του Τάσου Μιχαηλίδη*
Τον είχε γνωρίσει μόλις πριν από λίγες ώρες. Και τώρα, εδώ, μπροστά στην είσοδο του μπαρ της Νικηφόρου Φωκά, κρατώντας στα χέρια του το χαϊμαλί που φορούσε στο λαιμό της, έμπαινε μέσα στη ζωή της, μέσα στο παρελθόν της. Είχε θράσος και μία σιγουριά για τον εαυτό του που τον έκανε ενοχλητικό. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι κατά βάθος ήταν γοητευτικό και προκλητικό, ένας άγνωστος να μπορεί να μαντεύει από το τίποτε, ή από το σχεδόν τίποτε, να κάνει βουτιές στις πιο όμορφες και αλλόκοτες εμπειρίες της ζωής της. Αλλόκοτες; Ναι. Αλλόκοτος ίσως ήταν ο χαρακτηρισμός που θα του ταίριαζε. Αλλόκοτος και μυστηριώδης. Δεν περίμενε ότι μια συνηθισμένη έξοδος για καφέ θα εξελισσόταν έτσι.
Σπούδαζε εδώ και μερικά χρόνια στο Λονδίνο και είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη για να κάνει Πρωτοχρονιά με τους δικούς της. Πηγαίνοντας στο De Facto είδε στο διπλανό μπαρ, στον Ερωδό, τη Μαρία, συμμαθήτριά της από το Ανατόλια, το αμερικάνικο κολέγιο. Κάθισε μαζί της και με την παρέα της. Ήταν η αδελφή της Μαρίας, η Μάχη, άλλη μία κοπέλα -δε θυμόταν το όνομά της- ο Αντώνης ο σκιτσογράφος και αυτός. Δεν κατάλαβε τι ακριβώς δουλειά έκανε ή μάλλον το είχε ξεχάσει με όσα ακολούθησαν.
Η παρέα συνέχισε στο σπίτι της Μαρίας και, ανάμεσα στα μπουκάλια του Αγιορείτικου, ο τύπος έλεγε το χέρι, κυρίως στις γυναίκες της παρέας. «Άλλος ένας τριαντάρης που είναι ψώνιο. Κοίτα τι κάνει ο άνθρωπος για να ρίξει μια γκόμενα», σκέφτηκε. «Και αυτές; Τόσο χαζές είναι; Είναι δυνατόν να επιβεβαιώνουν όσα αυτός υποτίθεται ότι μαντεύει βλέποντας τα χέρια τους ή το πρόσωπό τους;».
Δέχτηκε βαριεστημένα να δώσει το χέρι της για αν συνεχίσει ο τύπος τις χειρομαντικές του επιδόσεις. Τα χέρια του ήταν ζεστά και η ματιά του ένιωσε να εισβάλλει μέσα της απειλητικά. Ήταν όπως όταν σε αγκαλιάζει ένας άντρας χωρίς να θέλεις, αλλά που τα χάδια του σε κάνουν να παραλύεις. Έτσι και αυτός τώρα έμπαινε μέσα στη ζωή της, ανυπόμονα και με μια σιγουριά που την έκανε να μην ξέρει πώς να αντιδράσει. Όχι μόνο άρχισε να της λέει στοιχεία του χαρακτήρα της, όχι μόνο άρχισε να της μιλά για τα όνειρά της και τις ανασφάλειές της, αλλά όταν τον προκάλεσε, άρχισε να της περιγράφει με λεπτομέρειες γωνιές του σπιτικού της στο Λονδίνο.
Έμεινε άναυδη και γοητευμένη. Δεν ήξερε γιατί, αλλά εδώ και μερικά χρόνια το μυστήριο είχε μπει στη ζωή της. Ποτέ δεν πίστευε σε μαντείες και φλιτζάνια. Μόνο που τα γεγονότα της ζωής της έφεραν τα πάνω κάτω.
