ΕΝΑΣ ΖΩΝΤΑΝΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
του Γιάννη Φραγκούλη
Η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης (Κ.Ο.Θ.) είναι ένας από τους σημαντικότερους πολιτιστικούς φορείς της χώρας, με έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα και πλούσιο κοινωνικό και εκπαιδευτικό έργο, από την ίδρυσή της, το 1959, έως και σήμερα.
Πολλές και σημαντικές προσωπικότητες της ελληνικής μουσικής έχουν αναλάβει την καλλιτεχνική της διεύθυνση, με πρώτο τον ιδρυτή της, το Σόλωνα Μιχαηλίδη, και στη συνέχεια τους Γιώργο Θυμή, Άλκη Μπαλτά, Κάρολο Τρικολίδη, Κοσμά Γαλιλαία, Κωνσταντίνο Πατσαλίδη, Λεωνίδα Καβάκο, Μίκη Μιχαηλίδη, Μύρωνα Μιχαηλίδη, Αλέξανδρο Μυράτ και Γεώργιο Βράνο. Σημερινή διευθύντρια της Κ.Ο.Θ., η πρώτη γυναίκα στη σχετική θέση, είναι η αρχιμουσικός Ζωή Τσόκανου, ενώ το καλλιτεχνικό δυναμικό της ανέρχεται σε εκατόν δέκα μουσικούς.
Το ρεπερτόριο της ορχήστρας καλύπτει το σύνολο των μουσικών εξελίξεων, από τη μουσική μπαρόκ ως και τις πρωτοποριακές συνθέσεις του 21ου αιώνα, ενώ το φάσμα των δραστηριοτήτων της περιλαμβάνει και ένα ευρύτερο πλαίσιο μουσικών ειδών, όπως παραστάσεις όπερας και μπαλέτου, συνοδεία βωβού κινηματογράφου και συναυλίες συμφωνικού ροκ.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται από την Κ.Ο.Θ. στον εκπαιδευτικό της χαρακτήρα, αναπτύσσοντας ποικίλες δράσεις που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις συχνές επισκέψεις της σε σχολεία για την πραγματοποίηση συναυλιών με παράλληλη ενημέρωση, το θεσμό της «Ανοιχτής Πρόβας» για τους μαθητές και τη δωρεάν είσοδο φοιτητών σε παραγωγές της. Παράλληλα η Κ.Ο.Θ. βοηθά ουσιαστικά τους νέους Έλληνες μουσικούς, είτε μέσω των διαγωνισμών νέων καλλιτεχνών, είτε μέσω συναυλιών με συμμετοχή στην ορχήστρα σπουδαστών των ωδείων, είτε με την πραγματοποίηση εργαστηρίων σε μουσικά σχολεία.
Στο πλαίσιο του κοινωνικού της ρόλου η Κ.Ο.Θ. πραγματοποιεί συστηματικά ανοιχτές συναυλίες για το κοινό, συναυλίες με σκοπό τη συλλογή ειδών πρώτης ανάγκης για ευπαθείς ομάδες συνανθρώπων μας ή για την ενίσχυση κοινωφελών ιδρυμάτων, ενώ πραγματοποιεί τακτικά επισκέψεις σε νοσοκομεία, ιδρύματα, ορφανοτροφεία, φυλακές, κέντρα απεξάρτησης κ.τ.λ.
Την τελευταία δεκαετία η Κ.Ο.Θ. έχει αναπτύξει έντονη δισκογραφική δραστηριότητα που περιλαμβάνει ηχογραφήσεις με διεθνούς κύρους δισκογραφικές εταιρείες, όπως η NAXOS, η BIS, η MINOS EMI και η Feelgood Records. Οι ηχογραφήσεις της Κ.Ο.Θ. έχουν βραβευθεί σε Ελλάδα και εξωτερικό και αποσπούν διθυραμβικές κριτικές σε όλο τον κόσμο. Χαρακτηριστικά αναφέρονται το βραβείο ποιοτικής δισκογραφίας «Supersonic», του περιοδικού Pizzicato, τα Πέντε Διαπασών, του περιοδικού Diapason, και το βραβείο της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Κριτικών Μουσικών.
