ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Τα Κάλαντα αποτελούν δημοτικά ευχητικά και εγκωμιαστικά τραγούδια που ψάλλονται εθιμικά κατ’έτος κυρίως την παραμονή μεγάλων θρησκευτικών εορτών όπως των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς (Αγ. Βασιλείου), των Θεοφανίων, ακόμη και των Βαΐων (ή Λαζάρου), με εξαίρεση εκείνων της Μεγάλης Παρασκευής που είναι κατανυκτικά. Κύρια παραδοσιακά μουσικά όργανα που συνοδεύουν τα κάλαντα είναι το τρίγωνο, το λαούτο, το νταούλι, η τσαμπούνα, η φλογέρα κ.ά. Οι τραγουδιστές-οργανοπαίκτες των καλάντων- ονομάζονται «καλαντιστές».
Τα κάλαντα που προήλθαν από τις Βυζαντινές Καλένδες ανάγονται, κατά τύπο και όχι βεβαίως κατά περιεχόμενο, από το γνωστό έθιμο των αρχαίων Ελλήνων, της Ειρεσιώνης.
Τα κάλαντα ψάλλονται κυρίως από παιδιά αλλά και από ενήλικα άτομα, είτε μεμονωμένα είτε καθ’ομάδας, που περιέρχονται οικίες, καταστήματα, δημόσιους χώρους κ.λπ., με τη συνοδεία του πατροπαράδοτου σιδερένιου τριγώνου, αλλά ενίοτε και άλλων μουσικών οργάνων, φυσαρμόνικας, ακορντεόν, τύμπανου, φλογέρας κ.λπ.
Κύριος σκοπός των τραγουδιών αυτών είναι μετά τις αποδιδόμενες ευχές τα «Χρόνια Πολλά» το φιλοδώρημα είτε σε χρήματα, σήμερα, είτε σε προϊόντα, παλαιότερα. Σχετική με αυτό είναι και η παρασκευή «κουλούρας» ονομαζόμενη «κολλίκι», στη Βέροια, ή «κουλιαντίνα», στη Σιάτιστα, και εξ’αυτών οι φέροντες αυτά ονομάζονται «Κουλουράδες» ή «Φωτάδες».
Τα κάλαντα ξεκινούν κυρίως με χαιρετισμό στη συνέχεια αναγγέλλουν τη μεγάλη χριστιανική εορτή που φθάνει και καταλήγουν σε ευχές. Χαρακτηριστικό σημείο είναι η γλώσσα στην οποία αυτά ψάλλονται, στη καθαρεύουσα, καταδηλούντα την άμεση καταγωγή τους απ’τους Βυζαντινούς χρόνους τις Καλένδες του Ιανουαρίου που γιορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα.
Ο μεγάλος αριθμός των διαφόρων παραλλαγών εξανάγκασε να διακρίνονται αυτά σε εθνικά ή αστικά και στα τοπικά ή παραδοσιακά, κατά περιοχή. Στα χριστουγεννιάτικα κάλαντα έχουν καταμετρηθεί περισσότερες από τριάντα παραλλαγές μόνο στον ελλαδικό χώρο. Σήμερα εκτός των παραπάνω έχουν εισαχθεί και διάφορα αγγλοσαξωνικά χριστουγεννιάτικα τραγούδια, μερικά απ’τα οποία έχουν μεταγλωττιστεί στα ελληνικά και χρησιμοποιούνται κάποιες φορές επιπρόσθετα με τα παραδοσιακά.
Επίσης και η ημέρα που ψάλλονται τα κάλαντα σε ορισμένες περιοχές ονομάζεται «Κάλαντα» -Κόλιντα, Κόλεντας, Κόλιαντας- με εξαίρεση τη νήσο Μήλο που ψέλνονταν μόνο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, συντασσόμενα κάθε φορά νέα κάλαντα, με τα οποία όμως ζητούσαν οικονομική συνδρομή για κάποιο κοινωνικό σκοπό, π.χ. ανέγερση ή επιδιόρθωση ναού, δίδοντας και συμβουλές προς τους άρχοντες ή παρατηρήσεις με σκωπτικό χαρακτήρα. Τέτοιες είναι και οι σχετικές «μαντινάδες» της Κρήτης ή «κοτσάκια» της Νάξου με σκωπτικό επίσης χαρακτήρα που ψάλλονται ως «κάλαντα».
