του Σίμου Ιωσηφίδη
Ο άνθρωπος, έτσι όπως στιγματίστηκε από τα ιστορικά κείμενα και κοινωνικά πεπραγμένα, το ον του «κοινωνείν», δημιουργώντας ανεπιστρεπτί βιώματα και ευάλωτες λογικές, αργά ή γρήγορα -πάντως αναμφίβολα-, όφειλε να υπερβαίνει εαυτόν. Πρόκειται για μιαν οφειλή επιτακτική, μια εν διαρκεία αναδυόμενη ανάγκη που προέτρεπε την επιστροφή στη ζωώδη του φύση.
Ο εβραϊκός τύπος πόρευσης και η έκδηλη χριστιανική του συνέχιση και ακύρωση, εγκαταστάθηκαν σε έναν προβληματισμό που σχημάτισε, σχεδόν ανάγλυφα, εκείνη την υπερφυσική πραγματικότητα. Ο Ιησούς κήρυττε: «αγαπάτε φίλους, συμπορευτείτε με εχθρούς». Οι ιουδαϊστές με τη σειρά τους, πολλά χρόνια πριν: «αγάπη στους φιλικώς πλησίοντες». Ο χριστιανισμός, πασίδηλα, με τον απλούστερο τρόπο, ανάτρεπε την σημιτική θεώρηση του κόσμου. Έβραζαν οι πίστεις, πεπτοκότες χριστιανοί, επιστροφή στο μεσσιανισμό, προσηλωμένοι ιερείς…
Υπήρξαν περίοδοι πολλές που οι άνθρωποι, προκειμένου για την σωτηρία τους, πίστευαν σε ανθρώπους. Η διάνοια κάποιων ταγών επισκίαζε σώφρονες και μη. Καθοδηγητές εν είδει πνευματικών οδηγών, προσηλύτιζαν τεχνηέντως αθρόα πλήθη. Η δημαγωγία αρίστευε, η έννοια της πειθούς θριάμβευε, η μετάνοια νοός στον έκαστο νεοεισελθέντα ηγήτορα βρισκόταν στην ανώτατη έλλαμψη. Η διαλεκτική, αυτή η σημαίνουσα απόσταση από την πραγματικότητα (η οποία θα παραμείνει μια χίμαιρα) θα επιβληθεί και, κατόπιν τούτου, θα εγκαθιδρυθεί. Μια εγκαθίδρυση που με τα δημαγωγικά της αδιέξοδα θα διατηρείται καθολικά.
Σε ύστερες εποχές η νόηση κατέπεσε. Οι λογικές αναστράφηκαν. Τούτες οι αδιάλειπτες ανατροπές των λογικών, ανέφαιναν την κρίση του Εγώ. Εισέρχονται πλειάδες σοφιστών που ανάγουν τη ρητορική ως την απαρέγκλιτη τεχνοτροπία δικαίου. Η ρητορική υπάρχει διότι απουσιάζει η αλήθεια ή μάλλον για να διαστρέφει την τελευταία. Εισήχθη γιατί τα έλλογα όντα ζουν εφόσον επικοινωνούν. Αυτή η επικοινωνία τα κάνει να απολύουν τη λογική, αφού την τελευταία την κατέχει ο καθένας, aprioriκαι μόνος κι όχι σε σχέση με κάποιον. Αν όμως, ενδεχόμενα, επικοινωνηθεί αυτή η λογική, ο ακροατής αδυνατεί να την συλλάβει ως τέτοια. Το «λογίζεσθε» μετατρέπεται σε «διαλογίζεσθε». Το πρώτο σημαίνει σύμφυτη αλήθεια, το δεύτερο μεταφορά της, άρα διάλογος και άρα διαλεκτική.
Η διαλεκτική, τόσο προσφιλής στον Καντ, είναι η παράθεση δύο αληθειών, δηλαδή, κι επειδή αυτές οι αλήθειες μένουν ισχύουσες, η αντιπαράθεση. Θέτω την κρίση μου, την παραθέτω επί παραδείγματι και, εν κατακλείδι, την αντιπαραθέτω αφού η εν αντιστοιχία ενέργεια λογικευμένης διεργασίας του συνομιλητή διαφέρει. Διαλογίζομαι τότε σημαίνει διαστροφή του αρχέγονου και αυτεξούσιου λόγου.
Με τη ρητορική δεινότητα λοιπόν, αποποιούμεθα αληθή εαυτόν, προσεγγίζοντας με τους πιο ζοφερούς ελιγμούς, πάντα ερήμην δικαίου, την ψευδώς και προς ανίχνευσιν ορθωμένη προσωπικότητα. Αυτή, όπως φυσικό είναι, χάσκουσα από την οιαδήποτε ψαύση ειλικρίνειας, θα παρέλθει, δίνοντας τη θέση της σε διαφορετικούς μηχανισμούς αληθοφανειών.
Για ποιο Εγώ μιλάμε όμως; Ο άνθρωπος υπήρξε ένας συνεχής και ακούραστος αναζητητής του υπέρτατου, μιας μη υπάρχουσας σταθεράς που θα τον εξιλέωνε και θα του έδινε τη μέγιστη εκείνη ευκαιρία να αποδράσει από την στενωπό των περιορισμένων ορίων του. Ποια είναι ωστόσο αυτά τα όρια και πόσο επεκτείνονται; Όρια και Εγώ ζητούσαν απεγνωσμένα διέξοδο στη λογική μόνο που αυτή ήταν αδιέξοδη κι αναγκαστικά παγιδεύονταν, αμφότερα, στην αυτο-ανατροπή.
