ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ
Κοκκινιά: γράφει η Ελένη Καρασαββίδου
«Α, Κοκκινιά, πώς σμίγουν στα στενά καντούνια σου κουράγιο, λεβεντιά και πίκρα…»Κοκκινιά, ξημερώματα 17 του Αυγούστου 1944, η μάχη της Κοκκινιάς που έχει ξεκινήσει πριν λίγες ημέρες, κορυφώνεται. Η απροσκύνητη συνοικία, σπορά της Ιωνίας που μόλις έβγαζε από το χέρσο χώμα καρπούς μετά το 22, δέχεται εδώ και ημέρες επίθεση από Ναζί και ταγματασφαλίτες.
Κοκκινιά: Οι μάχες
Έπειτα από σφοδρές μάχες γύρω από το Περιβολάκι (σημερινή πλατεία Δαβάκη), οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ υποχωρούν, λόγω έλλειψης πυρομαχικών. Οι Γερμανοί προχωρούν προς την οδό Καραϊσκάκη, όπου το 2ο Τάγμα του ΕΛΑΣ, τους απωθεί. Αντίθετα, από τη μεριά του Δημαρχείου, πάνοπλοι Γερμανοί εισβάλλουν στην πόλη, τους οποίους, μαχητές του 3ου Τάγματος, με ένα οπλοπολυβόλο και πέντε χειροβομβίδες, τους αναγκάζουν, αιφνιδιάζοντάς τους, να υποχωρήσουν. Οχυρώνονται στο σχολείο επί των σημερινών οδών Γρεβενών και Ραιδεστού.
Από εκεί εφορμούν προσπαθώντας να συλλάβουν Κοκκινιώτες και μέλη του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Το επόμενο πρωί στήνουν όσους αιχμαλώτους επέλεξαν (ανάμεσα τους κι ένας υπαστυνόμος) και τους εκτελούν στην σημερινή πλατεία Αγ. Αναργύρων. Φεύγοντας παίρνουν για το Χαϊδάρι 300 αιχμαλώτους Κοκκινιώτες. Ο γνωστός χαφιές Μπατράνηςσημείωνε ονόματα ώστε τον Αύγουστο θα ακολουθούσε η μαζική σφαγή…
Κοκκινιά: Η πληγή
Α, Κοκκινιά, πώς σμίγουν στα στενά καντούνια σου κουράγιο, λεβεντιά και πίκρα,
εσύ, κονάκι της κυνηγημένης πάντοτε Δημοκρατίας,
οι πόρτες σου κι οι στέγες σου όλες γαζωμένες απ’ το ντουφεκίδι,
στην κεφαλή σου πάντα μαύρο το τσεμπέρι, και στη μέση σου το κόκκινο ζουνάρι·
τ’ όνομά σου το πήρες απ’ το χρώμα του αίματός σου,
κι όλη, βαμμένη απ’ το αίμα σου, λάμπεις από καημό και τόλμη και αγιοσύνη.
Εσύ, διωγμένη, λαβωμένη, που κουβάλησες μέσα σ’ ένα μικρό πεσκίρι όλο το βιός σου από την Ιωνία,
δυο κάρβουνα απ’ την πρώτη Εστία, ένα χωμάτινο ζωγραφιστό λαγήνι,
μια φέτα φεγγαράκι, πέντε σπόρους λουλουδιών, δυο πατρογονικά τζοβαΐρια,
και φύτεψες της προσφυγιάς τούς σπόρους κι ανθοβόλησες ψηλά περβόλια,
κι άστραψε νοικοκυροσύνη, προκοπή και πάστρα το στενό καλύβι.

Ω, εσύ, θλιμμένη μαυρομαντιλούσα, με το πείσμα του Ρωμιού στο δυνατό σαγόνι,
με το χαράκι της οργής πελεκημένο ανάμεσα στα φρύδια,
πώς τα ύψωσες του λαού τα πάθια και τα παραμύθια
μ’ ένα βιολί, μ’ ένα ζεϊμπέκικο σαντούρι, μ’ έναν σταυραητό κι ένα σπουργίτι,
στριφογυρίζοντας ψηλά σα σβούρα το μαντίλι του χορού πάνω απ’ τη μαύρη μοίρα.
Ακόμα καίει μέσα στα μάτια σου η φωτιά της Σμύρνης-
κυνήγι στο κυνήγι, ξενιτιά στην ξενιτιά, κι η συμφορά από πίσω,
βρέφη κι αμούστακα παιδιά και μαθητούδια και κοράσια κι άντρακλες χορευταράδες
και μαυροφόρες μάνες κι ασπρογάλατες γυναίκες κι η Διαμάντω σου,
της λεβεντιάς διαμάντι-
πόσοι νεκροί, και πώς να πεις τα ονόματά τους;-
είκοσι και πενήντα κι 138 κι άλλοι 200 κι άλλοι ογδόντα δύο,
άλλοι πεσμένοι καταγής στον Καραβά κι άλλοι γονατισμένοι στην πλατεία Οσίας Ξένης
κάτω απ’ των μασκοφόρων τα μαχαίρια μάτια και τις μπούκες των Ναζήδων,
άλλους να σέρνουν στο Νταχάου, στο Μπούχενβαλντ ή στο Χαϊδάρι και να μην ξαναγυρνάνε
17 του Αυγούστου, τρόμος και καπνός, καμένα σπίτια, παλικάρια σκοτωμένα,
κι άδεια να μένει η Κοκκινιά, γεμάτη απ’ το αίμα των παιδιών της,
βαμμένοι οι τοίχοι κόκκινοι, κόκκινα τα πεζούλια,
κι οι μάνες να χτυπιούνται και να σκούζουνε τις νύχτες…
Γ. Ρίτσος, «Κοκκινιά»
