«ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ»
του Γιάννη Τσιτσίμη
Οι δύο αδελφές: γράφει ο Χρήστος Σπίγγος*
Λόγος θεατρικός, έντονες λέξεις, εικόνες σκληρές και σοκαριστικές. Κροτάλισμα πυροβόλου με σφαίρες, μνήμες και βιώματα. Εξουσιαστές και υπηκόους, γοητευτικούς βιαστές σωμάτων και ψυχών. Παθιασμένα βλακώδη μυαλά να χαιρετούν ναζιστικά τα χαμογελαστά παιδιά του Άιχμαν. Τα μάτια του αναγνώστη ερευνητή δεν ξεκολλάνε από το κείμενο για να μη χάσουν ούτε κεραία από τα τεκταινόμενα του πλάστη συγγραφέα.
ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΕΣ: ΠΡΩΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ
Οι δυο αδελφές της ζωής της καθεμιάς και του καθενός, που είτε είχαμε είτε συναντήσαμε. Δυο φυλακές ορατές και πολλές αόρατες. Ένα ολοκληρωτικό καθεστώς που σφαλίζει κι ελέγχει σώματα και μυαλά. Ένα διαμέρισμα περίφρακτο νεκροταφείο ονείρων, πόθων και ορμών. Μια δύσκολη περιγραφή του θανάτου που περιμένει τη ζωή που φεύγει. Χωρίς να την αγγίζεις, αλλά να την προσδοκάς καθημερινά για να σου σπάσει τα δεσμά σου. Ένα διήγημα που αν το διάβαζε ο Τένεσι Ουίλλιαμς θα ξαναέγραφε το «Λεωφορείο του πόθου». Ξεθωριάζει ο χρόνος της ατέλειωτης μοναξιάς μας.
«Οι δύο αδελφές: η γυναίκα με το σώμα της,
ναό πραγματικό, απαιτεί σεβασμό από τον άντρα.»
Στη δεύτερη στάση της γραφίδας του Γιάννη συναγελαζόμαστε με ταλάδες και ερίφηδες. πότε με φέσι και και πότε με υποκριτικό Σταυρό. τον Μουτασερίφη και τον Κοτζάμπαση, τον Ραγιά και τον Πατισάχ. Με το ένα χέρι στο σακκούλι με τα άσπρα και το άλλο στα γιαπράκια και το μουχαλεμπί. Ο Άρχοντας με τον Αγά, ακαρντάσηδες κι οι δυο σε στενό αλισβερίσι διαγουμίζουν τον ιδρώτα του Γκιαούρη. Την τιμή της γιαλαντζί παρθένας. Ένας ολόκληρος κόσμος. Όπως τον θέλει το Δοβλέτι και οι καλπαζάνηδες. Αζάδες της απανταχού εξουσίας με φέσι, πηλίκιο ή ημίψηλο και φράκο.
ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΕΣ: ΤΡΙΤΗ ΙΧΝΑΛΑΣΙΑ
«Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα, αλλά και δια γυναικός πηγάζει τα κρείττω»
Η αέναη μάχη των φύλων. Η γυναίκα με το σώμα της, ναό πραγματικό, απαιτεί σεβασμό από τον άντρα που υπόσχεται και οφείλει πολλά να προσφέρει πριν επισκεφτεί το άβατο. Η κριτική της πρώτης, ένα συνεχιζόμενο άγχος του δεύτερου. Η μεγαλύτερη ταπείνωση του παντοδύναμου «εισοδιστή» είναι η ματιά εκείνης. Σε στιγμές βίαιης ταπείνωσής της δείχνει ηδονή και περιφρόνηση. Στη θέση της μάταια αναμενόμενης ικεσίας για λύπηση.
Η απρόβλεπτη ύλη, το κορμί, εκδικείται το πνεύμα που επιχειρεί την καθυπόταξη των θέλω του. Ο πόνος από όπλο του ισχυρού γίνεται εργαλείο στα χέρια της αδύναμης. Και το παιχνίδι της ζωής παίζεται πια εν ου παικτοίς. Το φρόντισε το καθεστώς των σοφών της ψηφιακής επανάστασης. Καλώς όρισες ψηφιακό αντικείμενο του πόθου. Δε μας λες αν πονάς, βλέπεις ή μισείς. Μια σκέτη μπαταρία που φορτίζεται και εκφορτίζεται. Σύμφωνα με τις ορέξεις του τέταρτου βιομηχανικού πραξικοπήματος της οθόνης κατά του αμέριμνου χρήστη της.
ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΕΣ: ΤΕΤΑΡΤΗ ΑΝΑΠΟΛΗΣΗ
Μια ταινία μικρού μήκους και μεγάλου αναστοχασμού άλλων εποχών με πολύ σκοτάδι. Μεγάλο πλήθος από μαζάνθρωπους της ανιαρής καθημερινότητάς μας. Μια αναπόληση της κοινοτοπίας του κακού της Hanna Arendt. Μια τραγική λειτουργία της ανθρώπινης κοινωνίας να μετατρέπει την ασημαντότητα σε δήμιο της αδιαφορίας μας. Μια ταινία απροσδιόριστου μήκους.
«Οι δύο αδελφές: υπηρετήσαμε το Κράτος
φετίχ όρθιοι με τα μάτια στα γόνατα.»
Δεν τη σκηνοθέτησε ο Άνατολ Λίτβακ της «Νύχτας των Στρατηγών», αλλά ο Γιάννης Τσιτσίμης. Τον ρόλο του Πήτερ Ο’ Τουλ υποδύεται τον παρανοϊκό ναζιστή στρατηγό Ταντζ. Ηδονίζεται να δολοφονεί πόρνες, σήμερα και πάντα. Το διεκδικεί το ανθρωπάκι με το ηλίθιο χαμόγελο, που ποδοπατάμε στη βιασύνη μας να προλάβουμε τον χρόνο. Είναι αυτός που σε κάποια στιγμή δικής μας επιπόλαιας ανεμελιάς θα φορέσει στολή με όπλο. Θα μας υπενθυμίσει την τραγική μας κατάληξη. Όταν θα γεμίζει το θάλαμο αερίων της γειτονιάς μας με τη μυωπία της ιστορίας.
ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΕΣ: ΠΕΜΠΤΟ ΚΑΙ ΕΚΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ
ΔΥΟ ΚΡΑΥΓΕΣ ΣΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ ΤΗΣ ΑΣΦΥΞΙΑΣ
Πέρασε η ώρα και πρέπει να κοιμηθώ. Κάθε βράδυ το ίδιο νανούρισμα. Να τρώω, να μεγαλώσω, να γίνω μηχανικός. Διευθυντής στο Κράτος. Να υπογράφω μόνο, να βγάλω λεφτά. Να πάρω Rols Royce, και μακριά από την πολιτική. Ο ύπνος μου σφάλιζε τα μάτια πριν τη Rols Royce και την πολιτική. Κι έτσι μεγαλώσαμε, υπηρετήσαμε το Κράτος φετίχ όρθιοι με τα μάτια στα γόνατα. Το μυαλό προσηλωμένο στην προαγωγή που αγοράζεται και πουλιέται για μια χούφτα αξιοπρέπεια κάθε φορά.
Στο σπίτι άρχοντες κι αφέντες σε πρόθυμα κι απρόθυμα κορμιά. Ψεύτικες ή αληθινές ερωτικές συντρόφους. Το Σάββατο ταβέρνα με μουσική να θυμίζει και να υπόσχεται. Το γκαρσόνι να σε κοιτάζει για να μαντέψει το κάτι τις που θα βρει ανάμεσα από πιάτα γεμάτα αποφάγια. Στην επιστροφή άγνωστοι μέσα στη νύχτα. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων να ψάχνουμε το περίεργο που θα συζητήσουμε αύριο στον καφέ στην κουζίνα.
Όλα τα ίδια και τίποτα δεν αλλάζει, ακόμα και το περίεργο δεν λέει να φανεί. Γενέθλιες τούρτες πάνε κι έρχονται μέχρι να γίνουν κόλυβα. Και οι ευχές ίδιες με πέρυσι, γεμάτες χαρά, υποκρισία, φθόνο ή υποταγή. Ποιος ξέρει τι θα συμβεί. Τίποτα δεν θα συμβεί. Ποτέ δε συμβαίνει κάτι χωρίς να το προβλέπει ο κανόνας του κυρίου Κυβερνήτη. Τόπε άλλωστε και ο ποιητής.