Και να που τώρα όλα συνδέονται και πλέκονται. Βρίσκονταν εκεί, στην είσοδο του μπαρ, κρατώντας το χαϊμαλί της με τις πράσινες πέτρες. Της έλεγε ότι ήταν δώρο από κάποιο πολύ αγαπημένο της πρόσωπο. Ότι είχα κάποια σχέση με Ανατολή, με πνευματιστικά και τέτοια. Δεν πίστευε τα όσα συνέβαιναν. Δεν ήταν δυνατόν Χριστουγεννιάτικα να της συμβαίνουν αυτά. Να ζωντανεύουν τέτοιες μνήμες.
Το μυαλό της γύρισε τέσσερα χρόνια και κάτι πίσω. Εκεί στο υπόγειο μπαρ του Λονδίνου, όπου είχε πάει να πιεί ένα ποτό για να ξελαμπικάρει και μετά να συνεχίσει το διάβασμα. Σπούδαζε Ιστορία της Τέχνης και αυτό το μπαρ, αν και δεν ήταν πολύ του γούστου της, τη βόλευε γιατί απείχε μόλις τριακόσια μέτρα από το σπίτι της. Δίπλα της καθόταν ένας ξερακιανός τύπος με μακριά σγουρά μαλλιά, μάλλον άλουστα εδώ και μέρες και ένα αραιό γένι. Τα υγρά του μάτια πρόδιδαν την ποσότητα του αλκοόλ που είχε ήδη καταναλώσει.
«Με λένε Αλία», της είπε. Αλία; Τι όνομα ήταν αυτό; Τούρκικο, αραβικό; «Είμαι από τη Γιουγκοσλαβία», πρόσθεσε αυτός γρήγορα για να τη βγάλει από τις απορίες της. Έμεινε λίγο ακόμα και αρνήθηκε την πρότασή του για συνέχεια, ευγενικά. Θα τον είχε ξεχάσει αν δεν τύχαινε δύο μέρες μετά να πάει σε μία εκδήλωση της κινηματογραφικής ομάδας του Πανεπιστημίου της. Εκείνον το μήνα είχαν αφιέρωμα στο άγνωστο βαλκανικό σινεμά. Και νάτος ο Αλία εκεί, τριγυρισμένος από δεκάδες φοιτητές και φοιτήτριες, να μιλά για την ταινία που μόλις είχε προβληθεί, την ταινία του. Ο τίτλος ήταν λίγο παράξενος και δεν το θυμόταν. «Όταν ο γιος έφυγε από τη δουλειά» ή κάτι τέτοιο. Την ταινία δεν την είδε ολόκληρη, αλλά πλησίασε περισσότερο από περιέργεια κοντά του. Την είδε, της χαμογέλασε και της είπε: «Αγαπάς και εσύ το σινεμά ε;». Ναι, έβλεπε πολύ σινεμά αλλά η λέξη «αγαπάς» μάλλον δεν ήταν σωστή. Ή μήπως ήταν; «Πρόσεξε όμως, γιατί το σινεμά είναι μαγεία. Και ότι είναι μαγικό είναι προκλητικό αλλά και επικίνδυνο. Και κυρίως δεν είναι τυχαίο». Μήπως τελικά δεν ήταν τυχαίο που τον ξανασυνάντησε;
Συνέχισαν μαζί για φαγητό και ύστερα για μερικά ποτά. Αν και δεν το συνήθιζε, το επόμενο πρωί τους βρήκε να τρώνε μαζί μπρέκφαστ. Ήταν αστείος και γλυκός φορώντας το δικό της μπουρνούζι που δεν μπορούσε να χωρέσει το κορμί του.
«Σε τρεις μέρες φεύγω. Πηγαίνω στην πατρίδα μου. Γυρίζω ταινία, αν θέλεις έλα μαζί μου. Να θυμάσαι μόνο ότι το σινεμά είναι μαγεία. Και να ξέρεις ότι μπορεί να ανακαλύψεις τον κρυμμένο σου εαυτό. Αν το αντέχεις έλα. Θα μένουμε σε σκηνές. Σκηνές τσιγγάνων. Με αυτούς θα δουλέψω».
