του Γιάννη Φραγκούλη
Τι σημαίνει άραγε το να φοβάσαι το Άλλον; Ποιος είναι αυτός ο Άλλος; Ποιος μπορεί να τον ορίσει, πως μπορεί να οριστεί; Είναι ο ξένος ή ο ξενιστής; Ας πάρουμε όμως τα πράγματα για να τα βάλουμε σε μία σειρά. Ας ξεκινήσουμε κάνοντας την απόπειρα να δώσουμε έναν ορισμό. Ξέρουμε, από την αρχή, ότι αυτός ο ορισμός θα είναι ελλιπής, αλλά αυτό δε μας πειράζει γιατί η ίδια η ροή του κειμένου θα τον συμπληρώσει.
Γράφοντας το «α» με κεφαλαία θέλουμε να δώσουμε σημασία στον Άλλον. Σε αυτόν που έχουμε δημιουργήσει και βρίσκεται απέναντι στον εαυτό μας, στο Εγώ μας. Ανάμεσα σε εμάς και σε αυτόν υπάρχει μία μαγική επιφάνεια που καθρεπτίζει την εικόνα και αφήνει να περνούν αυτά τα εικονικά στοιχεία, έτσι ώστε μεταξύ του Εγώ και του Άλλου να υπάρχει μία διάδραση που ανανεώνει συνέχεια και τη μία και την άλλη οντότητα. Το Εγώ είναι αυτό που στέλνει πρώτο τα πρώτα ψυχικά στοιχεία, με ασυνείδητο τρόπο, και εκκινεί αυτή την τελετουργία. Όλα μετά ακολουθούν μία διαδικασία που δεν μπορεί κανείς να την προβλέψει.
Είναι αυτονόητο ότι αυτός ο Άλλος είναι δημιούργημα του Εγώ μας, είναι διαφορετικός σε κάθε άνθρωπο, η υπόστασή του είναι μοναδική κάθε στιγμή, για τον ίδιο άνθρωπο. Ο προσδιορισμός του έχει μία διαχρονικότητα και, αυτή η προσπάθεια του προσδιορισμού του, είναι μία διαδικασία εσωστρεφής και εξωστρεφής, συγχρόνως. Τίθεται τώρα το θέμα: ο Άλλος έχει να κάνει με τον άλλον, αυτό τον άνθρωπο που εμείς βλέπουμε και δεχόμαστε σα ξένο ή διαφορετικό ως προς εμάς; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει μία σχέση η οποία όμως δεν είναι προφανής. Αυτό θα προσπαθήσουμε να το διερευνήσουμε σε αυτή τη συζήτησή μας.
Ας κάνουμε μία προσπάθεια να δούμε ποιος είναι ο άλλος. Ο μετανάστης, ο παράξενος συμπολίτης μας, ο μη εγκεκριμένος μετανάστης, αυτός που έχει μία παραβατική συμπεριφορά, εκείνος που ζει στο περιθώριο. Με αυτή την έννοια, θα πρέπει να δούμε την απέναντι πλευρά του άλλου, εμάς, δηλαδή, και τότε θα καταλάβουμε ότι, για αυτούς, εμείς είμαστε ο άλλος. Με αυτή την έννοια ο «άλλος», σαν κοινωνικός προσδιορισμός, είναι κάτι το ρευστό, αν το δούμε με αντικειμενική ματιά. Εμείς όμως δεν ψάχνουμε αυτή την αντικειμενική ματιά, για την οποία αμφιβάλουμε αν μπορεί να υπάρξει, αλλά την υποκειμενική ματιά που σχηματίζει ο κάθε άνθρωπος.