Στον κατάλογο των Ελλήνων και ξένων αρχιμουσικών και σολίστ που έχουν συμπράξει με την Κ.Ο.Θ. συμπεριλαμβάνεται ένας μεγάλος αριθμός διάσημων καλλιτεχνών διεθνούς ακτινοβολίας. Πέρα από τη συστηματική παρουσία της στη Θεσσαλονίκη και τις συχνές επισκέψεις σε πόλεις της Βόρειας Ελλάδας, έχει εμφανιστεί σε όλο σχεδόν τον ελλαδικό χώρο. Η διεθνής της παρουσία περιλαμβάνει εμφανίσεις της σε Βαλένθια, Πεκίνο, Πράγα, Φλωρεντία, Πιστόια, Βερολίνο, Στρασβούργο, Κλερμόν Φεράν και Μόναχο.
Ο ΙΔΡΥΤΗΣ ΤΗΣ
Ο Σόλων Μιχαηλίδης γεννήθηκε στη Λευκωσία στις 12 Νοεμβρίου 1905. Πατέρας του ήταν ο Μιχαήλ Χατζηκυριάκος και μητέρα του η Ελένη Σολομωνίδου. Μαθητής του δημοτικού άρχισε να μαθαίνει κιθάρα και μαντολίνο. Το 1927 διορίστηκε καθηγητής της κιθάρας, της θεωρίας και της ιστορίας της μουσικής, στο κυβερνητικό Ωδείο Κύπρου στη Λευκωσία. Εκεί, με τη βοήθεια του διευθυντή του Ωδείου, Ησαΐα Καλμάνοβιτς, Ρώσου πιανίστα εβραϊκής καταγωγής, έμαθε πιάνο και προχώρησε στην αρμονία. Παράλληλα, μελετούσε, μέσω αλληλογραφίας, στο Trinity College of Music του Λονδίνου.
Αργότερα, το Παρίσι άνοιξε νέους ορίζοντες στον Κύπριο μουσικό. Φοίτησε στην École Νοrmale de Musique, όπου μελέτησε αρμονία και αντίστιξη με την παιδαγωγό Νadia Βουlanger και πήρε μαθήματα πιάνου από τους Ρ. Maire και Alfred Cortot. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Schola Cantorum του Παρισιού, όπου μελέτησε σύνθεση με τον Guy de Lioncourt και διεύθυνση ορχήστρας με τον μαέστρο, πιανίστα και συνθέτη Marcel Labey. Στο Παρίσι ο Μιχαηλίδης έγραψε τα πρώτα του έργα. Αποφοίτησε από τη Schola Cantorum το 1934 με δίπλωμα σύνθεσης. Παρά τις προτάσεις που είχε από τον Lioncourt να μείνει και να διδάξει στο Παρίσι, επέστρεψε στην Κύπρο και τον Αύγουστο του 1934 παντρεύτηκε την Καλλιόπη Μορίδου.
Τον ίδιο χρόνο αρχίζει μια έντονη δραστηριότητα στη Λεμεσό, που άλλαξε ουσιαστικά το μουσικό σκηνικό της πόλης και σήμανε την απαρχή μιας μακράς και πλούσιας μουσικής παράδοσης. Τον Οκτώβριο του 1934 ίδρυσε, μαζί με τη γυναίκα του, το Ωδείο Λεμεσού. Παράλληλα, το 1938 ίδρυσε το Σύλλογο Συναυλιών Ωδείου Λεμεσού (Σ.Σ.Ω.Λ.) και την Ορχήστρα Συναυλιών Ωδείου Λεμεσού που διηύθυνε ο ίδιος και αποτέλεσε την πρώτη ελληνική ορχήστρα της Κύπρου.