…
Τρεις μήνες πέρασε στην ύπαιθρο της Γιουγκοσλαβίας. Ζούσε στη σκηνή του και συναναστρεφόταν ανθρώπους που ποτέ δεν είχε φανταστεί. Τσιγγάνους, τεχνικούς, διάφορους. Τα γυρίσματα στην αρχή είχαν ενδιαφέρον. Μετά της φάνηκαν βαρετά. Δέκα ώρες προετοιμασίας για να γυριστεί μια σκηνή δύο λεπτών. Τρομερά χρονοβόρο. Και σπαστικό. Δεν μπορούσε να καταλάβει που θα καταλήξουν όλα αυτά.
Κάποιες στιγμές, άρχισε να αμφιβάλει για το αποτέλεσμα που θα είχε όλη αυτή η φασαρία. Θυμάται πως σε κάποια σκηνή η χονδρή γριά τσιγγάνα που είχε βασικό ρόλο, έπαιζε σα μπαλάκι ένα κόκκινο κουβάρι. Όμως όταν πετούσε το κουβάρι ψηλά, έβγαινε έξω από το πλάνο. «Είναι λάθος», τόλμησε να πει στον Αλία. «Έτσι το κόκκινο κουβάρι μου θα πετάξει πάνω από τα κεφάλια και τις ψυχές των θεατών», είπε η γριά και ο Αλία χαμογέλασε με νόημα λέγοντας «είναι και αυτό μαγικό». Απορούσε τι το ευχάριστο είχε το να γυρνάς μια ταινία. Να τη βλέπεις είναι άλλο πράγμα, έχει δράση, έχει συνέχεια και είναι μόλις λίγη ώρα από τη ζωή σου. Εδώ ήταν η ίδια της η ζωή και δεν ήταν καν μια δική της ταινία. Ο Αλία εδώ είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Όλη την ημέρα συζητούσε, κατεύθυνε τα συνεργεία, έπινε, κάπνιζε μανιωδώς και αν συναντιόντουσαν το περισσότερο που εισέπραττε ήταν ένα χαμόγελο. Το βράδυ έτρωγαν όλοι μαζί γύρω από τη φωτιά και τραγουδούσαν. Και πάλι όμως ο Αλία έδειχνε να ταξιδεύει αλλού. Και μόνο αργά τις νύχτες τον ξανάβρισκε ουσιαστικά, όταν αυτός ξάπλωνε πάνω της κουρασμένος αλλά απαιτητικός. Άρχισε σιγά σιγά να ασχολείται περισσότερο με τους άλλους του ιδιότυπου αυτού καραβανιού. Στην αρχή έκανε παρέα με την Ντάρα, την πιτσιρίκα πρωταγωνίστρια. Ήταν δεν ήταν δεκατέσσερα, αλλά είχε τόση θηλυκότητα που την έκανε να κομπλάρει. Ήξερε την Ελλάδα. Είχε έρθει για διακοπές με τους γονείς της στην Ασπροβάλτα και στην Καλλικράτεια. Της μίλησε για τα νησιά και την έπεισε την επόμενη φορά που θα πήγαινε διακοπές να κατέβαινε μέχρι τη Σαντορίνη. Μετά είχε έρθει ο μουσικός της ταινίας, ο Ντούσαν. Παλιός ροκάς που βρισκόταν έξω από τα νερά του. Ο Αλία όμως τον συμπαθούσε πολύ. Με τα λίγα αγγλικά που μιλούσε δεν ήταν εύκολη η επικοινωνία τους και έτσι δεν έμαθε πολλά για αυτόν. Τέλος στράφηκε στη χοντρή γριά. Εκείνη κάποια στιγμή τη ρώτησε «Από πού είσαι;» και αυτή απάντησε «Από την Ελλάδα, από μια πόλη που τη λένε Θεσσαλονίκη. Την ξέρεις;». Το πρόσωπο της γριάς φωτίστηκε και τα μάτια της άστραψαν. «Πως δεν την ξέρω. Έχω έρθει μερικές φορές. Είναι η πόλη που οι άνθρωποι τις νύχτες πετούν πάνω από τα σπίτια»… Της χάιδεψε το μάγουλο, σαν να ήθελε κάτι να της μεταφέρει, σαν να την άγγιζε με ένα μαγιό ραβδί και έφυγε.