Με αυτή την έννοια ο άλλος παίρνει διαφορετική υπόσταση κάθε φορά. Με άλλα λόγια, ένα μέλος της κοινωνίας που ζούμε, όταν τον χαρακτηρίζουμε ως «άλλο», είναι επενδεδυμένος με διαφορετική αφηγηματική υπόσταση κάθε φορά. Τα κοινά χαρακτηριστικά που αυτό το άτομο δέχεται από το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, στην οποία αναφερόμαστε, προσδιορίζουν την κοινωνική του υπόσταση, την ταυτότητά του. Αυτή η ταυτότητα διατηρεί τα στοιχεία της για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι να διαμορφωθεί μία διαφορετική εικόνα του άλλου, από τη πλειοψηφία του κοινωνικού συνόλου. Άρα έχουμε μία διαχρονικότητα.
Έχοντας προσδιορίσει μία γενική έννοια του άλλου, θα μπορούσαμε να δούμε πως αυτή διαμορφώνεται στον κάθε άνθρωπο και πως συνδυάζεται, τελικά, ο άλλος με τον Άλλον, έτσι όπως τους προσδιορίσαμε πιο πριν. Τότε θα μπορέσει να προσδιοριστεί καλύτερα ο άλλος, το μέλος της κοινωνίας στην οποία ζούμε, αφού θα έχουμε καταλήξει σε έναν πιο λεπτομερή προσδιορισμό του Άλλου, αυτού που βρίσκεται απέναντι στο Εγώ μας.
Είναι προφανές ότι ο κάθε άνθρωπος που ζει και δραστηριοποιείται σε μία κοινωνία ελάχιστα ξέρει για την ταυτότητα του συμπολίτη του. Με την έννοια «συμπολίτης» εννοούμε κάθε άνθρωπο που ζει στην ίδια κοινωνία με αυτό τον άνθρωπο που εξετάζουμε, έχει ή δεν έχει νόμιμα παραστατικά δήλωσής του στην κοινότητα. Ανοίγουμε λοιπόν το πεδίο για να μπορέσουμε να κάνουμε καλύτερη ανάλυση, η οποία θα είναι πιο χρήσιμη για το κοινωνικό σύνολο στο οποίο αναφερόμαστε. Το ότι ο άλλος δεν είναι γνωστός, ως ταυτότητα, αλλά ουσιαστικά άγνωστος σε αυτόν που αναφέρεται ότι τον προσδιορίζει με αυτό τον τρόπο, μας αναγκάζει να δούμε αυτή τη σχέση με διαφορετική ματιά.
Γιατί όμως δεν είναι γνωστός σε αυτόν που προσπαθεί να τον προσδιορίσει; Το ερώτημα θα μπορούσε να τεθεί ως εξής: ποια στοιχεία είναι φανερά για να του γνωρίσουν την ταυτότητά του; Αυτά που ξέρει είναι κάποιες γενικότητες, όχι τόσα για να μάθει τι είναι αυτός, την προσωπικότητά του. Δεν τον ξέρει. Και όμως έχει άποψη και, πολλές φορές τον αποκλείει από κοινωνικά πεδία, στερώντας του αυτά τα κοινωνικά στοιχεία που θα ολοκλήρων αυτή την επαφή, προσωπική ή εξ αποστάσεως. Γιατί; Τι φοβάται; Γιατί διστάζει;
Ή μήπως δεν είναι έτσι; Αν δεν τον ξέρει τότε είναι παράλογο να απευθύνεται σε αυτόν τον άλλο. Τότε που; Είναι πλέον προφανές ότι όχι μόνο δεν ξέρει τίποτε για αυτό τον άλλο, αλλά, πολύ περισσότερο, δε θέλει να μάθει τίποτε για αυτόν. Καταλήγουμε τότε στο συμπέρασμα ότι αυτός ο άλλος ταυτίζεται με τον Άλλον. Ας θυμηθούμε λοιπόν ότι ο Άλλος είναι το κατασκευασμένο Εγώ μας, φτιαχτό από εμάς τους ίδιους.
