το αρχαιότερο καφενείο και τα μουσεία του χωριού
γράφει ο Δημήτρης Βασιλείου
Καφενείο Φορλίδα, 233 χρόνια ζωής στο Λαύκος Πηλίου. «Το καφενείο άνοιξε το 1785 από το προπροπάππου του. Όταν δημιουργήθηκε και η πλατεία του Λαύκου, αφού αρχικά το χωριό βρίσκονταν λίγο πιο κάτω στην πλαγιά του βουνού και εκεί που βρίσκεται τώρα η πλατεία και η εκκλησία, ήταν τα νεκροταφεία». Ήταν τα λόγια που μας ανέφερε ο πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου Λαυκιωτών «Η Δράση» και αρτοποιός του χωριού όταν προ ετών επισκεφτήκαμε το Λαύκος του Πηλίου κατά τη διάρκεια της αποστολής μας στο Νότιο τμήμα του όρους των Κενταύρων.
Αφορμή της αναμέτρησης μου έδωσε η σημερινή αναφορά που έκανε η πρωινή ζώνη της ΕΡΤ 1 με την ευκαιρία ενός υπέροχου video που τραβήχτηκε εδώ αναδεικνύοντας τα τεράστια προβλήματα του επαγγελματικού χώρου της εστίασης.
Να υπενθυμίσω πως ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα του Λαύκους είναι το πολύ ενδιαφέρον Μουσείο Ραδιοφώνου που ήταν τότε η αφορμή της επίσκεψής μας στο όμορφο πηλιορείτικο χωριό που έκτοτε επισκεφτήκαμε και άλλες φορές, μίας και αποκτήσαμε μία αμφίδρομη γραμμή επαφής με τους φιλόξενους κατοίκους του χωριού –επ’ευκαιρίας θα βρείτε λίγα λόγια και για μερικά ακόμα αξιοθέατα του Λαύκους.
Στους τοίχους του καφενείου, υπάρχουν εικόνες από την ιστορία των 235 χρόνων. Από το χώρο του έχουν περάσει σπουδαίες προσωπικότητες, όπως ο Παπαδιαμάντης και ο Βάρναλης, ενώ αποτελεί «ζωντανό» κομμάτι της Ιστορίας του Πηλίου.
Όπως μας εξομολογήθηκε με καμάρι ο κυρ Μανώλης Φορλίδας: «Ο εγγονός μου, όποτε έχουν διακοπές στο σχολείο και το καλοκαίρι, έρχεται και με βοηθάει. Του αρέσει πολύ», όντας ιδιοκτήτης του παλαιότερου καφενείου στην Ελλάδα.
Μερικά σκεύη θυμίζουν την αυθεντικότητα του ιστορικού καφενείου, που ανήκει στην οικογένεια Φορλίδα επτά γενιές τώρα, μεταφέρει στο σήμερα μυρωδιές από τον 18ο αιώνα, όταν και πρωτοάνοιξε από τον Ιωάννη Φορλίδα. Καφές βαρύ γλυκός σε χοντρό φλιτζάνι και οι μνήμες σε πάνε πίσω στο κουβάρι του χρόνου.
Ο πασίγνωστος καφετζής στα 80 χρόνια του, συνεχίζει να δουλεύει στο μαγαζί που κληρονόμησε από τον πατέρα του και υπερηφανεύεται πως είναι το παλαιότερο που υπάρχει στην Ελλάδα. Τρανή απόδειξη πως λειτουργεί αδιάλειπτα επί 235 έτη.
Το καφενείο πρωτάνοιξε το 1785 από το προπροπάππου του. Όταν δημιουργήθηκε και η πλατεία του Λαύκου, αφού αρχικά το χωριό βρίσκονταν λίγο πιο κάτω στην πλαγιά του βουνού και εκεί που βρίσκεται τώρα η πλατεία και η εκκλησία, ήταν τα νεκροταφεία. Στους τοίχους του καφενείου, υπάρχουν εικόνες από την ιστορία των 233 χρόνων. «Εδώ είναι ο παππούς μου που ήταν μουσικός. Μαζεύονταν εδώ διάφοροι μουσικοί και έπαιζαν», συνεχίζει ο κυρ Μανώλης, περιγράφοντας μας τη φωτογραφία με τον παππού του: «Ήταν πολύ καλοί μουσικοί. Το χωρίο έφτασε να έχει 2.500 κατοίκους. Εδώ στην φωτογραφία είναι ο Αμέτ, που έπαιζε όλα τα όργανα και μετά έγινε διευθυντής στο ωδείο στην Κωνσταντινούπολη, ο παππούς ο Μανώλης Φορλίδας, ο Κρυστάλης με το κλαρίνο, ο Σφονδιάς με το βιολί που μετά πήγε στην Αμερική, μαζί με τον Γριβογιώργο που πήγε και αυτός στην Αμερική και ο Μούκωτος που είχε καφενείο στον Βόλο και από εκεί ξεκινούσαν όλες οι κομπανίες για τα πανηγύρια του Πηλίου».
