ΤΟ ΜΑΓΕΙΡΕΙΟ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ
Δύο αφηγήσεις παράλληλες, τουλάχιστον απ΄την πρώτη ματιά, πολύ σύντομα συναντιούνται και γίνονται ένα. Η ελικοειδής μορφή που σχηματίζεται από τις δικές τους αφηγηματικές γραμμές διαμορφώνουν, στο πεδίο της αφήγησης, το χαρακτήρα των προσώπων και συνολικά αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η Θεσσαλονίκη, για τον καθένα μας.
Αυτή την πόλη την πρωτογνώρισα το 1992. Το 2010 ήρθα μόνιμα για να κάνω οικογένεια εδώ. Τα 18 αυτά χρόνια πηγαινοερχόμουν συνέχεια. Κάθε φορά αυτό που εισέπραττα απ’αυτή την πόλη είναι ο διάχυτος ερωτισμός που έβγαινε από πολλά σημεία της. Όταν αναφέραμε, εμείς από την Αθήνα, αυτή τη διαπίστωση, τότε τσαντισμένοι πολλοί Θεσσαλονικείς μας έλεγαν ότι όλα αυτά είναι στη φαντασία μας. Διαβάζοντας αυτές τις γραμμές που έγραψαν η Ντόρα Βαλκάνου και ο Παναγιώτης Κουκουβίτης, καταλαβαίνει και ο πιο εθελότυφλος ότι αυτό είναι ένα μέρος της πραγματικότητας, τουλάχιστον αυτής που εμείς ζούμε.
Το κεντρικό πρόσωπο στο «Μαγειρείο των αισθήσεων» είναι ο Απόστολος. Από αμούστακο παιδί μέχρι την πολύ ώριμη ηλικία, ακούει, βλέπει, αισθάνεται, μαθαίνει και ζει. Τα κάνει όλα έντονα, βιώνει τη στιγμή σα να είναι η τελευταία του. Τσιμπολογάει απ’το φαγητό, ρίχνει τις πινελιές του στους πίνακές του, αφήνει τις νότες να μπαίνουν μέσα του και να φτιάχνουν τον κόσμο τους, γεύεται τον έρωτα. Ο Απόστολος είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα του εραστή: είναι ερωτευμένος με τη Γυναίκα, χαίρεται να ζει, αποζητά το καινούργιο και το καλό με λαχτάρα, είναι ανοικτός σε νέες «περιπέτειες» του νου και της καρδιάς.
Οι ερωτικές ιστορίες είναι αυτοτελείς. Τα γυναικεία ονόματα κάπου χάνονται μέσα στο χώρο της μνήμης και αφήνουν να επιβιώσει η αίσθηση. Έρωτας, ζωή, χαρά, απόλαυση, δημιουργία. Όλα ξεκινούν με μία τυχαία (;) συνάντηση στο πλοίο της γραμμής και το ψυχικό τοπίο που διαμορφώνεται από δύο ψυχές που θέλουν να ανοιχτούν, είναι πλούσιο και ορμητικό. Όλα τελειώνουν με τον ίδιο γαλήνιο και ερωτικό τρόπο, όταν φτάνουν στον προορισμό τους. Μία υπόσχεση πλανιέται. Το ρυάκι των εκμυστηρεύσεων γίνεται ορμητικό και κάποιες φορές χείμαρρος. Θα ήταν λάθος όμως να μην αφεθείς να σε παρασύρει.
Οι συνταγές έρχονται να διανθίσουν την ατμόσφαιρα και να σε μεταφέρουν εκεί. Να σε προσκαλέσουν να ζήσεις και εσύ κάτι ανάλογο. Να συνδυάσεις την αισθητική της μαγειρικής με αυτή της ανθρώπινης συνεύρεσης. Το ενδιαφέρον του αναγνώστη δε χάνεται ποτέ. Γεύεται λέξεις και αισθήσεις και θέλει και άλλο. Κάποτε το βιβλίο τελειώνει δυστυχώς. Τότε του μένει η γεύση του αποτυπώματος, αυτό το -κάτι σαν εξήγηση, κάτι σα δικαιολογία, κάτι σαν παραπομπή- φιλοσοφικό που, σα συνοδευτικό του φαγητού, συμπληρώνει το αίσθημα και σε οδηγεί στην ονείρωση.
Σε πηγαίνει στο δικό σου κόσμο και εκεί σε αφήνει για να ζήσεις αυτά που πρόκειται να ζήσεις. Να ζήσεις ελεύθερα και αισθαντικά, το ζητούμενο για κάθε υγιή ψυχολογικά ζωή. Όλα αυτά μπορεί να είναι μία ευχή που θα συνοδεύουν τις εκπληρωμένες ή ανεκπλήρωτες επιθυμίες σου. Όποιες και να είναι αυτές.
Συνολικά 292 σελίδες, κάμποσες συνταγές ανά κεφάλαιο που ταιριάζουν με την εποχή, στην οποία αναφέρεται το αφήγημα, και στη διάθεση που ζουν τα πρόσωπα, καλογραμμένες αφηγήσεις, απλή αφήγηση με καλό ρυθμό, έρωτας και η αλληλοσυνεισφορά, στην ψυχή και στο νου, από τα αφηγούμενα πρόσωπα, αυτά είναι τα συστατικά αυτής της πολύ όμορφης έκδοσης, η οποία άνετα θα μπορούσε να γίνει μία ταινία.
Γιάννης Φραγκούλης