Σκηνοθεσία: Γιαν Ντεμάνζ
Παίζουν: Τζακ Ο’ Κόνελ, Σαμ Ράιντ, Σον Χάρις, Πολ Άντερσον, Τσάρλι Μέρφι
Διάρκεια: 100’
ΚΟΛΟΣΣΑΙΟΝ, ΟΛΥΜΠΙΟΝ 1.
1971, Μπέλφαστ, Βόρεια Ιρλανδία. Τα ληξιαρχικά στοιχεία της ταινίας που μας δίνουν το στίγμα και μας προϊδεάζουν για τη συνέχεια. Εμφύλιος σπαραγμός μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών. Παραστρατιωτικές ομάδες από αμφότερα τα στρατόπεδα, διπλής ταυτότητας κατάσκοποι και πράκτορες και φυσικά, ο στρατός της εγγυήτριας δύναμης και «προστάτιδας» Αγγλίας που εγγυάται και προστατεύει το χάος. Εξωτερικές συνθήκες συνεχούς βίας και έντασης. Εσωτερικές συνθήκες που προσαρμόζονται στις εξωτερικές. Ένας νεαρός Άγγλος στρατιώτης των ειδικών δυνάμεων, ο οποίος έχει βρεθεί σε αυτό τον κακό χαμό για λόγους επί της ουσίας μισθοφορικούς.
Δεν τον εκφράζει κάποιος σκοπός, δεν υπηρετεί κάποια ιερή αποστολή. Είναι πέρα για πέρα έξω από τα νερά του και η κατάσταση στο άμεσο μέλλον, αναμένεται να βαδίσει από το κακό στο χειρότερο. Σε μία νύχτα εφιαλτική και ατελείωτη, θα κληθεί να επιβιώσει σε ένα άγνωστο και ολότελα εχθρικό περιβάλλον. Θα είναι αναγκασμένος να πορευτεί στην κινούμενη άμμο μίας noman’sland, όπου τίποτα δεν είναι βέβαιο, όπου κάθε καταφύγιο μπορεί να αποδειχθεί ενέδρα. Το ξημέρωμα αργεί πολύ και μέχρι τότε, οφείλει να διαφυλάξει σώο το κορμί του, αλλά πάνω απ’ όλα ακέραιο το μυαλό του, ώστε να δει το φως της επόμενης μέρας. Μιας μέρας που θα τον βρει αλλαγμένο. Στιγματισμένο, ταλαίπωρο, λαβωμένο σωματικά και ψυχολογικά κι από την κορφή ως τα νύχια, διαφορετικό.
Ο Γαλλό-Βρετανός Γιαν Ντεμάνζ πραγματοποιεί ένα εντυπωσιακό σκηνοθετικό ντεμπούτο, το οποίο έχει γοητεύσει σε κάθε φεστιβαλικό του σταθμό. Από την παγκόσμια πρεμιέρα του στην Μπερλινάλε ως τις εγχώριες «Νύχτες Πρεμιέρας», από τις οποίες έφυγε με τη Χρυσή Αθηνά στις αποσκευές του. Ο Ντεμάνζ ρίχνει την προειδοποιητική του ριπή με την έξοχη σκηνή συμπλοκής μεταξύ των Άγγλων στρατιωτών και των ντόπιων κατοίκων. Αιχμηρή και προσεκτικά δομημένη, προσηλωμένη στις λεπτομέρειες, αλλά και δηλωτική του γενικού τοπίου. Βία σε πρώτο πλάνο, βία τόσο στις πράξεις όσο και στα βλέμματα και τα πρόσωπα των ανθρώπων.