Ο Σόλων Μιχαηλίδης αντιμετώπιζε, ωστόσο, πολλές οικονομικές δυσκολίες, που επηρέαζαν τη λειτουργία του Ωδείου και του Συλλόγου Συναυλιών. Τα πράγματα χειροτέρευαν λόγω της οικονομικής κρίσης που υπήρχε τις παραμονές της έκρηξης του Β” παγκοσμίου πολέμου. Έτσι, το 1939 έθεσε υπό τη σκέπη του σωματείου «Άρης» Λεμεσού τη Χορωδία και την Ορχήστρα του Σ.Σ.Ω.Λ. Από το 1941 ως το 1956 υπηρέτησε ως καθηγητής μουσικής στο Λανίτειο Κοινοτικό Γυμνάσιο Λεμεσού. Στις 8 Ιουλίου 1946 έργα του Σόλωνα Μιχαηλίδη παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στην Αθήνα. Στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, υπό τη διεύθυνση του Θεόδωρου Βαβαγιάνη, ερμήνευσε τα «Δύο Βυζαντινά Σκίτσα».
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η ιδέα να φύγει από την Κύπρο είχε πια ωριμάσει. Η καλλιτεχνική «οδυνηρή απομόνωση», όπως έλεγε ο ίδιος, έπρεπε να τερματιστεί. Χωρίς κρατική μέριμνα και ιδρύματα μουσικής υποδομής, η Κύπρος δεν μπορούσε να δεχτεί και να βοηθήσει άλλο τον καλλιτέχνη που βρισκόταν στο στάδιο της πλήρους ωριμότητας. Το Μάρτιο του 1957 διορίστηκε στη θέση του Διευθυντή του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, θέση η οποία χήρευε για τέσσερα χρόνια. Η ανάληψη της διεύθυνσης του Ωδείου από τον Μιχαηλίδη, σήμανε την απαρχή μιας νέας ανοδικής πορείας για το ίδρυμα.
«Ας μου επιτραπεί να εκφράσω την απορία μου», έλεγε το 1957 σε μία από τις πολλές διαλέξεις που έδωσε όταν έφτασε στην Ελλάδα, «πως τόσος ενθουσιασμός που διαπίστωσα ότι υπάρχει σε πολλούς κύκλους από τις πρώτες μέρες που ήρθα εδώ, δεν έχει ακόμη κατορθώσει να βάλει φωτιά, φωτιά δημιουργική παντού, στην ψυχή, στην καρδιά και το νου όλων, ώστε να μετουσιωθούν σε έργα οι ελπίδες και τα όνειρα. Μία πόλη όπως η Θεσσαλονίκη, η συμπρωτεύουσα της χώρας, δεν έχει με το μισό της εκατομμύριο μία συμφωνική ορχήστρα, ενώ η Γιουγκοσλαβία έχει να επιδείξει πλήθος. Πρέπει να αναληφθεί μία αληθινή σταυροφορία για να γίνει η Θεσσαλονίκη ένα αξιόλογο μουσικό κέντρο».
Το Βασιλικό Διάταγμα για ίδρυση της Συμφωνικής Ορχήστρας Βορείου Ελλάδος δημοσιεύτηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1959. Έτσι, ένα όνειρο σαράντα χρόνων του μουσικού κόσμου της Θεσσαλονίκης γινόταν πραγματικότητα. Η ορχήστρα άρχισε τις δοκιμές της στις 22 Απριλίου 1959 με διευθυντή το Σόλωνα Μιχαηλίδη, σε αίθουσα της Διεθνούς Έκθεσης που της παραχωρήθηκε για αυτό το σκοπό. Τον ίδιο χρόνο η ορχήστρα έδωσε την πρώτη της συναυλία στην αίθουσα του Βασιλικού Θεάτρου. Η συναυλία αυτή αποτέλεσε μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός για τους Θεσσαλονικείς, που γέμισαν ασφυκτικά την αίθουσα και υποδέχτηκαν με θερμά συναισθήματα την Ορχήστρα τους και τον Κύπριο αρχιμουσικό της. Η συναυλία μεταδιδόταν άμεσα από το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας και προκάλεσε το γενικό ενθουσιασμό.
