του Γιάννη Φραγκούλη
Με βλέπει με το λάγνο βλέμμα της. Το ξέρω. Έχει το κεφάλι σκυμμένο για να μη δίνει δικαιώματα. Να μην καταλάβω ότι αυτή με βλέπει και παρατηρεί και την πιο παραμικρή μου κίνηση. Να μη δίνει δικαιώματα για την απόλαυση που επιζητεί. Και αυτό γίνεται κάθε μέρα. Κάθε μέρα με κοροϊδεύει ή όχι;
Μένει εκεί, κοντά στην «παραλία», δίπλα από το Λευκό Πύργο. Δεν κοιτάζει τη θάλασσα, αλλά αυτούς που έχουν μείνει. Δεν την ενδιαφέρουν αυτοί που φεύγουν για να βρουν άλλες πατρίδες, για να δώσουν αλλού τις μάχες τους, για να ηρωποιηθούν με ένα διαφορετικό και ασφαλή τρόπο. Την ενδιαφέρουν αυτοί που μένουν και περιμένουν, όπως λέει το λαϊκό τραγούδι. Ξέρει πολύ καλά ότι αυτοί είναι οι πραγματικοί ήρωες. Αυτοί κρατούν τις Θερμοπύλες. Σε αυτούς απευθύνεται. Αυτοί είναι οι ήρωες της.
Κάθε μέρα το ίδιο σκηνικό. Με κοιτάζει και την κοιτάζω. Για να είμαστε πιο ακριβείς, την κοιτάζω και με βλέπει με έναν τρόπο πλάγιο. Δε θέλει να μου δείξει ότι με βλέπει. Δεν μπορώ να καταλάβω αν όντως της αρέσω ή αν το κάνει έτσι, σαν ένα καπρίτσιο ή σα μία άσκηση για να μπορέσει, αργότερα, να καμακώσει κάποιον άλλον. Σίγουρα κάποιον καλύτερο που θα την εξασφαλίσει. Το βλέμμα της είναι το ίδιο με αυτό των γυναικών που παλιά στέκονταν στο παράθυρο, στη μονοκατοικία, και «έκοβαν» κίνηση. Αργότερα, κάθονταν, δήθεν αδιάφορα, στο μπαλκόνι και «έκοβαν» την κίνηση του δρόμου ή κοίταζαν τον απέναντι μη τυχόν και του κόψει να της απευθύνει το λόγο.
Τώρα, με το ίδιο βλέμμα, με τον ίδιο τρόπο, κάθονται στο καφέ και «ζαχαρώνουν» το θαμώνα που κάτι τους έχει πει το παρουσιαστικό του. Δήθεν αδιάφορα. Και το μεγάλο ζητούμενο είναι το ίδιο. Η απόλαυση. Συγκεκριμένα αυτού του είδους η απόλαυση όταν έχει κάνει κτήμα της αυτό που θέλει. Και ξέρει τι θέλει. Ξέρει επίσης πολύ καλά ότι αυτή η απόλαυση, όπως και οι άλλες, είναι ο απαγορευμένος καρπός. Όπως αυτός που έδωσε το φίδι στον πρωτόπλαστο. Έχει πάρει το μάθημά της και γνωρίζει πολύ καλά ότι μπορεί να την αναγκάσουν να φύγει από τον παράδεισό της.
Φοβάται. Αυτός ο φόβος της έξωσης, του περιθωρίου, της αδυναμίας να έχει πλέον οποιοδήποτε είδος απόλαυσης, αυτό είναι που την τυραννά. Αφού το ξέρει προσπαθεί να βρει τρόπους να κάνει το πρώτο νοητό βήμα, να αφήσει τα κενά στην αφήγησή της, να προκαλέσει τον άλλον να τα γεμίσει, να δημιουργηθεί, με αυτό τον τρόπο, ένα ολοκληρωμένο δημιούργημα, αυτό που θα τον ευχαριστήσει και θα μείνει μαζί της. Αυτό είναι το πέπλο της που ρίχνει για να πιάσει το θύμα της.
Το θύμα, για το οποίο μιλάμε, είναι και θύτης. Θέλει και αυτός μία παρόμοια απόλαυση, αλλά φοβάται, ίσως περισσότερο, να την εκφράσει και να την διεκδικήσει. Για αυτό όμως το φόβο της απόλαυσής του θα μιλήσουμε άλλη φορά. Τώρα ας μείνουμε πάλι σε αυτή.
Το ξέρει, αλλά δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Έτσι είναι φτιαγμένη η κοινωνία που ζει και αυτοί είναι οι κανόνες της. Η απόλαυση είναι αμαρτία. Όποιος το αρνηθεί δε γνωρίζει τη ρίζα των τόσων απαγορεύσεων, τα σημεία, δηλαδή, που ορίζουν το δρόμο που οδηγεί στις υποτροπιασμένες νευρώσεις, στις υστερίες και στις ψυχώσεις, μέσα στη δυτική κοινωνία. Ξέρει ότι έτσι έχει δομηθεί η κοινωνία εδώ και αιώνες. Φοβάται να κάνει την επανάστασή της. Πώς να τα βάλει αυτή με τα θεριά;
Με κοιτάζει λοιπόν έτσι, σα να μου λέει έλα. Αλλά δεν είμαι σίγουρος και την προσπερνώ. Το σκέφτομαι, αλλά δεν κάνω το πρώτο βήμα. Έχω και εγώ τους φόβους μου, τους ανείπωτους και τους ανέκφραστους, αυτούς που θα είναι το θέμα μιας άλλης συζήτησης. Και έτσι έχουμε μείνει εκεί, σα δύο αγάλματα που κοιτούν συνέχεια στο ίδιο σημείο εδώ και χρόνια.