Πολλές φορές, όταν δεν υπήρχε φιλοδώρημα ή ήταν ευτελές, τότε τα παιδιά συνέχιζαν με πολύ δυνατή φωνή έξω από την οικία δίστιχα σκωπτικά, επαναλαμβανόμενα:
«Αφέντη μου στη κάπα σου χίλιες χιλιάδες ψείρες,
άλλες γεννούν, άλλες κλωσούν κι άλλες αυγά μαζώνουν!».
Οι Πατέρες της Εκκλησίας κατά τους Βυζαντινούς χρόνους απαγόρευαν ή απέτρεπαν αυτό το έθιμο ως καταγόμενο από τις εορτές των ρωμαϊκών Καλενδών που είχε καταδικάσει η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος το 680 μ.Χ., αποκαλούντες τους συμμετέχοντες σε αυτό «Μηναγύρτες», κατά δε απόσπασμα του Τζέτζη (Χιλιάδ. ΙΓ” 246 κε): «Οπόσοι περιτρέχουσι χώρας και προσαιτούσι και όσοι κατ΄ αρχίμηνον του Ιανουαρίου και του Χριστού γεννήσει και Φώτων τη ημέρα οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες
μετά ωδών ή επωδών ή λόγων εγκωμίων (…) ούτοι αν πάντες λέγοιντο κυρίως Μηναγύρται.».
Τα κάλαντα ως έθιμο είναι παλαιότερα και απ’την ονομασία τους ακόμα. Αυτό φαίνεται απ’εκείνα του νέου χρόνου. Οι καλαντιστές κρατούσαν, πριν από χρόνια, ένα χάρτινο ομοίωμα καραβιού, κάτι που ορισμένοι προσπαθούν να το επαναφέρουν σήμερα, που συσχετίζεται με το πλοίο των Ανθεστηρίων, της αρχαιότητας. Αντίθετα, το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι συνήθεια ξενόφερτη στην Ελλάδα, αναπτύχθηκε στις καθολικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης, είναι αντιοικολογική και δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Το καράβι, κατά την αρχαιότητα, συμβόλιζε τον ερχομό του Διονύσου, ο οποίος ήταν και θεός της βλάστησης. Αν συνδυάσουμε αυτή την πληροφορία με το ότι η 25η Δεκεμβρίου είναι η ημέρα γιορτής του θεού Ήλιου, ο οποίος βοηθά στην καρποφορία, τότε μπορούμε εύκολα να βρούμε αυτό το συσχετισμό. Ο Διόνυσος ήταν γιος του Δία και της Σεμέλης, η μητέρα του όμως πέθανε πριν αυτό γεννηθεί, για αυτό το λόγο ο πατέρας του πήρε το παιδί, έμβρυο ακόμα, το έβαλε στο μηρό του να κυοφορηθεί, απ’όπου γεννήθηκε. Εξ’ου και το όνομά του, γεννήθηκε δύο φορές. Με το συμβολισμό του καραβιού γινόταν επίκληση στο Διόνυσο για βλάστηση της γης, για καρποφορία και καλή σοδειά, προς όφελος των καλλιεργητών. Ευχή που θα βρούμε και στους χριστιανικούς ύμνους «υπέρ ευκρασίας των καρπών της γης και καιρώ ειρηνικών…».
Ένα άλλο έθιμο που, σε κάποιες περιοχές, έχει επιβιώσει μέχρι τις μέρες μας είναι το να χτυπιούνται ελαφρώς οι νοικοκυρές με χλωρά κλαδιά, για να μεταδοθεί, με αυτό τον τρόπο, η φρεσκάδα, η ανθηρότητα και η καρποφορία των φυτών. Αυτό όμως το στοιχείο μας οδηγεί στη λαογραφία των χρόνων πριν την Αρχαία Ελλάδα των ιστορικών χρόνων, γιατί αυτή η πίστη συναντιέται απ’τα πανάρχαια χρόνια, άρα και απ’τους Ορφικούς, αλλά και σε άλλες περιοχές της ανθρωπότητας γιατί μία ευχή που πηγάζει και απ’την ψυχή και του πρωτόγονου ανθρώπου. Αυτός ο συμβολισμός, έστω με την άγνοια όλων των στοιχείων του, φτάνει μέχρι τις μέρες μας, με κριτήριο το ένστικτο του λαού και του κάθε ανθρώπου.
Γιάννης Φραγκούλης