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Από τη δεύτερη περίοδο της λειτουργίας της Σ.Ο.Β.Ε., ο Μιχαηλίδης καθιέρωσε το θεσμό των ειδικών συναυλιών με νέους Έλληνες καλλιτέχνες, οι οποίοι δεν είχαν εμφανιστεί προηγουμένως με ορχήστρα. Οι νέοι σολίστ ή μαέστροι επιλέγονταν σε ειδικό διαγωνισμό που διεξαγόταν κάθε χρόνο στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης. Το 1963 καθιερώθηκε βραβείο από τη Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρεία «Η Τέχνη» για τον καλύτερο από τους διαγωνιζόμενους. Η Συμφωνική Ορχήστρα Βορείου Ελλάδος κατέστη ένα σοβαρό καλλιτεχνικό συγκρότημα και μετατράπηκε το 1966 σε Κρατικό Οργανισμό, ανεξάρτητο από το Ωδείο. Στο πρόγραμμα της συναυλίας της 21ης Νοεμβρίου 1966, για πρώτη φορά ονομάστηκε Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης (Κ.Ο.Θ.) και όχι Σ.Ο.Β.Ε.
Το πραξικόπημα, ωστόσο, του 1967, που έφερε στην εξουσία κυβέρνηση στρατιωτικής χούντας, ανέστειλε τη μονιμοποίηση των μουσικών. Ύστερα από επίμονες προσπάθειες δύο χρόνων δόθηκε μερική λύση στο πρόβλημα με τη μονιμοποίηση είκοσι από τους εβδομήντα πέντε μουσικούς της Ορχήστρας. Με τη μερική αυτή μονιμοποίηση η Ορχήστρα μπήκε στον προϋπολογισμό του κράτους και λύθηκε έτσι το σοβαρό πρόβλημα των εξόδων της. Το 1975, μετά τη μεταπολίτευση, έγινε δυνατή η μονιμοποίηση όλων των μουσικών.
Το Νοέμβριο του 1970, μετά από δεκατρία χρόνια προσφοράς στη μουσική ζωή της Θεσσαλονίκης, αποχώρησε από τη διεύθυνση του Κρατικού Ωδείου και της Κρατικής Ορχήστρας. Διευθύνοντας την Κ.Ο.Θ. κατά την τακτική της συναυλία στις 7 Δεκεμβρίου 1970 ο Μιχαηλίδης αποχαιρετούσε τους Θεσσαλονικείς ερμηνεύοντας έργα Φρανκ, τη δική του σύνθεση «Βυζαντινό Αφιέρωμα» και τη «Συμφωνία του Αποχαιρετισμού», του Χάυντν. Το κοινό της Θεσσαλονίκης τον αποθέωσε.
Στη Λεμεσό, ανύποπτοι για τη σοβαρή επιδείνωση της υγείας του, ο Δήμαρχος και τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου προσκάλεσαν το συνθέτη να παρευρεθεί σε εκδήλωση που θα διοργάνωναν προς τιμή του, για να τον ανακηρύξουν επίτιμο δημότη και να του απονείμουν το χρυσό μετάλλιο της πόλης της Λεμεσού. Ο Σόλων Μιχαηλίδης αποδέχτηκε την πρόσκληση κι έζησε τις τελευταίες μέρες της ζωής του με την επιθυμία να ταξιδέψει και πάλι στην Κύπρο, «θα μου επιτρέψει άραγε ο γιατρός να ταξιδέψω;» ρωτούσε συχνά.
