Παγκόσμια ημέρα των προσφύγων είναι σήμερα. Έτσι διαβάζουμε. Και τι σημαίνει αυτό άραγε; Μήπως ότι κάποιοι προσωπικότητες θα εκμεταλλευτούν αυτή την ημέρα για να προβάλλουν το ναρκισσισμό τους; Μήπως ότι τα ΜΜΕ θα βρουν τρόπο να γεμίσουν το χρόνο τους από περσόνες που μας έχουν συνηθίσει στη σιωπή; Ή, μήπως, ότι είναι μία ευκαιρία να αναρωτηθούμε τι ακριβώς είναι ένας πρόσφυγας ή ποιος είναι πρόσφυγας;
Δεν είναι λογοπαίγνιο! Προσπαθώ να ξεκινήσω μία κουβέντα που θα έχει να κάνει με αυτό που λέμε ανθρωπιστική δράση και αντίδραση, έτσι όπως γίνονται γνωστές από διάφορες ομάδες, κινήματα και προσωπικότητες της πολιτικής και του πολιτισμού. Μπορούμε να δούμε τι περίπου συμβαίνει.
Θα δούμε κάποιες ομάδες πρωταγωνιστών σ’ένα σίριαλ που μας οδηγεί μέρα με τη μέρα πιο βαθιά στη λίμνη με τη λάσπη. Ένα ταξίδι που δεν το καταλαβαίνουμε αλλά γίνεται. Υπάρχουν τα πρόσωπα που δρουν και αυτά που νομίζουν ότι δρουν, ως μία ψευδαίσθηση μίας ουτοπίας. Απ’τη μία οι πολιτικοί, πιόνια μίας στρατηγικής, και απ’την άλλη εμείς που συναινούμε. Η συναίνεση είναι όμως μία δράση;
Είναι προφανές ότι ο πολιτικός κόσμος που αποφασίζει είναι αποφασισμένος να εκτελέσει ένα σχέδιο, καλά σχεδιασμένο και οργανωμένο έτσι ώστε να έχει ρόλους για πολλούς. Ας πούμε, ένα έργο όπου ο καθένας θα βρει το ρόλο του αρκεί να τον ακολουθήσει σύμφωνα με τις άνωθεν εντολές. Έτσι όλα θα είναι καλά, φαγωμένα, χωνευμένα και τακτοποιημένα σε μία χαβούζα που είναι η ζοφερή εικόνα της ζωής μας. Γιατί όμως χαβούζα;
Αυτοί που ακολουθούν, δεχόμενοι ένα ρόλο, αρκεί να μη βγουν απ’το παιχνίδι, στο φαντασιακό τους πιστεύουν ότι έχουν ενεργό ρόλο. Τους έχουν πει ότι είναι ο κυρίαρχος λαός και το πίστεψαν. Η γνώμη τους μετράει. Πιστεύουν ότι έχουν γνώμη. Θα φτάσει όμως μία μέρα που θα μάθουν, απ’τον ίδιο τον εαυτό τους κιόλας, ότι ούτε γνώμη έχουν ούτε μπορούν να παίξουν το παιχνίδι που θέλουν. Έχουν συναινέσει σ’ένα ρόλο όπου τα πράγματα είναι προσχεδιασμένα. Και τότε έρχεται η ενοχή.
Παγώνεις. Έχεις ήδη αποκτήσει την πρώτη νεύρωσή σου: δεν είσαι αυτός που ήθελες ούτε πρόκειται να γίνεις. Αυτή τη νεύρωση είναι εύκολο να τη θεραπεύσεις. Βουτάς στο ναρκισσισμό σου, πιθανόν στην λαγνεία των προγόνων σου, της ένδοξης ιστορίας σου, των παλιών καλών ημερών, μόνο που θέλεις να ξεχνάς ότι αυτές οι μέρες ελάχιστα διαφέρουν απ’τις σημερινές: στάζουν αίμα και μίσος, αδελφοκτόνες μέρες. Διώχνεις το φόβο του σήμερα με τη λαγνεία του χτες.
