως αυτός που κάνουμε με ένα συνομήλικό μας. Να του δώσουμε τις διαφορετικές επιλογές, να του εξηγήσουμε γιατί προτείνουμε αυτό και όχι το άλλο, να του δείξουμε που είναι το επικίνδυνο και που η απόλαυση, τελικά να το αφήσουμε να επιλέξει με τη βοήθειά μας.
«Η κτητικότητα: σε μεταγενέστερο χρόνο,
θα είναι πιο εύκολο να αποφασίσει το παιδί ή ο έφηβος.»
Ξέρω ότι περιγράφω μία δύσκολη διαδικασία: για να αποφασίσουμε αν θα κάνουμε το ένα ή το άλλο πράγμα θα πρέπει να «χαλάσουμε» πολύ χρόνο. Αν το δούμε όμως έτσι, τότε θα καταλάβουμε ότι καταναλώνουμε τσάμπα χρόνο. Δεν είναι όμως έτσι το θέμα. Αντίθετα, κερδίζουμε χρόνο αν το δούμε σε μακροχρόνια βάση. Αν βάλουμε το παιδί σε αυτή τη διαδικασία τότε θα είναι πιο εύκολο στη συνέχεια να συναποφασίσει ο γονιός με το παιδί πιο περίπλοκα θέματα. Τελικά, σε μεταγενέστερο χρόνο, θα είναι πιο εύκολο να αποφασίσει το παιδί ή ο έφηβος κάτι, να πάρει τη «σωστή» απόφαση με την ελάχιστη υπόδειξη του γονέα του. Αυτό εννοώ ότι κερδίζουμε χρόνο.
Τελικά δομούμε την ταυτότητά του με τον πιο δημιουργικό τρόπο. Αυτό το θέμα θα το συζητήσουμε όμως σε επόμενο σημείωμά μας αφού δώσουμε κάποια παραδείγματα αυτής της λογικής που εδώ αναφέρουμε.
*Ο Γιάννης Φραγκούλης είναι ψυχαναλυτής.