ΛΙΓΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ «ΝΑΥΑΓΙΟ» ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ
(Μάλλον για τα ενενηντάχρονα της γέννησής του)
του Σίμου Ιωσηφίδη
Μπαίνοντας, σχετικά αιφνιδίως, στον πειρασμό μίας ολιγόγραμμης αναφοράς στις χαμηλότονες σελίδες του Θεοδωράκη, αποπειρώμαι μια διείσδυση στο τραγούδι «Το ναυάγιο». Πρόκειται για μία σύνθεση του 1975, συμπεριληφθείσα στο δίσκο «Μπαλλάντες», σε ποίηση Μανόλη Αναγνωστάκη και ερμηνεία από τον Πέτρο Πανδή (στο άλμπουμ είχε συμμετοχή και η Μαργαρίτα Ζορμπαλά). Ο κατ’ευφημισμόν όρος έντεχνο, που αποδόθηκε αδόκιμα κι εδώ, μάλλον προήλθε παλαιόθεν, εκείνων των αδιάλλειπτων μελοποιήσεων ποιητικών πονημάτων που θα έμεναν μόνον τυπωμένα επί χάρτου. Για να το πω λαϊκιστί, μια μουσική επανεκτύπωση λόγιων γραμμών, εκ των προτέρων επιτυχών στόχων. Ο Μίκης ήταν προπάτορας εδώ.
Αναφέρω, αυτολεξεί ως εννοείται, το ποίημα και κατόπιν εξηγώ.
ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ
Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
Ύστερα απ’το φριχτό ναυάγιο και το χαμό
Το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά
(Πού πήγαν οι άλλες βάρκες; Ποιοί γλιτώσαν;)
Εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα
Ένα νησί ερημικό όπως στα βιβλία
Εκεί θα χτίσουμε τα σπίτια μας
Γύρω γύρω απ’τη μεγάλη πλατεία
Και στη μέση μια εκκλησιά
Θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία
Του καπετάνιου μας που χάθηκε ψηλά-ψηλά
Λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου, πιο χαμηλά του τρίτου
Θ’αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά
Κι ύστερα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο καράβι
Καινούριο, ολοκαίνουριο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα.
Θα ’χουμε γεράσει μα και θα μας γνωρίζουνε.
Μόνο τα παιδιά μας δεν θα μοιάζουνε μ’εμάς.
Το άλμπουμ «Μπαλλάντες», όπως ανέφερα, κυκλοφόρησε το 1975, το ποίημα γράφτηκε το 1962, εμπεριεχόμενο στην συλλογή «Συνέχεια 3» (ένα χαρακτηριστικό sequel της αλληγορικής αριστεράς για κάποιους), αλλά η μουσική γράφτηκε το 1972, εν έτει δικτατορίας. Τοποθετείται στην στιχουργική ποιητική τού Αναγνωστάκη, επ’ουδενί τω λόγω στην αμιγή ποίηση. Αυτό, ευνόητα, δεν εκφέρει αρνητισμό αλλά, τουναντίον, μιαν ακούσια προσέγγιση στη θεοδωρακική μούσα, πολύγραφη και τόσο ακουσμένη εκείνον τον καιρό. Ο ποιητής, κι εδώ συνεχίζει ένα γλαφυρό πεσιμισμό (καταμαρτυράται κι από τον καθολικό τίτλο) είναι ένα πολύπαθο άτομο που έχει βιώσει πολλά και φροντίζει να τα κάνει φανερά, διακριτικά διακριτά (ο ποιητής) και μιας Αριστεράς θλιμμένης που ναυαγεί σιωπηρά (και η πανταχόθεν μούσα του).
Τα διακρίνει πρωτίστως και τα φανερώνει μεθυστέρως, μια φανέρωση απτή και ολιγόλογη, ανθρώπινη, δίχως φανφάρες ή αριστερίστικους θούριους, χωρίς αλαζονικούς τόνους. Ουδόλως επιδεικνύεται, μηδαμώς εντυπωσιάζει. Απεναντίας, μιλάει ψιθυριστά στο αυτί του συναναγνώστη, του ατόμου που είναι παρακείμενα σε εμάς, του εσαεί προσκείμενού μας. Για τον Αναγνωστάκη, ό,τι περιγράφεται είναι μοιραίως μισό, ελλιπές, χαμένο στην τύρβη του εκ δυσμών παραλόγου, άθλιο και θορυβώδες. Προϊόντος του έργου του παρέμεινε κοφτός, δεν περιέγραφε ούτε εκτεινόταν· άφηνε τα πράγματα να εννοηθούν.
