Περπατάς σε ένα δρόμο της πόλης. Τα βήματά σου σε οδηγούν σε αυτά τα μέρη που τα ονομάζουν κακόφημα. Αυτά που έχουν κακή φήμη. Εκεί όπου ο έρωτας είναι αγοραίος. Μπαίνει στην αγορά, γίνεται ηδονή, δίνοντας κάτι, έτσι σαν αποζημίωση. Μιλάμε, όπως έγινε κατανοητό, για τα πορνεία, τα μπουρδέλα, όπως τα λέμε. Ποια είναι όμως η κακή φήμη; Γιατί αυτά τα μαγαζιά έχουν τόσες πολλές ονομασίες, γιατί δεν τολμούμε να τα πούμε με το όνομά τους, να τα κοιτάξουμε κατάματα;
Ξέρουμε πολύ καλά τι προσφέρουν στον πελάτη τους. Το ξέρουμε αλλά δεν το λέμε. Έτσι ή αλλιώς η ηδονή είναι κάτι σχεδόν απαγορευμένο στο δυτικό κόσμο, όπου κυριαρχεί μία «καθώς πρέπει» ηθική. Αυτή η έννοια της ηθικής έχει απορρίψει την απόλαυση, με την ευρύτερη έννοια της, έτσι όπως εμφανίζεται στην επικούρεια φιλοσοφία και στην ταοϊστική διδασκαλία. Κάθεσαι και σκέφτεσαι το γιατί.
Αν αναλογιστείς ότι αυτή η απόλαυση είναι «αρμόδια» για την αντίληψη της «πραγματικότητας», για τη, χωρίς εμπόδια και φραγμούς, είσπραξη των δεδομένων που υπάρχουν σε αυτό που λέμε «πραγματικότητα» και τη δόμηση της δικής μας «πραγματικότητας» για ένα γεγονός, μία κοινωνική ή ψυχολογική κατάσταση, αν, ακόμα, σκεφτείς ότι αυτή η είσοδος των δεδομένων δρομολογεί την κριτική ικανότητα, τότε θα καταλάβεις ότι η απόλαυση, χωρίς εμπόδια και φραγμούς, άνευ σοβαρού λόγου και αιτίας, είναι μία αξία επικίνδυνη για αυτούς που θέλουν να κυβερνήσουν τον άνθρωπο.
Η ηδονή φέρνει την απόλαυση και αυτή προσφέρεται σε αυτά τα μαγαζιά. Προσφέρεται με ανταμοιβή. Το λεφτά τα δίνει ο άντρας και, κάποια από αυτά, τα παίρνει η γυναίκα. Και οι δύο είναι χαμένοι. Ένα ολόκληρο σύστημα έχει σκεφτεί έναν τρόπο να προσφέρει ελεγχόμενη ηδονή, να δίνει απόλαυση και, μετά από λίγο, να την παίρνει πίσω. Το σώμα γίνεται εμπόρευμα. Η συνουσία είναι το προϊόν μιας συναλλαγής και όχι μιας ερωτικής επιθυμίας. Σπάνιες είναι οι φορές που ένας πελάτης ερωτεύεται μία πόρνη, τη σέβεται και, τελικά, την κάνει (νόμιμη;) γυναίκα του.
«Και λέει ότι, εσύ δε θα κάνεις τίποτε, δε θα είσαι σαν αυτούς», λέει τον πόνο της η «πόρνη» Γώγου, για τις ανάγκες της ποίησης, βγάζει το σπαραγμό της γυναίκας και ανυψώνει τον άντρα. Και τότε και οι δύο αγιοποιούνται. Ξεχνάει αυτή το «μία κανονική γυναίκα», μία αντίληψη που δε χωρά στο δικό της κόσμο και γίνεται Γυναίκα και αυτός Άντρας. Και οι δύο μαζί ζευγάρι που υπηρετούν το θεό έρωτα. Ξέρουν να επικοινωνούν, να διαβάζουν τον άλλον. Να τον κοιτάζουν κατάματα και να μη φεύγουν με σκυμμένο το κεφάλι.