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
(Κώστας Καρυωτάκης)
ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΕΣ: ΕΒΔΟΜΗ ΑΝΑΡΡΙΧΗΣΗ
Αίμα και σπέρμα. Πολύτιμα γενεσιουργά στοιχεία της ζωής. Δυνάστες και εμπνευστές, άγχος και ηδονή. Όπλα και άλλοθι για την κρυπτόμενη απανθρωπιά. Το αίμα, χρήσιμο όταν σου το μεταγγίζουν. Πηγή κακού στις προθέσεις του στυγνού ρατσισμού. Το σπέρμα, αφετηρία ζωής, επιβεβαίωση υπέρτατης ηδονής. Όπλο πολέμου στον βιαστή πολεμιστή. Τελευταίος εφιάλτης της ανημποριάς, της απάτης του γυναικείου κόλπου και της αυταπάτης του πληρωμένου αγκομαχητού. Αίμα και σπέρμα. Απόγνωση κι υποταγή.
«Οι δύο αδελφές: η γυναίκα αερικό,
σαν ένα βότσαλο στη λίμνη της ανίας.»
ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΕΣ: ΟΓΔΟΗ ΣΤΑΣΗ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ
Κακό χωριό τα λίγα σπίτια. Έτσι και ο τόπος χωρίς όνομα. Όλα τα μικρά και τα μεγάλα χωράνε σε δυο ρακοπότηρα με λίγο μεζέ. Εκεί που κουβεντιάζει ο ανικανοποίητος πόθος με τη φαντασίωση, η ομορφιά με τον φθόνο της ασχήμιας, το όνειρο με την ονείρωξη, η σύζυγος με την παλλακίδα.
Βάλτος και αποκοτιά. Η γυναίκα αερικό, σαν ένα βότσαλο στη λίμνη της ανίας με τους χιλιάδες ομόκεντρους κύκλους. Προκαλεί, πέφτοντας με ορμή στην επιφάνειά της. Οι κύκλοι της ζωής, και στο κέντρο ο ολοκληρωτισμός του πόθου. Διαφεντεύει σώμα και μυαλό, ψάχνοντας τον ζωτικό του χώρο σε κάθε κύτταρο του είναι σου. Μίσος, έρωτας, μιζέρια, θάνατος.
ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΕΣ: ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΥΛΛΟΓΗ
Οι Αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν έναν μόνο όρο για να εκφράσουν αυτό που εμείς εννοούμε με τη λέξη ζωή. Χρησιμοποιούσαν δύο όρους, σημασιολογικά και μορφολογικά διακριτούς. Αν και θα μπορούσαν να αναχθούν σε ένα κοινό έτυμο: Ζωή, που εξέφραζε το απλό γεγονός της ζωής στην οποία μετέχουν όλα τα έμβια όντα (ζώα, άνθρωποι ή θεοί). Βίος, που σήμαινε τη μορφή ή τον τρόπο ζωής ενός ατόμου ή μιας ομάδας.
Ο Πλάτων μνημονεύει τρεις τύπους ζωής. Ο Αριστοτέλης διακρίνει το θεωρητικό βίο του φιλόσοφου από τον απολαυστικό βίο του bon viveur και από τον πολιτικό βίο του κατά κυριολεξία πολίτη. Αυτό συμβαίνει γιατί δε θα μπορούσαν ποτέ να χρησιμοποιήσουν τον όρο ζωή. Είναι ενδεικτικό, στα αρχαία ελληνικά στερείται πληθυντικού. Είναι κάτι που οφείλεται στο απλό γεγονός. Για αμφότερους το ζήτημα σε καμιά περίπτωση δεν αφορούσε την απλή φυσική ζωή. Αλλά μια ζωή ποιοτικώς διακριτή, έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής.
«Οι δύο αδελφές: τα ολοκληρωτικά κινήματα
θέλουν και πετυχαίνουν να οργανώσουν τις μάζες.»