Το ταξίδι, ωστόσο, αυτό έμελλε να είναι το τελευταίο και πολύ διαφορετικό από τα προηγούμενα. Στην Αθήνα, ξημερώματα της 10ης Σεπτεμβρίου 1979, ο Σόλων Μιχαηλίδης έριξε μια τελευταία ματιά στην αλληλογραφία του και κοιμήθηκε. Στις πρώτες ειδήσεις της ημέρας το ραδιόφωνο ανακοίνωσε το θάνατο του.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Η δραστηριότητά του στη σύνθεση αρχίζει το 1933. Ακολουθώντας όπως και άλλοι Έλληνες συνθέτες κυρίως πρότυπα της Εθνικής Σχολής χρησιμοποιεί τροπικές μελωδίες με στοιχεία από τη βυζαντινή και τη δημοτική μουσική, ιδιαίτερα της Κύπρου. Το ύφος του είναι λιτό με εμφανείς επιδράσεις από το γαλλικό ιμπρεσιονισμό. Το έργο του είναι πλούσιο. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα παρακάτω έργα: «Η Ζωή εν Τάφω» (1933 -συμφωνικό ποίημα εμπνευσμένο από το ομώνυμο έργο του Στρατή Μυριβήλη), «Δύο Βυζαντινά Σκίτσα για ορχήστρα εγχόρδων» (1934), «Κυπριώτικος Γάμος για φλάουτο και ορχήστρα εγχόρδων» (1935), «Δύο Συμφωνικές Εικόνες» (1936 -περιλαμβάνουν τα μέρη «Αυγή στον Παρθενώνα» και «Πανηγύρι της Κακκάβας»), «Βυζαντινό Αφιέρωμα για ορχήστρα εγχόρδων» (1944), «Αρχαϊκή Σουίτα» (1954), «Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα» (1966). Επίσης, έχει γράψει της καντάτες «Ο Τάφος» (1936 –σε ποίηση Κωστή Παλαμά) και «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» (1955 –σε ποίηση Διονύσιου Σολωμού).
Ο Σόλων Μιχαηλίδης συγκλονίστηκε από την εισβολή στην Κύπρο, γεγονός που επηρέασε τη μουσική του δραστηριότητα. Μέσω της μουσικής εξέφρασε τη θλίψη τη δική του αλλά και του ελληνισμού εν γένει. Έτσι όλα τα έργα που συνέθεσε μετά το 1974 συνδέονται με τη συγκεκριμένη ιστορική εξέλιξη. «In Memoriam» (1974 – αφιέρωμα στα φυλακισμένα μνήματα), «Κερύνεια» (1976), «Ύμνος και Θρήνος για την Κύπρο» (1975) είναι μερικά από τα έργα εμπνευσμένα από την εισβολή.
Το συνθετικό έργο του Σ. Μιχαηλίδη περιλαμβάνει επίσης έργα μουσικής δωματίου, έργα για πιάνο, τραγούδια με συνοδεία πιάνου, τραγούδια για χορωδία, μουσική για θέατρο, καθώς και την όπερα σε 3 πράξεις «Οδυσσέας».
Ο Σ. Μιχαηλίδης ασχολήθηκε εκτεταμένα και με το συγγραφικό έργο. Έγραψε διάφορες μελέτες και άρθρα σε ελληνικά και ξένα περιοδικά. Επιπλέον έγραψε για την ελληνική μουσική και τους συνθέτες της στο αγγλικό λεξικό της Μουσικής «Grove». Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την παραδοσιακή μουσική –κυπριακή και ελληνική και ως αναγνώριση της προσπάθειάς του από το 1948 ως το 1968 υπήρξε μέλος του Διεθνούς Συμβουλίου Δημοτικής Μουσικής που ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 1947, με σκοπό την προώθηση της έρευνας της παραδοσιακής μουσικής.
Τέλος, αξιοσημείωτο είναι το σύγγραμμά του «Εγκυκλοπαίδεια της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής» που εκδόθηκε το 1978. Το βιβλίο αυτό βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών και αποτελεί πολύτιμο βοήθημα για τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής μουσικής.