ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
ΤΑ ΣΤΕΚΙΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ταβέρνες: γράφει ο Γιάννης Ιωαννίδης
Στη Θεσσαλονίκη οι ταβέρνες είχαν τη δική τους ιστορία. Ο τούρκικος ζυγός διήρκησε παραπάνω από 400 χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτή οι ταβέρνες έπαιξαν το δικό τους ρόλο. Οι ταβερνιάρηδες δε δίσταζαν να φέρουν αντίσταση ή να επιτεθούν σε Τούρκους και Βούλγαρους παλικαράδες. Κατά τη διάρκεια του μακεδονικού αγώνα οι ταβερνιάρηδες και οι θαμώνες τους φάνηκαν πολύ χρήσιμοι στον αγώνα των Ελλήνων.
ΤΑΒΕΡΝΕΣ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Οι ταβέρνες, τα χάνια και τα «ύποπτα» κέντρα διασκέδασης ήταν στην άκρη της πόλης, έξω από τα τείχη, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Υπήρξαν μέσα στις πόλεις όταν ο κίνδυνος επιθέσεων από εχθρικούς στρατούς ήταν μικρός.
Στη Θεσσαλονίκη ο Βαρδάρης ήταν η περιοχή που φιλοξενούσε τις περισσότερες ταβέρνες. Ο Εβλιά Τσελεμπή, ο γνωστός Τούρκος περιηγητής, αναφέρει ότι υπήρχαν σε αυτή την πόλη 448 ταβέρνες. Στη σημερινή Εγνατία υπήρχαν υπόγειες ταβέρνες όπου έπιναν οι Τούρκοι και απέφευγαν τα βλέμματα των Ελλήνων. Η παράδοση αναφέρει ότι στην Καμάρα υπήρχαν ταβέρνες όπου συνέβαινε κάτι το αποτρόπαιο: οι ταβερνιάρηδες μεθούσαν του γενίτσαρους και τους έριχναν στους βόθρους. Έτσι ίχνη δεν υπήρχαν.
Αναφέρεται ότι οι γενίτσαροι άρπαζαν τα νεογέννητα και απειλούσαν ότι θα τα σκοτώσουν αν δεν τους έδιναν χρήματα. Πολύ περισσότερο ήταν απειλή για τους μαγαζάτορες. Λένε ότι ένας άνθρωπος των γενίτσαρων πήγαινε σε ένα μαγαζί με ένα τουρπάνι όπου υπήρχε στην άκρη μια τυλιγμένη σφαίρα. Αν ο έμπορος δεν γέμιζε με του τουρπάνι με αυτό που του ζητούσαν, τότε θα τον πυροβολούσαν. Οι γενίτσαροι, λοιπόν, ήταν μισητοί.
ΤΑΒΕΡΝΕΣ: ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΕΒΡΑΙΟΙ
Στα τέλη του 19ου αιώνα υπήρξαν στην Εγνατία ελληνικές και εβραϊκές ταβέρνες. Αυτή η οδός ονομάστηκε έτσι από τον Γιάννη Μπήτο, αρχισυντάκτη της εφημερίδας Νέα Αλήθεια. Από αφηγήσεις παλιότερων σώζονται κάποια ονόματα. Ο Ματζανόπουλος είχε την ταβέρνα του στη γωνία της οδού Εγνατίας και Βασιλέως Καρόλου. Ο Παπαρούνας στην οδό Αγίου Χαραλάμπους, σήμερα ονομάζεται Εξαδακτύλου. Ο Σίφκος είχε το στέκι του στην Καμάρα. Λέγεται ότι αυτός είχε φέρει την πρώτη λατέρνα στη Θεσσαλονίκη που έπαιζε όμως τούρκικους σκοπούς.