Κατά συνέπεια, αυτός ο άλλος, ο ξένος, ο παράξενος, ο περιθωριακός, ο ομοφυλόφιλος κ.λπ., έχει στοιχεία από το απωθημένο του Εγώ μας. Δε μισούμε λοιπόν αυτό τον άλλο αλλά αυτό που αντανακλά από το πληγωμένο Εγώ μας. Ακόμη, αυτό το δίδυμο Άλλος-άλλος περιέχει το μη εκπληρωμένο Υπερ-Εγώ μας, τις απωθήσεις που ο κάθε άνθρωπος έχει και που τον πηγαίνουν πίσω στην παιδική του ηλικία, στα τραύματα που εγγράφονται σε αυτή την ηλικία. Αυτή λοιπόν η επαφή, όπως και να γίνει, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, είναι τραυματική. Ο βαθμός του τραύματος ποικίλλει ανάλογα με την περίπτωση, δεν είναι ίδια στον κάθε άνθρωπο, γιατί δεν μπορούμε να βάλουμε όλους τους ανθρώπους στην ίδια κατηγορία, καθένας έχει τη δική του προσωπικότητα, τα δικά του προβλήματα, η κατάσταση δεν είναι ίδια για όλα τα μέλη αυτής της κοινωνίας.
Ο μετανάστης που δεν έχει νόμιμα χαρτιά, οι άλλοι μετανάστες, οι ξένοι, οι περίεργοι άνθρωποι, αυτοί που δεν ντύνονται ή δε συμπεριφέρονται όπως οι άλλοι, οι ομοφυλόφιλοι, οι ασθενείς με AIDS, αυτοί που δεν επιθυμούν να ακολουθούν τις εντολές της εξουσίας ή της διατάξεις του Κράτους, με ή χωρίς δικαιολογία, αυτοί που δε θέλουν να ζουν μία κανονισμένη από άλλους ζωή, όλοι αυτοί είναι στην κατηγορία «άλλος». Ο κατάλογος είναι μακρύς και ανανεώνεται από τα μέτρα και την «ηθική» που επιβάλλει η πλειοψηφία, η οποία, χωρίς δισταγμό, υπακούει στις εντολές ενός βάναυσου πατρικού συστήματος, της εξουσίας, στη σύγχρονη κοινωνία μας.
Αν καταλάβουμε ότι όλοι αυτοί δεν είναι εναντίον του άλλου, έτσι όπως εκφράζεται επίσημα, αλλά εναντίον του πληγωμένου εαυτού τους, τότε έχουμε λύσει ένα μεγάλο πρόβλημα που βασανίζει τη σύγχρονή μας δυτική κοινωνία. Ο αόρατος εχθρός γίνεται, ξαφνικά, σχεδόν ορατός και, όσο περνάει ο καιρός γίνεται πιο ορατός, τελικά είναι τόσο ευδιάκριτος που μπορείς να τον «πιάσεις», να τον καταλάβεις, να σταματήσεις να τον παρεξηγείς, να τον αντιμάχεσαι για να μη γίνεις σαν αυτόν, να τον δεις έτσι όπως είναι, ένας πληγωμένος άνθρωπος, φοβισμένος από τον ίδιο τον εαυτό του, δεν μπορεί να βρει καταφύγιο πουθενά. Εγκλωβισμένος σε μία φυλακή που ο ίδιος έχει κτίσει.
Αυτή η ανάλυση που κάναμε είναι πολύ σημαντική για να καταλάβουμε πως λειτουργεί αυτός ο εγκλωβισμένος αγανακτισμένος πολίτης που συχνά και πυκνά εμφανίζεται σε πολλές περιπτώσεις εκεί που εγγράφονται συμπεριφορές στην κοινωνία μας. Με βάση αυτό το κείμενο θα αναλύσουμε κάποιες τέτοιες συμπεριφορές, με αυτό το γνώμονα, για να μπορέσουμε να κάνουμε μία πρόταση που θα αφορά στην πιο ήπια, ευγενική και δημοκρατική διακυβέρνηση της κοινωνίας μας.
*Ο Γιάννης Φραγκούλης είναι ψυχαναλυτής-ψυχοθεραπευτής