Ο βαρύ γλυκός σκέτος ή με ολίγη παντρεύονται υπέροχα με τις μελωδίες των ζαριών ή με από το μοίρασμα της τράπουλας και παίρνει θέση από τη στιγμή που θα ακουστεί κανάς βαθύς αναστεναγμός ή καμιά βαριά κουβέντα από τούς θαμώνες.
Στην πλατεία του Λαύκου, στο Πήλιο, ο κυρ Μανώλης, είναι η έβδομη γενιά της οικογένειας, που κρατάει το πιο ιστορικό καφενείο της χώρας μας. Ιστορικό, γιατί από κει περνούσανε προσωπικότητες όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Βάρναλης, ο Σεφέρης και ο Δελμούζος. Ιστορικό, γιατί εκεί διανυκτερεύανε όλοι οι ταξιδιώτες από την Σκιάθο τη Σκόπελο και την Αλόννησο, που ταξιδεύανε με προορισμό το Βόλο. Όπως μας είπε η εκλεκτή ομήγυρης: «Φτάνανε με καϊκάκι στον Κατηγιώργη. Ανεβαίνανε μέχρι τον Λαύκο με τα πόδια και την άλλη μέρα κατεβαίνανε στην Μηλίνα για να πάρουν το άλλο καΐκι που θα τους πήγαινε στον Βόλο». «Ο Παπαδιαμάντης, είχε τις αδελφές του και τον αδελφό του στην Πορταριά. Έτσι πήγαινε και ερχόταν συνέχεια. Επάνω από το καφενείο, υπήρχε χάνι. Εκεί κατέλυαν όλοι, προκειμένου την άλλη μέρα να συνεχίσουν το ταξίδι τους», μας περιγράφει ο κυρ Μανώλης.
Ο κυρ Μανώλης το αγαπάει όσο τίποτε, αφού όπως λέει και ο ίδιος μεγάλωσε μέσα εκεί. Δυστυχώς το υγειονομικό, δε φαίνεται να κατανοεί και τόσο την παράδοση του τόπου, αφού σε κάποια στιγμή του ζήτησαν να αλλάξει τις πέτρες του δαπέδου του καφενείου με πλακάκια, προκειμένου να διατηρήσει την άδεια λειτουργίας του. Εκεί που τελειώνει η λογική, αρχίζει το κράτος.
Όντας το παλιότερο καφενείο της Ελλάδας, στον Λαύκος του Πηλίου, υπήρξε παράλληλα και κρεοπωλείο και ταβέρνα αλλά και κουρείο κοινώς όλα σε ένα, νοικοκυρεμένα. Μάλιστα είχε τόσο κόσμο, που περίμενες την σειρά σου για να κουρευτείς. Και η σειρά κρατιόνταν σε ένα μπλοκάκι, για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις.
Το εικονιζόμενο παραδοσιακό αρτοποιείο του Ιωάννη Δροσίτη στεγάζεται σε ένα κτίριο, το οποίο φημολογείται ότι είναι αρχιτεκτονικά δομημένο από τον Εβαρίστο Ντε Κίρικο, χωρίς να υπάρχουν καταγραφές για αυτό καθώς το 1918 κάηκαν όλα τα αρχεία του Δημαρχείου του Λαύκου. Στον ξυλόφουρνο μπορεί κανείς να προμηθευτεί, πέραν του άρτου, χειροποίητα τυρόψωμα, ελιόψωμα, ντοματόψωμα, μπακλαβά, κουλούρια με πολύ δόση τρέλας και ποιότητας.
Ο φούρνος του αρτοποιείου είναι μοναδικός στο είδος του και ο τελευταίος που υπάρχει το Πήλιο και αυτό γιατί είναι μεσαίου μεγέθους με «τουφέκι» (οπή από όπου βγαίνει η φωτιά και θερμαίνει το εσωτερικό του φούρνου). Είναι θολωτός με 1.000 πυρότουβλα στην οροφή και 2.500 πυρότουβλα στο πάτωμα του με πλάκες. Λειτουργεί ανελλιπώς από το 1955.