Στο «Ναυάγιο» κομίζει αενάως περισσότερο τη διάψευση· όχι την ήττα της Αριστεράς: εδώ οι οιηματίες αλλόπιστοι, σηκώνουν τους ώμους, δείχνουν ατάραχοι μα δεν είναι. Λένε κάποιες ιστορίες και ξεροβήχουν πίνοντας κρασί. Όπως ο ίδιος γράφει σε ποίημα από τη «Συνέχεια 2», «ελπίζει από απελπισία». Ο λόγος του στο ποίημα δεν ισχύει πολιτικά. Καλύτερα, δεν θα πρέπει να λαμβάνεται ως τέτοιος, τουλάχιστον όχι απαραίτητα. Είναι aprioriερωτικός, aposteriori πολιτικός. Η πολιτική στους στίχους, υφέρπει. Να γιατί δεν είναι πρόσκαιρος κι εφήμερος, αλλά πάγιος, γραφιάς της διαχρονίας. Σε αυτήν την αντιπαραβολή νοείται η αμεσότητα και η αγωνία του ως ποιητή. Αλλιώς: είναι μία γραφή αυτογνωσίας που τακτικές και στρατηγικές έχουν αποβληθεί ευθύς εξαρχής, κάτι που γίνεται εννοούμενο, νοούμενο ακόμα και στον πλέον ανυποψίαστο αναγνώστη.
Από την άλλη, ο Θεοδωράκης, αξιοποιώντας μια μικρή σχετικά ομάδα οργάνων, για πολλοστή φορά, βάζει τον προβληματισμένο άνθρωπο στο κέντρο της σύνθεσης. Σε αντίθεση με άλλους μουσικούς, της ονομαζόμενης πρωτοπορίας, δυτικούς εν συνόλω εννοείται, η υπαρξιακή ανάγκη του ατόμου, προσδιορισθείσα άμεσα και περιφραστικά, αναγάγει με περίσσεια δύναμη τη διαμαρτυρία και την άρνηση. Μιαν αποδοκιμασία τουτέστιν, στο δήθεν έννομο και αμετάβλητο. Χρησιμοποιεί έναν ορχηστρικό διάλογο πιάνου και βιόλας, εκτεταμένο χρονικά, κι έπειτα εισδύει στο χαμηλό τραγουδιστικό κομμάτι.
Ο Πανδής, πλην ίσως μιας εξαίρεσης, αρκείται στην απαγγελία. Μία απαγγελία με τη μεστότητα των χρωμάτων να λειτουργούν σε κυματισμούς θλίψης (όχι απόγνωσης) αλλά και προσδοκούμενης αγωνιστικής ανάτασης. Ο συνθέτης, με τους μελοποιημένους ποιητικούς ογκόλιθους «Canto General», «Επιτάφιος», «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» και «Ρωμιοσύνη» ήδη στο ενεργητικό του, ονειρεύεται ένα λαό σε μέθεξη (η νιρβάνα θα είναι προσωρινή), ένα λαό που σκύβει και ονειρεύεται αυτήν την αγωνιστική ανάταση που θα επέλθει σύντομα, σε λίγα χρόνια, σε λίγους μήνες, από στιγμή σε στιγμή…
Ο Αναγνωστάκης των «Συνεχειών», ειδικά του «Ναυαγίου», μεταλλάσσεται σε συγγραφέας προσωπικού χαρακτήρα. Ακολουθεί ο Θεοδωράκης που «προζάρει» τον Πανδή (τις περισσότερες φορές εξάλλου, ο καλλιτέχνης απήγγελλε τον συνθέτη, δεν τον τραγουδούσε). Μοιάζει να μην μελοποιεί ατομιστικά αλλά, όπως κι ο ποιητής στη γραφή του, προσωπικά, για μία ευρεία γκάμα ακροατών, ουχί αφ’εαυτού. Γι’ αυτό κερδίζει το στοίχημα. Από άτομο γίνεται πρόσωπο, μέλος μιας μικρής κοινωνίας ακροατών ή ενός σώματος.
Δεν είναι απομονωμένος, δρων εκ περιστάσεως που συμφύρει νότες, αλλά συνειδητός, μια οντότητα ενιαία με μουσική ομόρριζη με την, ως τότε, δισκογραφική του δράση. Καταδείχνει ευθαρσώς πόσο φωνήεσσα είναι η χαμηλή σύνθεση και πόσο περιφρονητικά για εκείνον είναι τα στολίδια που δύνανται να κοσμήσουν το τραγούδι που, ευνοήτως, παραλείπονται. Ομοίως με το ποίημα, κάνει διακριτή τη μοναξιά μέσα από την ομάδα, διαβλέπει την ατομικότητα που κρύβεται στη μάζα.