Ας επανέλθουμε.
Ο πρώτος φραγμός: το νόμιμο και το παράνομο του έρωτα. Οι φοβίες, οι απαγορεύσεις, οι ενοχές που δε σε αφήνουν να κυνηγήσεις τη γυναίκα με την ορμή του πρωτόγονου και την ηθική του σύγχρονου ανθρώπου. Φοβάσαι τι θα πει ο άλλος και κάνεις πίσω.
Ο δεύτερος φραγμός: οι θρησκευτικές δοξασίες και αναστολές που σε οδηγούν σε υστερικές απόψεις. Ευλογείται ο γάμος, αλλά τον αρνιέται, επίσης. Ο έρωτας είναι επιτρεπτός κατόπιν άδειας του θρησκευτικού προσώπου, ελέω θεού.
Ο τρίτος φραγμός: η κοινωνία που επιβάλλει στην οικογένεια την απαγόρευση της συνουσίας πριν το γάμο, που δεν αφήνει να ενημερωθεί και, τελικά, να απελευθερωθεί ο άνθρωπος που θέλει να σεβαστεί τον εαυτό του και τους άλλους, να ζήσει ελεύθερος.
Ο τέταρτος φραγμός: το περιθώριο, το γλυκό απαγορευμένο, σαν το μήλο του Αδάμ, που είναι εύγευστο, μόνο αυτή τη στιγμή. Μετά χάνει τη νοστιμιά του, αλλά και την ίδια την υπόστασή του.
Κάνουμε ότι δε βλέπουμε την κακοποίηση των γυναικών, την εκπόρνευση του άντρα. Τους θέλουμε δέσμιους μιας λογικής που, μέσα στον παραλογισμό της, βάζει αλυσίδες και δένει τα χέρια και τα πόδια του ανθρώπου. Η επιθυμία του για ηδονή -που είναι μία γενετήσια ορμή- και ο φόβος για αυτά που αυτή επισύρει, είναι η αρχή της νεανικής νεύρωσης. Ο έφηβος, που θα πρέπει να γευτεί τον έρωτα και, με αυτή την ορμή, να δημιουργήσει, είναι υποχείριο μιας λογικής ανθρώπων που σκέφτονται μόνο τον περιορισμό, τους κανόνες που οι ίδιοι έβαλαν, τον ευνουχισμό του ανθρώπου.
Έτσι βλέπουμε τα δύο θύματα, τον άντρα και τη γυναίκα, να θυσιάζονται στο βωμό της εξουσίας.
Η γυναίκα προσφέρει το κορμί της και προσποιείται την ηδονή. Βλέπει το κορμί της να είναι εμπορεύσιμο, άρα το κέλυφος που περιβάλλει την ψυχή της, μετουσιώνεται και, τελικά η ίδια η ψυχή της πλήττεται, αλλοτριώνεται και καταστρέφεται.
Ο άντρας βιώνει μία πρόσκαιρη απόλαυση. Μετά από λίγο καταλαβαίνει το μάταιο αυτής της πράξης, το ανούσιο, το ανήθικο και, ουσιαστικά, το αδιέξοδο. Η απόλαυση σπάει σε χίλια κομμάτια, δεν επανέρχεται στην προηγούμενη κατάστασή του, πριν από αυτή τη συνουσία, αλλά σε χειρότερη, σε αυτή που η υστερική κατάστασή του, όταν δε βρίσκει απαντήσεις στα «γιατί» που η εσωτερική φωνή του τον ρωτάει, τον καταδικάζει για την ανηθικότητά του.
Πιο πέρα, το μικρό αγόρι παίζει με το κοριτσάκι. Είναι ακόμα μικρά και, θεωρούμαι, ο έρωτας δεν έχει σχηματισθεί στην ψυχή τους. Τους αφήνουμε να παίζουν ένα πρώιμο ερωτικό παιχνίδι, χωρίς ενοχές. Ξέρουμε ότι, όταν μεγαλώσουν, θα κληρονομήσουν τις δικές μας ενοχές και θα γίνουν «κανονικοί» άνθρωποι. Θα ζήσουν σε μία υγιή κοινωνία, τη δική μας.