Ήταν μία από τις σπάνιες μέρες που το Λονδίνο το βλέπει ο ήλιος και ο κόσμος έσπευδε να κάνει βόλτες. Δεν είχε διάθεση ή μάλλον είχε κάποιο προαίσθημα και έμεινε σπίτι. Προαίσθημα; Αν της έλεγε κάποιος πριν από λίγα χρόνια ότι θα πίστευε σε προαισθήματα, θα τον έλεγε τρελό. Όμως τώρα όλα ήταν αλλιώς. Το τηλέφωνο κουδούνισε και πήγε να το σηκώσει ήρεμα, γιατί ήξερε ότι ήταν κάτι σημαντικό. Στην άλλη άκρη της γραμμής άκουσε τον Αλία. «Σκέφτομαι να έρθω στο Λονδίνο την άλλη εβδομάδα. Αν θέλεις δηλαδή». Έμεινε για μία στιγμή σιωπηλή. «Δεν είναι καλή ιδέα. Θα πάω στην Ελλάδα. Σε λίγες μέρες έχουμε Πάσχα οι Ορθόδοξοι». «Ωραία θα έρθω και εγώ. Ξέρεις, μου είπαν πως παίζεται εκεί τις μέρες αυτές η ταινία, η ταινία μας και θα ‘θελα να τη δω εκεί με τους συμπατριώτες σου. Την έχουν αγαπήσει πολύ μου λένε».
…
Συναντήθηκαν στο αεροδρόμιο και με ένα ταξί τον πήγε κατευθείαν στο ξενοδοχείο ABC κοντά στο Σιντριβάνι. Το βράδυ σε μια από τις τελευταίες σειρές ήταν στην αγκαλιά του και έβλεπε την «Εποχή των βαρόνων που τραγουδούσαν». Η αίθουσα κατάμεστη. Ανατρίχιαζε όσο θυμόταν τα γυρίσματα της κάθε σκηνής. Αισθανόταν περήφανη που ήταν δίπλα του. Κανείς από τους θεατές δεν κατάλαβε ποιος καθόταν ανάμεσά τους. Στη σκηνή που η γριά πετούσε ψηλά το κόκκινο κουβάρι, της είπε: «Τώρα η κόκκινη κλωστή συναντά τις ψυχές της πόλης σου. Σου είπα είναι μαγικό. Γι’αυτό ο κόσμος έρχεται εδώ». Το βράδυ στο μικρό δωμάτιο του ABC σιγοψιθύριζε τη μουσική του Ντούσαν. Γδύθηκε και τον περίμενε στο κρεβάτι. Εκείνος βγήκε από το μπάνιο και ξάπλωσε πάνω της. Ξαφνικά όμως σταμάτησε, σηκώθηκε και έψαξε το σάκο του. Έβγαλε το χαϊμαλί με τις πράσινες πέτρες και το πέρασε στο λαιμό της. «Είναι μαγικό», της είπε. «Το πήρα στις Ινδίες. Θα σου φέρει γαλήνη και ευτυχία. Να το φοράς».
…
Και ξαναγύρισε στην πραγματικότητα. Ο τύπος μπροστά στο μπαρ κρατούσε ακόμα το χαϊμαλί και της έλεγε. «Μα έχω την αίσθηση ότι τον ξέρω αυτόν που σου το χάρισε. Ποιος είναι;». Χαμογέλασε και τον έσπρωξε μέσα στο μπαρ. «Μπορεί και να τον ξέρεις κατά κάποιον τρόπο». Αυτός ο τύπος της θύμισε μέσα σε λίγες στιγμές τις πιο όμορφες και παράξενες εμπειρίες της ζωής της. Ήταν τυχαίο; Τίποτε δεν είναι τυχαίο. Άλλωστε ζούσε «στην πόλη που οι άνθρωποι τις νύχτες πετούν πάνω από τα σπίτια». Κι εκεί ίσως να παίζουν με το κόκκινο κουβάρι του Αλία.
*Αυτό το διήγημα του Τάσου Μιχαηλίδη είχε δημοσιευθεί στον Εξώστη στο (πρώτο) δωρεάν περιοδικό που διηύθυνε ο ίδιος.