Κοντά από τον Σφίκο, ο Κούρτης, ο Καραμπέτσας, ο Γιαταγάνας, ο Καραμπίνας και ο Σαμαλέκος είχαν τις ταβέρνες τους. «Κι αυτό θα περάσει» ήταν γραμμένο σε πινακίδα στην ταβέρνα του τελευταίου. Μάλλον έδειχνε τα βάσανα που περνούσε ο άνθρωπος. Αργότερα αυτή την ταβέρνα ανέλαβε ο Ανέστης Γεωργιάδης που την άφησε για να ασχοληθεί με το πιάνο.
Πιο κάτω, κοντά στη θάλασσα ήταν η ταβέρνα του Θόδωρου Κώτσογλου, στη θέση του σημερινού Ντορέ, του Τάκη Ξεφτέρη. Ήταν καλλιτεχνικό στέκι. Αναφέρεται ότι άνθρωποι του θεάτρου σύχναζαν εκεί. Ανάμεσά τους οι Απόστολος Κοσμόπουλος, Κώστας Ζήσης, Πλούταρχος Ιμπροχώρης, Νίκος Καμμώνας, Φίλιππας Απέργης και Γιάννης Κύρου. Σχολίαζαν την παράσταση που είχαν δει και την εμφάνιση των γυναικών ηθοποιών.
ΤΑΒΕΡΝΕΣ: Η ΑΠΕΛΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
Ο Στάθης είχε την ταβέρνα του απέναντι από το τελωνείο. Ήταν το πρώτο στέκι που μπορούσε να βρει κάποιος στην Θεσσαλονίκη ρετσίνα. Οι θεσσαλονικείς μέχρι τότε έπιναν τα μαύρα κρασιά της Νάουσας και της Γουμένισσας, αλλά και τα ροζέ της Καπουτζήδας. Το παρακάτω τραγούδι ακούστηκε στον Στάθη για πρώτη φορά, δημιουργός του ο Ευθυμίου:
«Ενθυμήσου την ήσυχη νύχτα, που αργυπνούσες μιλώντας γλυκά.
Τι φωτιά είχε ανάψει στο αίμα, τι ζωή είχε χυθεί στην καρδιά!
Αχ ναι!
Αν είναι γραφτό να μην έλθει ποτέ αυτή η ήσυχη νύχτα
Και οι μέρες της ζωής μου θα σβήσουν,
Όλες θα΄ναι για μένα φρικτές.
Ενθυμού!
Ενθυμήσου την ήσυχη νύχτα, που αργυπνούσες μιλώντας γλυκά.
Ενθυμού!»
Με την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης τα πράγματα αλλάζουν. Τα στρατεύματα της Αντάντ έρχονται εδώ. Η Εθνική Άμυνα και ο Βενιζέλος θα υποσχεθούν την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Κατόπιν θα έρθουν οι πρόσφυγες. Η Θεσσαλονίκη δε θα μοιάζει πλέον με την παλιά πόλη. Η εγκατάσταση των προσφύγων από την Μικρά Ασία και τον Πόντο θα αλλάξουν, ανάμεσα στα άλλα, και τον τρόπο διασκέδασης. Θα έρθουν νέες συνήθειες, νέα τραγούδια και νέος τρόπος γλεντιού.
Οι ταβέρνες θα απλωθούν σχεδόν σε όλη την πόλη. Στην Άνω Πόλη, στην Τούμπα, στην Καλαμαριά και στους άλλους προσφυγικούς συνοικισμούς. Από το Συντριβάνι μέχρι τον Βαρδάρη, κατά μήκος της Εγνατίας, τα μικρά ταβερνάκια ήταν πολλά. Άλλα, λιγότερα, έφταναν μέχρι τον Σιδηροδρομικό Σταθμό που βλέπουμε σήμερα. Το ούζο και το κρασί ήταν άφθονο και βάλσαμο για τους φτωχούς που πίστευαν ότι έτσι θα ξεπεράσουν τον πόνο τους.