Τους κρύβουμε επιμελώς αυτά που θα σχηματίσουν τη λίμπιντό τους, δημιουργώντας την πρώτη έννοια του απαγορευμένου, της αμαρτίας. Ο άνθρωπος γεννιέται με την προπατορική αμαρτία και με αυτή πεθαίνει. Θα βρει τη λύτρωση στη Δευτέρα Παρουσία, μετά το θάνατό του. Μέχρι τότε θα πρέπει να είναι ευχαριστημένος να βασανίζεται, να αυτοτιμωρείται, τελικά να θωρακίζεται και να δέχεται το αφόρητο βάρος της πατρικής εξουσίας, η οποία έχει να κάνει με το θεό, την καταστολή, τη βία, την καταπίεση, την ιδεολογική καταρράκωση.
Ζει σε μία υγιή κοινωνία. Έτσι του λένε. Έτσι πιστεύει και δεν κάνει τίποτε για να ξεφύγει, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Αυτές όμως οι εξαιρέσεις θα προοδεύσουν το λόγο της κοινωνίας, σε όλους τους τομείς. Θα κυνηγηθούν και, πολύ αργότερα, όταν θα είναι ακίνδυνες, θα εγκωμιαστούν, ως ένα μουσειακό είδος. Σαν ένα πτώμα.
«Να κάνουμε το πτώμα γεγονός αναστάσιμο. Αν δεν το μπορέσουμε εμείς, Παντελή, πως θα το μπορέσουν οι πολιτικές;», αναρωτιέται ο Διονύσης, απευθυνόμενος στον Παντελή, στο «Happy day». Και έτσι είναι!
Αυτό το πορνείο που διαλαλεί την πραμάτειά του δεν είναι παρά η βιτρίνα της καταστολής της άρχουσας τάξης, με όλες τις μορφές της. Είναι ευλογημένο από την Εκκλησία, από την Αστυνομία, από το Υπουργείο, από το Σχολείο, υπάρχει επειδή κάνει τα «στραβά μάτια» η Οικογένεια. Αυτή την υγιή κοινωνία δεν τη θέλω, φαίνεται να λέει ο έφηβος στη φίλη του στις «Μικρές Αφροδίτες». Την ακουμπάει σαν κάτι ιερό γιατί τη βλέπει σα Γυναίκα σε μία πρωτόγονη κοινωνία πολύ πιο ανθρώπινη από τη δική μας.
Ο Claude Levi-Strauss έλεγε ότι δεν υπάρχει πρωτόγονος άνθρωπος, αλλά πρωτόγονη σκέψη. Εννοούσε προφανώς ότι ο απελευθερωμένος άνθρωπος, αυτός που δε φοβάται την ελευθερία και δεν έχει βιώσει την καταστροφικότητα, όπως αναλύει ο Έριχ Φρομ, αυτός που ξέρει τις ορμές, όπως τις αναλύει ο Βίλχελμ Ράιχ, που δε βιώνει στον έρωτα τον ευνουχισμό, κατά Φρόιντ, αυτός μπορεί να είναι παντού, π.χ. στο κέντρο της Νέας Υόρκης, σε αυτόν δε θα συνδιαλλαγεί το Υπερεγώ του με τον Άλλον, κατά Λακάν, άρα θα είναι απελευθερωμένος να ζήσει τη ζωή του και θα ξέρει να μην προσβάλλει τον άλλον, το συνάνθρωπό του. Θα είναι πολιτισμένος.
Και τότε το πορνείο θα κλείσει. Δε θα έχει λόγο ύπαρξης. Και τα δεσμά θα σπάσουν, αυτά των θρησκειών, των προκαταλήψεων, των καταστολών, σωματικών και ιδεολογικών. Θα είναι ελεύθερος να λατρεύει έτσι όπως του αρμόζει τη Φύση του.
Φωτογραφία: Γιώργος Πιπέλιας
Κείμενο: Γιάννης Φραγκούλης