ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ
Η ΝΕΑ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ
Ο ολοκληρωτισμός: γράφει η Ελένη Καρασαββίδου
Για την ερευνητική δημοσιογραφία που αγνοείται για την κοινωνία που βολεύεται. «Ξέρεις από τι πέθανε η μητέρα Πεγκ; Από σκοτάδι.» Σάμουελ Μπέκετ.
Ο ολοκληρωτισμός: Ο διάλογος
Σε ένα από τα πλέον σκοτεινά κείμενα που γράφτηκαν ποτέ, με τον σιβυλλικά ασθματικό τίτλο «Το τέλος του παιχνιδιού», ο Μπέκετ «ανοίγει φύλο» και συνεχίζει την παρτίδα του πιο αρχαίου παιχνιδιού στον κόσμο, προσκαλώντας μας γι’ακόμη μια φορά σε μια συνεστίαση αφέντη και σκλάβου.
Ο ένας ανάπηρος και τυφλός, ανίκανος να ξεφύγει από την καταστροφική του καθήλωση, ο άλλος ανίκανος να σταθεί σ’ένα μέρος, μάταια παρεπιδημών σ’έναν παντοτινά ξένο πλανήτη. «Η οδύνη και η ματαιότητα της οδύνης σε 90 συγκλονιστικά λεπτά» (όπως έχει γραφτεί παλαιότερα από την θεατρική κριτικό Σ. Αδαμίδου) που παίρνουν το κεφάλι σου μαζί με τις μεγαλεπίβολες ιδέες του και το χτυπούν επανειλημμένα στον τοίχο.
Ο ολοκληρωτισμός: Η συνάντηση
Τόσες δεκαετίες μετά ο Χαμ κι ο Κλοβ (ξανα)συναντιούνται στην Ελλάδα. Ο ένας διαχειρίζεται όχι την κοινωνική/οικονομική ασθένεια -κι ας ισχυρίζεται σθεναρά το αντίθετο- αλλά τις κυρίαρχες πεποιθήσεις για την ασθένεια, εξαρτώντας όπως πάντα την αξιολόγηση της ίδιας και της θεραπείας της από το κυρίαρχο πλαίσιο αναφοράς, εφόσον αυτό το πλαίσιο αναφοράς τον συμφέρει.
Ο άλλος, ο σκλάβος, προσπαθεί με σπασμωδικά κι αβέβαια βήματα -ανάμεσα σε think tank που στηρίζουν μέτριους τοπικούς διεκπεραιωτές άνομων συμφερόντων από τη μια, αλλά και των δικών του παθογενειών από την άλλη- να αντισταθεί σε αυτήν την κυνικότατη νοµιµοποίηση του κοινωνικού συστήµατος ενός νέου ολοκληρωτισμού, έχοντας όμως εγκολπώσει, και το χειρότερο αποδεχτεί, βασικές πλευρές αυτού του συστήματος.

Κι ανάμεσα τους μια κατακερματισμένη, ψευδεπίγραφη σε πολλά πολιτική σκηνή και μια κοινωνία όπου τα πιο ανθεκτικά κομμάτια της προσπαθούν ακόμα αλλά μάταια να παρασύρουν κι άλλους απέναντι στην μαζική αποχαύνωση.
Ο ολοκληρωτισμός: Η σιωπή
Αποχαύνωση «πραγματική» η οποία εκφράζεται με το σύρσιμο της παντόφλας και την κραυγή μιας -κενής- σιωπής ή γραφής (κι αυτή εδώ η δική μου δε διαφέρει, τι θα αλλάξει;), είτε «σημειολογική» που εκφράζεται με like σε απόψεις και πρόσωπα εφόσον καθησυχαστικά μας βολεύουν.