Ο Γιάννης Τσιτσίμης, σ’ ένα συμπεριληπτικό κρεσέντο χωμάτινων βίων, με διαφορετικές αφετηρίες, διαδρομές, κοινωνικές τάξεις, ανάγκες, αδυναμίες, όνειρα και προσδοκίες, στήνει την κινηματογραφική του μηχανή. Προβάλλει εικόνες, που δεν πρόλαβε να κόψει η λογοκρισία της μικροαστικής μας ευγένειας. Στο σκοτάδι του σινεμά βλέπουμε, χωρίς να μας βλέπουν, την άλλη πλευρά του λόφου που ξέχασε να μας πει η Κυρία στα σχολειά του δικού μας βίου. Και όλοι αυτοί χορεύουν μέχρι τελικής εξοντώσεως. Στο χορό που στήνει ο Σίντνεϊ Πόλακ πριν σκοτώσει τα γερασμένα άλογα του Χόρας ΜακΚόι.
ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΕΣ: Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΜΑΖΩΝ
Ένα τραγικό γαϊτανάκι από «γυμνές ζωές» του Giorgio Agamben. Στωικά περιμένουν τη λύτρωσή τους από το βασανιστήριο της προσμονής του τέλους που έχουν ετοιμάσει οι Λεβιάθαν της ζωής μας. Μια κατάταξη σε κουτάκια. Μια μαζοποίηση δηλαδή κάτω από κοινές ταμπέλες. Για τη Hannah Arendt είναι η απαρχή του ολοκληρωτισμού.
Τα ολοκληρωτικά κινήματα θέλουν και πετυχαίνουν να οργανώσουν τις μάζες. Όχι τις τάξεις ή τους πολίτες που έχουν συμφέροντα, αλλά και γνώμες σχετικά με τον χειρισμό των δημοσίων πραγμάτων. Και είναι δυνατά παντού όπου υπάρχουν μάζες. Για τον ένα ή τον άλλο λόγο, ανακαλύπτουν ότι επιθυμούν κάποια πολιτική οργάνωση.
Οι μάζες δεν ενώνονται από τη συνείδηση ενός κοινού συμφέροντος. Δεν έχουν την ιδιαίτερη εκείνη διάρθρωση των τάξεων που εκφράζεται με την επιδίωξη συγκεκριμένων, περιορισμένων και προσιτών αντικειμενικών σκοπών. Ο όρος «μάζα» εφαρμόζεται μόνο σε ανθρώπους που δεν μπορούν να ενταχθούν σε καμιά οργάνωση στηριζόμενη στο κοινό συμφέρον (πολιτικά κόμματα, δημοτικά συμβούλια, επαγγελματικές οργανώσεις ή συνδικάτα). Είτε απλώς εξαιτίας του αριθμού τους, είτε από αδιαφορία, είτε και για τους δυο αυτούς λόγους.
«Οι δύο αδελφές: η ανώνυμη ζωή αποκτά μηδενική αξία.»
Οι μάζες υπάρχουν «δυνάμει» σ’ όλες τις χώρες και αποτελούν την πλειοψηφία των μεγάλων εκείνων στρωμάτων από ουδέτερα και πολιτικά αδιάφορα άτομα. Ψηφίζουν σπάνια και δεν εγγράφονται ποτέ σ’ ένα κόμμα. Φυσικά η αδιαφορία για τα δημόσια πράγματα, και η ουδετερότητα απέναντι στην πολιτική, δεν είναι καθεαυτές αρκετή εξήγηση για την ανάπτυξη των ολοκληρωτικών κινημάτων.
ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΕΣ: ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΤΙΚΟΙ ΦΑΚΟΙ
Η σύγχρονη αστική κοινωνία του χωρίς όρους και όρια ανταγωνισμού, της άμετρης κατανάλωσης που επιβεβαιώνει και διαβρώνει, της περίφρακτης μοναξιάς και της επιμελώς περιχαρακωμένης ιδιωτικότητας. Δημιουργεί ευήκοα ώτα και πρόθυμους υποδοχείς της γοητείας του σωτήρα δολοφόνου. Η γοητεία είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο. Πρέπει κανείς να καταλάβει τη μαγεία που ασκεί ένας Χίτλερ στην άφωνη ευκολία και την επευφημούσα κώφωση.