Κανένας δεν μπορεί να μιλήσει για το αγαπημένο Λαύκος χωρίς να μην αναφερθεί στο Φάμπειο Μουσείο που στεγάζεται στο παλιό Δημοτικό Σχολείο, στο νότιο τμήμα του Πηλίου, 50 χλμ. από τη πόλη του Βόλου. Ιδρύθηκε το 2005 προς τιμήν του εικαστικού Θανάση Φάμπα (1922-2011). Στη ζωγραφική του, που είναι επηρεασμένη από την αρχαϊκή λιτότητα και τη βυζαντινή αγιογραφία, κυριαρχεί η γυναικεία μορφή. Έχει επιμεληθεί εξώφυλλα βιβλίων του Γ. Ρίτσου, του Μ. Λουντέμη, του Η. Λεφούση, της Ι. Τσάτσου καθώς και εξώφυλλα δίσκων κλασικής μουσικής. Στις αίθουσες του Μουσείου εκτίθενται έργα ζωγραφικής (60 πίνακες) και 8 αγάλματα (από λευκό μάρμαρο Πηλίου) που αποτελούν δωρεά του ίδιου του καλλιτέχνη.
Όσο για το Μουσείο Ραδιοφώνου, «Αντώνης Ταβάνης», βρίσκεται στο Λαύκο, όντας το κίνητρο της επίσκεψής μας, μιάς και πρόκειται για ένα από τα δύο που υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα, με εκθέματα αποκλειστικά ραδιοφώνων ενώ το άλλο βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη. Στους χώρους του Μουσείου εκτίθενται περίπου 130 ραδιόφωνα, η πλειονότητα των οποίων δωρίστηκε από τον Γερμανό καθηγητή πανεπιστημίου της Ελβετίας, ηλεκτρολόγο μηχανολόγο, φιλέλληνα, ο οποίος αγάπησε το Λαύκο ως δεύτερη πατρίδα του, το Βίλφρεντ Σεπς. Η λειτουργία του Μουσείου οφείλεται στο μεράκι, την αγάπη και την επιστημονική δουλειά ανθρώπων του Συλλόγου Λαυκιωτών Μαγνησίας «Η Δράση», ένας εκ των οποίων είναι ο πολυπράγμων Στάθης Σφονδυλιάς.
Τελικά το Μουσείο Ραδιοφώνου, «Αντώνης Ταβάνης», εγκαινιάστηκε στις 26 Οκτωβρίου του 2008, όμως η προσπάθεια υλοποίησης και δημιουργίας του αρχίζει πολύ παλιότερα. Τα ραδιόφωνα που εκτίθενται είναι περίπου 130, από τα οποία τα 100 έχουν δωριστεί από τον Βίλφρεντ Σεπς, Γερμανό καθηγητή πανεπιστημίου της Ελβετίας, φιλέλληνα, ηλεκτρολόγο μηχανολόγο με ειδίκευση στην πυρηνική ενέργεια, ο οποίος «ερωτεύτηκε» το Νότιο Πήλιο και ιδιαίτερα το Λαύκο, όταν το επισκέφτηκε την πρώτη φορά. Τα υπόλοιπα 30 ραδιόφωνα προέρχονται από δωρεές ανθρώπων, μεταξύ άλλων, από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, την Αθήνα, τα Τρίκαλα, το Βόλο, την Κοζάνη, την Ξάνθη. Το Μουσείο Ραδιοφώνου σήμερα στεγάζεται στην παλιά αποθήκη του Συνεταιρισμού, όπου είναι επισκέψιμο κάποιες ώρες της ημέρας, αλλά κυρίως κατόπιν συνεννόησης με τον Στάθη Σφονδυλιά, στο τηλέφωνο 6970374922. Οι επισκέπτες που έχουν περάσει την πόρτα του Μουσείου, υπολογίζεται ότι έχουν ξεπεράσει τους 10.000. Ο Στάθης έχει αναλαμβάνει εθελοντικά με απίστευτο μεράκι την παρουσίαση της ιστορίας του ραδιοφώνου και την «ξενάγηση» στο χώρο του Μουσείου και όπως ο ίδιος τονίζει, «Εδώ παρουσιάζουμε, μεταξύ άλλων, την ιστορία του ραδιοφώνου, το ρόλο που έπαιξε τοπικά, αλλά και παγκόσμια, ενώ συνδέουμε το Λαύκο με το χθες, το σήμερα και το αύριο, παρουσιάζοντας και το μεγάλο Σερβοαμερικανό Νίκολα Τέσλα, ο οποίος είναι υπεύθυνος για 700 εφευρέσεις, μεταξύ των οποίων και το πρώτο ραδιοκύμα».