Μια κοινωνία που, καταγγέλλοντας στην πράξη (όχι στα λόγια) πρώτα τους αντι-δρώντες, προσπαθεί έπειτα να ισορροπήσει, -άραγε για πόσο;- αυτήν την ασυμφωνία μεταξύ των κοινωνικών και «ηθικών» της στάσεων και των συμπεριφορών της με ψευδείς αυτοαναφορές, με διαφορικούς ρατσισμούς, με επιλεκτικές αντιλήψεις της πραγματικότητας, με ψυχολογική αναδραστικότητα όπου επιστρέφουμε τρέχοντας στον προηγούμενο απειλούμενο εαυτό μας, κανακεύοντας τον κι όχι ανατρέποντάς τον, όπως συνέβη στα χρόνια των μνημονίων.
Ο ολοκληρωτισμός: Η αλλαγή
Αυτή η επικίνδυνα ολοκληρωτική διαμόρφωση της κοινής γνώμης πρέπει να περαστεί ως «εκούσια» κι αυτό εξαρτάται, όπως ξέρει κάθε μάστορας της επικοινωνίας που σέβεται τον εαυτό του ή τον εαυτό της, από την κεντρικότητα μιας στάσης.
Στην Ελλάδα -ή μάλλον και στην Ελλάδα εξ όσων γνωρίζω- το κυρίαρχο μιντιακό αφήγημα είναι να ενοχοποιήσει την σκέψη και την ερώτηση, αφού η ερευνητική δημοσιογραφία ουσιαστικά αγνοείται σε κάθε τομέα και κάθε ουσιαστική ερώτηση γραφικοποιείται «εκ προοιμίου».

Ακόμη και το μέγα σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ θεωρήθηκε ως μοιρασιά των χρημάτων σε ημετέρους για δημιουργία συφιλιδικής εκλογικής βάσης μπετόν αρμέ ενώ το σημαντικότερο συχνά δεν βρίσκεται στις επίσημες οικονομικές καταγραφές αλλά στις μαύρες.
Ολόκληρο -σχεδόν- το μικροκομματικό σύστημα που στραγγαλίζει τον τόπο με σημαντικό μέρος των χρημάτων των ευνοημένων στα μαύρα ταμεία μπορεί να κρύβεται από πίσω αφού το πρόβλημα είναι και δομικό και όχι μόνο πρόσκαιρο, παρά την τωρινή πρωτοφανή ένταση του.
Ο ολοκληρωτισμός: Η νέα εξουσία
Αλλά αν οι αυτοεικόνες, όπως και τα κείμενα κι οι πολιτικές ρητορικές, δρουν θεραπευτικά όταν μιλούν σα γουέστερν ώστε να επιλύουν σημειολογικά ότι αδυνατούμε να επιλύσουμε σε μια ζωή που καταρρέει, η καινούργια μορφή εξουσίας έχει ανάγκη όλο και λιγότερο από τέτοιου είδους καρότα και χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο νέου τύπου μαστίγια.
Είναι ίσως η πρώτη φορά, μετά τον μεγάλο πόλεμο, που η κοινωνική δύναµη δεν διαχωρίζεται στα τέσσερα παραδοσιακά της πρακτικά «αγκωνάρια» ως δύναμη αµοιβής, δύναµη εξαναγκασμού, νόµιµη δύναµη και δύναµη της εµπειρίας και της γνώσης, αλλά τα κάνει «όλα ένα» και η εξουσία θεωρεί, χλευάζοντας την μη παραδομένη διανόηση (μη παραδομένη ούτε στις κάθε χρώματος ευκολίες της που πάντα τις χειρίζεται η ίδια ιεραρχία), ότι κατέχει ελέω Θεού το 4ο , (την αποκλειστικότητα στη γνώση) και χρησιμοποιεί το 3ο (τη νομική δύναμη ιδίως του κοινοβουλίου ή έστω των προεδρικών διαταγμάτων) για να ταυτίσει τα δυο πρώτα (όπου η αμοιβή σου θα είναι ο εξαναγκασμός σου και τ’αντίθετο).
Κι έτσι έρχεται -στο όνομα της σωτηρίας και της προόδου βεβαίως!- το πιο πυκνό σκοτάδι.