Αλλιώς: η μουσική του κατατρύχεται από το τραγικό τέλος του συλλογικού αγώνα, της ελπίδας και της ομαδικής δράσης. Είναι εσχατολογική. Μαύρη ρομάντζα για την αποσυναρμολόγηση ενός λαού που πίστευε, πλήρης αδυναμία συγκρότησης του συλλογικού υποκειμένου, μια μπαλάντα για τον απωλεσθέντα πολιτικό λόγο. Η μονολιθικότητα της Αριστεράς, η χωρίς διάσταση μονότονη γλώσσα της κι ο άκρατος δογματισμός μεταφέρονται στο τραγούδι, εξίσου μονοδιάστατο με αυτήν, εξίσου υπαινικτικό. Ναυαγίσαμε φίλε πια. Ανάμεσα σε αιχμηρά συρματοπλέγματα και λαχανιάσματα διωγμών…
Ο τίτλος, συμβολιστικός στα άκρα, είναι σαφής, ένα μουσικό μνημόσυνο αστόλιστο κι ανέκφραστο. Ένας καινούριος κόσμος αναδύεται. Τόσο συγκεχυμένος, ώστε αδιανόητος. Αναδευμένος, απαρηγόρητος και αδήριτος. Ένας νέος κόσμος μάταιος, einsturzende neubauten*. Για την συντριβή δεν έχει ιδέα. Τα συντρίμμια είναι αμάζευτα, στο μεγάλο βυθό της λησμοσύνης. Τώρα βλέπει κανείς αναφανδόν ίσιες γραμμές, τετράγωνα και ορθογώνια σχήματα δίχως καμπύλες που, κατοπινά, θα γίνουν η γεννήτρια ακτίνων, ευθείων ψηφιακών γραμμών μιας ζωής άχρωμης κι ανεπικοινώνητης. Ένας νέος κόσμος αμμόχωστος και laser ταυτόχρονα που αναγκάζει κατοπινά τον Αναγνωστάκη να γίνει σάτυρος και κριτικός, ένας μυστικός περιαγόμενος ως Φάσσης. Ο φιλοτομαρισμός υπερισχύει. Εδώ, «πρόχνυ καθεζομένοι» προσευχόμαστε τω αγνώστω Θεώ, στον υλισμό.
Oδίσκος «Μπαλλάντες» δεν ακούστηκε. Τουλάχιστον όσο θα ’πρεπε. Η άρτι αφιχθείσα εκ Σοβιετικής Ένωσης Ζορμπαλά, δεν εντυπωσίασε παρότι το «Δρόμοι παλιοί» απέκτησε αιφνίδια δημοφιλία και, ως εκ τούτου, επέφερε αρκετές επανεκδόσεις στο δίσκο. Το τραγούδι «Το ναυάγιο» ανακαλύφθηκε, αν έγινε ποτέ κάτι τέτοιο, συν τω χρόνω. Ο Πέτρος Πανδής, φτασμένος ήδη, συναυλιακή περσόνα του Θεοδωράκη την εποχή της δικτατορίας, «τραγουδάει» θαυμαστά. Η εισαγωγή είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη, σχεδόν δύο λεπτά. Το πιάνο οδηγεί τη μουσική, ενώ το τσέλο συγκλίνει της άρχουσας μελωδικής γραμμής.
Όπως και γράφθηκε, μια συζήτηση εναλλάξ. Μία καταπτωτική εισαγωγή που παρέχει τις ενδείξεις της μελαγχολικής ήττας του ποιητή και κάνει τον συνθέτη «οιωνοσκόπο» της εξέλιξης· ζοφερής όσο τίποτε, που μετατρέπει τους μουσικούς σε δυσοίωνους μάντεις. Προμηνυτής της ορχήστρας και το όμποε που συνάδει γλυκά έπειτα. Το μπουζούκι εισαγάγει κατοπινά, αναφανδόν, τη λαϊκότητα, μια μάλλον περιττή παρουσία. Τούτο το λαϊκό δεν αποδεικνύεται οργανικά με το έγχορδο αλλά είναι αυταπόδεικτο στιχουργικά αρχήθεν της σύνθεσης.
Πρόκειται για ένα ρεαλιστικό γενικά τραγούδι, ρεαλιστικό όπως το αναγιγνώσκει ο καθείς. Για την Αριστερά ήταν και παραμένει αληθινό. Για να γίνω σαφέστερος, όταν αντικρίζω το οτιδήποτε, έχω μια γνώμη γι’αυτό, η οποία, βαθμηδόν, επηρεάζει τη διάθεσή μου. Ο έναντι, παρακολουθώντας την αυτήν εικόνα, εξάγει μιαν άλλη, προς τη δική μου αντίληψη παρασάγγης διαφορετική, άλλης ισχύος και δυναμικής. Κι όμως, βλέπουμε ή ακούμε εικονίζοντας νοητικώς και οι δυο ακριβώς το ίδιο. Πόση αντίθεση χωράει εδώ! Πόσο ανόμοια οράματα αναπηδούν από την ίδια ρεαλιστική απεικόνιση! Χάνεται ο στίχος μονομιάς και μένει η μουσική. Μια μουσική πέρα από το γιγαντισμό μιας προδιαγεγραμμένης λαϊκής μούσας ή μιας κατασκευαστικής απάτης (όπως πολλές βαρύγδουπες του συνθέτη) αλλά, χαμηλή, με τις φανφάρες και τους μεγαλοπρεπείς παιάνες εκτός· θύραθεν κάθε εντυπωσιασμού και πρόκλησης ιδεών.
* Θυμήθηκα την ομώνυμη θρυλική μπάντα της Ανατολικής Γερμανίας.