Για εμάς που επί χρόνια υπηρετούμε το ραδιόφωνο, ήταν μέγιστη η χαρά της επίσκεψής μας, έτσι λίγα χρόνια μετά επιστρέψαμε με ένα δώρο. Μιας και μεσολαβήσαμε για αδελφοποίηση με το μουσείο ραδιοφώνου του Innsbruck στο Τυρόλο.
Όπως προαναφέραμε τα ραδιόφωνα που εκτίθενται, είναι περίπου 130, από τα οποία τα 100 περίπου ήταν από τη δωρεά του Βίλφρεντ Σεπς, ενώ τα υπόλοιπα από δωρεές ανθρώπων από όλη την Ελλάδα και όχι μόνο. Τα ραδιόφωνα χρονολογούνται από το 1924 έως και τη δεκαετία του 2000, τα οποία όλα μπορούν να λειτουργήσουν. Αυτή τη στιγμή, για ευνόητους λόγους, αφού δεν είναι εφικτό να είναι όλα σε λειτουργία, λειτουργούν δύο ραδιόφωνα, ένα Philips του 1965 και ένα αντίγραφο αμερικανικού μοντέρνου ραδιοφώνου του 1933, ενώ ο αρχικός σχεδιασμός έγινε το 1925.
Μεταξύ των ραδιοφώνων του Μουσείου υπάρχουν και τρία ραδιόφωνα κρυστάλλου (γαληνίτη). Ο γαληνίτης είναι ημιαγωγός και μπορεί να χρησιμοποιηθεί, σε συνδυασμό με ένα λεπτό σύρμα, για να σχηματιστεί μία δίοδος επαφής σημείου. Η ιδιότητά του αυτή είναι χρήσιμη για τη φώραση των ραδιοφωνικών κυμάτων και την κατασκευή απλών ραδιοφωνικών δεκτών, των λεγόμενων ραδιοφώνων κρυστάλλου. Πρόκειται για πολύ απλά κυκλώματα, τόσο στο σχεδιασμό, όσο και στην υλοποίηση, που επιτρέπουν, ωστόσο, ακρόαση ραδιοφωνικών σταθμών στις περισσότερες κυματικές ζώνες (bands) και μάλιστα χωρίς τη χρήση ηλεκτρικού ρεύματος, καθώς ο δέκτης αντλεί την ενέργεια που χρειάζεται από τα ραδιοφωνικά κύματα.
Τέτοιοι δέκτες κατασκευάστηκαν ευρέως στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ενώ συνεχίζουν να κατασκευάζονται έως σήμερα από ραδιοερασιτέχνες. Κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αποτέλεσαν, λόγω της απλότητας της κατασκευής τους και της δυνατότητας χρήσης τους οπουδήποτε, τρόπο ακρόασης ραδιοφωνικών σταθμών σε περιοχές ή περιστάσεις που η χρήση άλλων ραδιοφώνων ήταν απαγορευμένη ή αδύνατη. Όλα τα ραδιόφωνα που εκτίθενται στο Μουσείο στο Λαύκο έχουν καρτέλες οι οποίες ενημερώνουν τους επισκέπτες για τη χρονολογία κατασκευής, τον τύπο, τη μάρκα και τη χώρα προέλευσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι το 1920 η δημιουργία ραδιοφώνων γινόταν κυρίως ερασιτεχνικά. Από τη δεκαετία του 1920 και μετά υπάρχει ένας «οργασμός» και μία μαζική παραγωγή.
Η υπέροχη θέα από εδώ δημιουργεί το παλίμψηστο της πεμπτουσίας της οφθαλμολατρείας του τοπίου προκαλόντας μας συναισθήματα υπέροχα, μένοντας πάντα εραστές του όρους των Κενταύρων. Πιθανώς όμως εδώ η αγάπη μας χτυπά λίγο παραπάνω.
Πάντα θα το λέω η Ελλάδα στηρίζεται στους Έλληνες, ένας Μάγνητας φιλόλογος ο Γιάννης Κουτής προ αρκετών ετών μας άνοιξε την πόρτα στην μαγνήσια γη, μίας και είναι προϊστάμενος την Διεύθυνσης Βιβλιοθηκών και Μουσείων Βόλου, έκτοτε έγινε ένας εξαίρετος φίλος, όπερ συνηθίζουμε πάντα να ανταμώνουμε για έστω ένα τσιπουράκι, στην υγειά μας!