Η αναζήτηση λύσεων διεξόδων, εκείνων που θα αποφόρτιζαν τη ματαιοδοξία και θα ανέδυαν την ελπίδα σαν ευημερία, σαν μία ύψωση των ιδανικών, στράφηκαν στους ουρανούς. Οι κοινωνίες, σχεδόν τυφλά, άρχισαν να πιστεύουν στο πνεύμα το άυλο. Κατασκευάστηκαν αράδες σωτήρων, ζωοδοτών Θεών που θα εξύψωναν το ψυχικό Είναι ψηλά. Ο άνθρωπος, αυτή η ανώτατη μορφή ζωικής εξέλιξης, το ον που αν σταματήσει να εξελίσσεται, εξ ανάγκης, θα επανέλθει στην κτηνωδία, για την επαναπόκτηση των αξιών του θα αφιερωθεί στην εξ άνωθεν πίστη, τη ζωοποιό και ζωογόνο.
Η κονίστρα εμπεριείχε Θεούς που αντιμάχονταν ανθρώπους-θεούς. Πάλη αδυσώπητη, μακραίωνη κι αδιάλλακτη. Η αγάπη και η α-διάκριτη προσήλωση δοκιμάζονταν απανταχού. Οι Θεοί, με σημαιοφόρο τη χριστιανική προτροπή, αργότερα απέτυχαν. Άνθρωποι-ηγήτορες, πρωτοστάτες και είδωλα στηλιτεύτηκαν για την εναρμόνιση μιας εξιδανικευμένης κοινωνίας, συμμορφωμένης κι ενιαίας.
Για την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου -και σκοπού, ο άνθρωπος, καλείτο στην υπέρβαση των δυνάμεών του, στην κατανίκηση του εαυτού του, άρα στην αγάπη του τελευταίου. Αγαπώντας τον συνάνθρωπο δεν αγαπάς εσένα. Αν αγαπήσεις εσένα, αγαπάς τον έκαστο παρακείμενό σου. Οξύμωρο, αλλά αν αυτο-αγαπηθείς, αγαπάς. Και τότε δεν γίνεσαι φίλαυτος αλλά ταπεινός, ευδαίμων και πλήρης αρετών, διακατεχόμενος μόνον από αβροφροσύνη.
Αν αγαπάω τον άλλον, γίνεται γιατί δεν αγαπάω τον εαυτό μου και μετακινούμαι -μη έχοντας άλλο- σε εκείνον. Θέλει κατοχή ταπείνωσης για να αυτο-αγαπηθώ. Ο Ιησούς είπε το «αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν» χωρίς να σκεφτεί εκείνο το τόσο σπάνιο μεγαλείο που υφίστασαι σε μιαν αληθινή αγάπη για τον εαυτό σου. Τούτη η στρέψη ωστόσο, έχει τα τιμήματά της.
Βρίσκομαι διαρκώς σε μια διακαή αναμονή ανταπόδοσης της αγάπης που προσέφερα. Αν αγαπάω τα παιδιά μου, το κάνω μόνο γιατί είναι δημιουργήματά μου. Πρόκειται για κτήματα, ιδιοκτησίες κεκτημένες και κατακτημένες που έχουν να αναφέρονται στον οιηματία που τις κατέχει. Ο ιδανικός κηδεμών, όντας αλαζόνας και σκωπτικός, δεν σταματά να καγχάζει με έπαρση υπερηφανευόμενος για τις «προσφορές» του κι αλαλάζοντας γι’αυτές..
Αν μ’αγαπούν δεν είμαι ευγνώμων. Οι ευεργετημένοι επ’ουδενί λόγω δεν είναι ευγνώμονες, διότι η ευεργεσία έχει προσβάλει την υπερηφάνειά τους. Αυτοί που αγαπούν, αυτοί οι ίδιοι, καταπιέζουν το φθόνο τους που, εν ευθέτω χρόνω, θα εκραγεί. Η αναγκαιότητα κακών σκέψεων είναι πασιφανής και λυτρωτική. Μόνον αυτές οι μισητές σκέψεις βοηθούν στην αποφυγή έμπρακτων κακών βουλήσεων, άρα, εν πολλοίς, πράξεων. Θα προτιμήσω τη χυδαία βλοσυρότητα στο βλέμμα, την εγγενή νοητική ιταμότητα για να αποσοβήσω το επερχόμενο πρακτέον κακό.
Τώρα που παρήλθαν λατρείες και οι ποιμαντορίες ή η πολιτικολογία έπειτα από την οριστική έκπτωσή τους δεν όρισαν τη διαμόρφωση ενός ομοιογενούς και αλληλέγγυου συνόλου, η δράση μιας αδήριτης, πρωτόγονης λογικής φαντάζει επιτακτική και αδιαπραγμάτευτη. Πως θα κατορθώσουν οι άνθρωποι την εν ειρήνη συνύπαρξή τους; Πως θα αποτινάξουν την αιώνια μισαλλοδοξία;
Πως το έλλογο ον θα συμβιώσει με τα λοιπά άλογα έμβια; Απομονωμένο από τη φύση, αποξενωμένο από την Τέχνη κι αποκομμένο από την αγάπη το άτομο θα μεμψιμοιρεί εκδηλώνοντας πανταχόθεν την πνευματική του παραλυσία. Η ιστορία έχει διδάξει την ουτοπία μιας επιδίωξης τέτοιας που να σηματοδοτεί στην απαρχή μιας ενωτικής κοινωνίας ανθρώπων.