Δέχεσαι τις ψυχοτρόπες καταστάσεις που σου προσφέρουν τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Τώρα βλέπεις καταστάσεις χειρότερες απ’τη δική σου και αισθάνεσαι ότι είσαι κάπως καλύτερα. Αυτό που λέμε μικροαστισμός, με άλλα λόγια ο ναρκισσισμός που έχει μεταλλαχθεί σε μία υστερία, οδηγεί σ’ένα ψυχικό τοπίο όπου η επιθυμία για δράση, ανάληψη ουσιαστικού ρόλου, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αποδοχή ενός παθητικού ρόλου, την άνευ όρων ακολουθία μίας συγκεκριμένης και επιβαλλόμενης πολιτικής, με άλλα λόγια η σχάση της ταυτότητας, η αρχή της παράνοιας που χαρακτηρίζει μαζικά μία κοινωνία δυτικού τύπου.
Ο πρόσφυγας είναι ένας εξαθλιωμένος φτωχοδιάβολος που έρχεται καταδιωκόμενος για να βρει την ειρήνη και μία καλύτερη ζωή στο λεγόμενο δυτικό κόσμο. Είναι αυτό που δε θέλουμε για τον εαυτό μας, η κακιά μοίρα μας. Δέχεται είτε τη χλεύη μας είτε την ψεύτικη λύπη μας. Και στις δύο περιπτώσεις εξυπηρετείται σε πρώτη φάση η υποτροπιασμένη ναρκισσιστική νεύρωσή μας και δίνει τροφή στην υστερία μας. Είναι η παγίδα μας: είμαστε ανίκανοι να αντιληφθούμε την πραγματικότητα, ποιος είναι αυτός ο πρόσφυγας, ποιες είναι οι δυνάμεις που τον ωθούν, ποιος είναι ο ψυχικός του κόσμος.
Κατά συνέπεια, απ’τη μία τον αγνοούμε, απ’την άλλη τον απωθούμε, ως το κακό που δε θέλουμε, είναι ο ξένος, εύκολα πέφτει στο περιθώριο και διακωμωδείται. Δεν μπορούμε να δούμε τις δυνάμεις που έχει, τα καλά και τα άσχημα σημεία, άρα είμαστε μέσα στην παγίδα της μαζικής κοινωνικής σχιζοφρένειας του τύπου ότι είμαστε καλύτεροι, πιο δυνατοί, πιο πολιτισμένοι, πιο κραταιοί. Πόσο δύσκολο, όμως, είναι να γίνουμε και εμείς πρόσφυγες; Ας δώσουμε την απάντηση.
Αν δεν τη δώσουμε θα υπάρχει τροφή για την υστερία μας, η οποία θα τροφοδοτήσει την υστερία των άλλων, κάποιων αποκλεισμένων-φανατικών, αυτών που αισθάνονται προδομένοι, στη γωνία, υπό απειλή, άρα είναι ανάγκη να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους. Με άλλα λόγια, τροφοδοτούμε μία τρομοκρατία που θα έρθει αργά ή γρήγορα απ’αυτούς που έχουμε απωθήσει.
Αν δούμε το θείο δράμα, όπως εκφράζεται στις θρησκευτικές μυθολογίες, αλλά και σε αυτές της αναγέννησης, θρησκευτικές ή λαϊκές, τότε θα βρούμε σε αυτό κάτι απ’τον εαυτό μας: το ευάλωτο στοιχείο που θα μπορέσει να μας ρίξει, ενδεχομένως, χαμηλά, να μας εξολοθρεύσει. Τότε θα το παλέψουμε και θα το νικήσουμε. Αν όχι τότε ήδη θα είμαστε στην τροχιά της πτώσης, θα βουλιάζουμε μέρα με τη μέρα στη λάσπη της χαβούζας, γεμάτη ανθρώπους-απορρίμματα, μόνο που δε θα μπορούμε να διακρίνουμε και δε θα δούμε ότι πέφτουμε, ότι γκρεμιζόμαστε στον κόσμο που είναι βλάσφημος για οποιαδήποτε έννοια ανθρωπισμού, με οποιαδήποτε μορφή του.
Σαν τους τροφίμους του ψυχιατρείου του Δρ. Καλιγκάρι, θα περιφερόμαστε από εδώ και από εκεί, χωρίς την έννοια του προσανατολισμού, οδηγούμενοι απ’την απελπισία γιατί και οι θεράποντες γιατροί είναι το ίδιο άρρωστοι με εμάς. Αυτή, μπορούμε να πούμε, είναι η ασθένεια της Δύσης. Οι πρόσφυγες είναι οι άγγελοι που αγγέλλουν τη διερεύνηση μίας λύσης σε αυτή την ανθρώπινη τραγωδία.
Γιάννης Φραγκούλης