Μία πόλη σε μόνιμο καθεστώς ανάφλεξης και αναταραχής. Μία κατάσταση που ακροβατεί σε τεντωμένο σκοινί. Αυθόρμητες αντιδράσεις που θα αγγίξουν οριακές τιμές. Μια λανθασμένη κίνηση, μια στιγμή αδράνειας, λίγα δευτερόλεπτα που μπορούν άνετα να κάνουν όλη τη διαφορά. Η διαδρομή στην κόλαση ξεκινά. Ο πρωταγωνιστής Τζακ Ο’ Κόνελ ερμηνεύει με μία ορμή που παρασέρνει, σχεδόν σαν φυσικό φαινόμενο. Θα βιώσουμε μεγάλο μέρος της περιπέτειάς του από τη δική του οπτική γωνία. Θα συγχρονιστούμε με την κοφτή του ανάσα και το τρομαγμένο του κοίταγμα. Η κάμερα θα τρέμει, αποδίδοντας την τρεμάμενη ψυχολογία του ήρωα, καθώς και τη ρευστή φύση των ισορροπιών και των συνθηκών. Θα μας πάρει αρκετή ώρα για να μην ανησυχούμε για το τι πρόκειται να συμβεί και όταν εν τέλει τα πνεύματα ηρεμήσουν, κάθε άλλο παρά ήρεμα θα είναι.
Ο Ντεμάνζ προικίζει την ταινία του με μία αξιοσημείωτη αρετή. Δημιουργεί ένα αίσθημα εσωτερικής κλειστοφοβίας, κινούμενος ως επί το πλείστον σε ανοιχτούς χώρους. Χτίζει με συνεπή ρυθμό ένα σύμπαν έντασης και αγωνίας, πλάθοντας τις εικόνες του με ακρίβεια. Η φωτογραφία του είναι μελαγχολική και απαισιόδοξη. Αποδίδει τον αέρα μιας άλλης εποχής, χωρίς όμως ρέπει (τουλάχιστον υπερβολικά) προς τη ρετρό διακόσμηση. Η φωτογραφία της ταινίας μοιάζει να αφαιρεί τον αέρα από τα πλάνα και να προκαλεί μια αίσθηση ασφυξίας στους πρωταγωνιστές και στο φόντο που τους περιβάλλει. Εν τω μεταξύ, η πορεία προς την κόλαση, συνεχίζεται. Κάθε οικοδομικό τετράγωνο, μια καινούργια ιστορία. Οι συσχετισμοί είναι εύθραυστοι και ευμετάβλητοι. Στη μια γωνία παραμονεύει η θαλπωρή και στην επόμενη, ο χαμός.
Όσο περνά η ώρα, οι διαχωρισμοί φθίνουν και ατονούν. Οι μέχρι πρότινος φίλοι και σύμμαχοι αποδεικνύονται διπρόσωποι και ιδιοτελείς. Μια φιγούρα μοναχική που δεν μπορεί να βασιστεί σχεδόν πουθενά, σε μία τέρρα ινκόγκνιτα, γεμάτη παγίδες. Η αυλαία της νύχτας θα πέσει με μία βροχή που δεν ξεπλένει ούτε «καθαρίζει», αντιθέτως «βρωμίζει» ακόμη περισσότερο το σκηνικό και τις σκέψεις. Η νύχτα σκορπά τον θάνατο στη διάρκειά της, αλλά το πέρας αυτής φορτώνει με ακόμη μεγαλύτερες απώλειες αυτούς που επέζησαν. Θα πρέπει να (επιλέξουν να) ζήσουν με όσα κατάλαβαν, με όσα έζησαν και με όσα είδαν ιδίοις όμμασι. Θα πρέπει να σκύψουν το κεφάλι ή να στρέψουν το βλέμμα αλλού, σε οτιδήποτε όμορφο τους ορίζει.
Αξιολόγηση:****
Γιώργος Παπαδημητρίου
ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ: ’71 / ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ / ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ / ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ 30,5 ΜΕΤΡΩΝ / ΛΑΘΟΣ ΣΤΟ ΛΑΘΟΣ / ANNABELLE / ΤΑ ΤΕΡΑΤΟΚΟΥΤΑΚΙΑ // VIDEODROME