Κάποτε το αντιπαθητικό χρώμα, χθες το κατώτερο αίμα. Σήμερα η λάθος θρησκεία, και πάει λέγοντας. Η ανώνυμη ζωή αποκτά μηδενική αξία και η αγωνία να ικανοποιηθούν οι άνωθεν εντολείς μετατρέπεται σε ψυχρό εκτελεστή της. Το μεγαλύτερο κακό σε αυτόν τον κόσμο, έλεγε η Arendt, δεν προέρχεται από ανθρώπους που επιλέγουν να είναι κακοί. Προέρχεται από ανθρώπους που απλώς δε σκέφτονται καθαρά. Από ανθρώπους που, βλέποντας τα πράγματα μονομερώς, μέσα από παραμορφωτικούς-ιδεολογικούς φακούς, κάνουν αδιανόητα πράγματα. Θεωρώντας τα προφανή και κανονικά.
«Οι δύο αδελφές: στηριζόμενοι σε αυτήν την κανονικότητα, πραγματοποιούμε φοβερά πράγματα.»
Στηριζόμενοι σε αυτήν την κανονικότητα, πραγματοποιούμε φοβερά πράγματα με έναν οργανωμένο και συστηματικό τρόπο. Αυτή είναι η διαδικασία, με την οποία άσχημες, εξευτελιστικές, δολοφονικές, απάνθρωπες και απερίγραπτες πράξεις καταλήγουν να αποτελούν ρουτίνα. Γίνονται αποδεκτές ως «ο τρόπος που γίνονται τα πράγματα». Αυτό το φαινόμενο η Arendt το ονόμασε «κοινοτοπία του κακού».
ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΕΣ: Η ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΛΥΤΡΩΣΗΣ
Η κοινωνία έχει πάντα την τάση να δεξιώνεται τον δήμιό της. Με την ψευδαίσθηση της λύτρωσης που δημιουργεί το θανάσιμο πείραμα παρανοϊκού επιστήμονα. Όλα μια μηχανή, και όλα τα γρανάζια έτοιμα να χειροκροτήσουν την εκ νέου εξόντωση ολόκληρων λαών. Ή ακόμα και όλης της ανθρωπότητας σε μια κατάσταση «εκτάκτου ανάγκης». Το σήμερα όμοιο με τα δάκρυα του χθες. Το παρελθόν αναγεννάται από την υπεροψία της λήθης.
«Οι δυο αδερφές» με το συγγραφικό ταλέντο του συγγραφέα θα μας οδηγήσουν στα γνωστά μονοπάτια που τα κρύβουμε στο σκοτάδι των φοβικών αναστολών. Είναι οι τόποι που αρέσκεται να βρίσκεται η μοναξιά και η περισυλλογή, ο θάνατος και η παρακμή, η συνειδητοποίηση της άχρηστης αντιπαροχής των αξιών μας, η απόγνωση της πόρνης που γερνάει.
«Οι δύο αδελφές: θέλει κουράγιο
να αντέξεις τόσο ρεαλισμό και τόση αλήθεια.»
Κάθε διήγημα και μια κραυγή, μια γερή γροθιά στο στομάχι. Όχι για να προκαλέσει πόνο, αλλά για να αφυπνίσει. Για την καθαρή ματιά που θολώνει από το φόβο του «πρέπει» που καραδοκεί σε κάθε μας βήμα το «είναι». Όχι για να διαλεχθεί μαζί του, αλλά για να το ανατρέψει. Το δέον του κανόνα της βίας που μας συντροφεύει από την ανυποψίαστη μήτρα μέχρι το κλάμα του πενθούντος καθωσπρεπισμού που μας αποχαιρετά.
Θέλει κουράγιο να αντέξεις τόσο ρεαλισμό και τόση αλήθεια. Μα πιότερη δύναμη να παρατήσεις το βιβλίο του Γιάννη πριν το τελειώσεις. Η περιέργεια τι άλλο υπάρχει σε βασανίζει μέχρι το τέλος.
Ένα μάθημα να μη φοβόμαστε τις λέξεις, αλλά να στήνουμε αυτί στο νόημα που αυτές κρύβουν.
Κι αν, αφού το διαβάσετε βρείτε το βιβλίο μέτριο ή κακό, κρύψτε το στη βιβλιοθήκη σας.
Αλλά, κι αν σας συναρπάσει, ξεχάστε το και γράψτε το βιβλίο της δικής σας ζωής.
*Ο Χρήστος Σπίγγος είναι πολιτικός επιστήμονας.