ΤΑΒΕΡΝΕΣ: ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΤΑΒΕΡΝΕΣ
Οι όρθιοι πελάτες έπιναν ρακί με μεζέ. Αυτά που προτιμούσαν ήταν τα τουρσιά, οι ελιές και τα σουμέικος, έτσι ονόμαζαν τα ξεραμένα και αλατισμένα αφρόψαρα. Αυτά συνέβαιναν στα εβραϊκά μικρά ταβερνάκια.
Η Αγία Τριάδα, η Ιπποδρομίου, η Άνω Πόλη γέμιζε από κόσμο στα ταβερνάκια που ήταν διάσπαρτα εκεί. Τα στέκια αυτά προτιμούσαν περισσότερο οι άνθρωποι της περασμένης γενιάς. Οι πιο πολλοί ήταν οι μαχητές του Μακεδονικού Αγώνα που δεν είχε έρθει η ώρα να τιμηθούν. Η ζωή τους δεν ήταν ρόδινη. Τα παλιά μεγαλεία έμειναν για να είναι περήφανοι για τη ζωή και τα κατορθώματά τους. Μέσα στο κρασί έπνιγαν τα παλιά βάσανα και από εκεί έβγαιναν τα παλιά μεγαλεία.
Δίπλα σε αυτούς υπήρχαν οι νεαρότεροι που στην ταβέρνα έβρισκαν το μέρος για να κάνουν το πρόγραμμά τους. Ακόμα, να θυμηθούν τα τραγούδια που, στη συνέχεια, θα έλεγαν στις καντάδες. Ήταν, θα λέγαμε, το φυτώριο απ΄όπου θα έβγαιναν μεγάλοι τραγουδιστές: Ο Πέππος Μπαξεβάνος, ο Φιλήμων Βαφειάδης, ο Βασίλης Κοσμόπουλος, ο Παναγιώτης Σχοινάς, ο Θόδωρος Μπίτσος και ο Τάκης Σαμαρίνας. Άνοιξαν τα φτερά τους και από τη Θεσσαλονίκη «πέταξαν» στα μεγάλα θέατρα της Ευρώπης.
ΤΑΒΕΡΝΕΣ: ΤΑ ΜΕΡΑΚΙΑ
Η κιθάρα είχε την τιμητική της. Ακολουθούσε το μαντολίνο που σήμερα έχει ξεχαστεί. Η λατέρνα σιγοντάριζε. Έτσι άναβε το κέφι και ο ήχος της παρέας πλημμύριζε όλη τη γειτονιά.
Είναι αυτονόητο ότι η κάθε ταβέρνα είχε τον γραφικό της τύπο. Ήταν στέκι και σαν τέτοιο μάζευε την παρέα η οποία είχε έναν πυρήνα. Στην περίπτωσή μας ήταν αυτός που άναβε το κέφι και έδινε την αφορμή για να βγει το γέλιο.
Ένας από αυτούς ήταν ο λοχαγός Χρήστος Τσαντήλας. Είχε αυτό τον βαθμό στο Όρχο Αυτοκινήτων. Αποστρατεύτηκε επειδή ήταν εθισμένος στο κρασί, όπως ανέφερε η απόφαση του Υπουργείου Στρατιωτικών. Έπαιζε καλή κιθάρα και τραγουδούσε σαν τενόρο βαρύτονος. Απαιτούσε να τον λένε συνταγματάρχη επειδή όλα αυτά τα χρόνια ενεργής επικίνδυνης υπηρεσίας, μετά την αποστράτευσή του, ισοδυναμούσαν με αυτά του συνταγματάρχη ή του στρατηγού, υποστήριζε.
Αυτό ήταν το κλίμα στις ταβέρνες. Λαϊκή διασκέδαση, χωρίς τους σύγχρονούς μας μοντερνισμούς. Ο κόσμος διασκέδαζε τον καημό του, κάπως σαν του «Μοιραίους» του Βάρναλη.