το σπασμένο γυαλί μπορεί να συγκοληθεί;
του Γιάννη Φραγκούλη
παραστασιολόγου-ψυχαναλυτή
Βλέποντας ή διαβάζοντας το έργο του Άρθουρ Μίλερ, «Σπασμένο γυαλί», κάνοντας ανάλυση των δομών και των χαρακτήρων, μπορούμε να φτάσουμε σε κάποια κομβικά συμπεράσματα που αφορούν όχι μόνο στο έργο αλλά και στην επέκτασή του, στο κοινωνικό δρώμενο και στην αντίληψη της «πραγματικότητας». Βάζουμε, όπως έχουμε αναφέρει ξανά, τη λέξη «πραγματικότητα» σε εισαγωγικά για να δείξουμε ότι δεν υπάρχει μόνο μία έκφανση της πραγματικότητας, αλλά πολλές, ανάλογα με τους αποδέκτες αυτών των δεδομένων και τις ψυχικές τους καταστάσεις. Ας δούμε αυτά που αυτές οι αναγνώσεις μας δίνουν.
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Έχουμε τέσσερα πρόσωπα που απαρτίζουν μία μικρογραφία της κοινωνίας της Αμερικής. Χρονολογικά τοποθετείται η δράση στο μεσοπόλεμο, λίγο πριν την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Δύο οικογένειες, αυτή του γιατρού που έχει αναλάβει την ίαση της Σύλβιας, αυτή της Σύλβιας και η αδελφή της που είναι ο σύνδεσμός με το πρόσφατο παρελθόν. Ο Μίλερ μη διευκρινίζοντας όλη την υπόθεση αφήνει ανοιχτό το έργο σε πολλαπλές ερμηνείες, τόσο μέσα στην ίδια την Αμερική όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η οικογένεια του Χάρυ, του γιατρού, και του Φίλιπ, του συζύγου της, αλλά και αυτή των γονιών της είναι μία σημαίνουσα εικόνα της κοινωνίας εκείνη την εποχή που θα μπορούσε να ήταν και σημερινή. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.
Το κέντρο του ενδιαφέροντος είναι η Σύλβια. Οι αντιδράσεις της είναι αυτές που κατευθύνουν την ιστορία προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Άρα η εξέταση του ψυχικού της κόσμου είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Η Σύλβια ζει σε μία οικογένεια αυστηρών αρχών όπου ουσιαστικά η εξουσία του Πατέρα είναι σημαίνουσα. Από νεαρή ακόμα ήταν αυτή που υπηρετούσε τα αδέλφια της. Οι υποχρεώσεις της ήταν αυξημένες και, μαζί με αυτές, και τα καθήκοντά της ως προς την εξουσία του πατέρα της, με δεδομένο ότι η μάνα της είχε το ρόλο του παρατηρητή. Η νεαρή κοπέλα δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει επιτυχώς το πρωκτικό στάδιο, έτσι ώστε να αρχίσει να δομεί τη λίμπιντό της. Προσπάθησε να βρει το υποκατάστατο του Πατέρα, αφού δεν ήταν δυνατόν να το βρει στη μητέρα της, έστω παραποιημένα, όπως στον καθρέπτη.
Ο σύζυγός της είχε, χωρίς να το θέλει, αυτό το ρόλο: ήταν ο Πατέρας για αυτή. Όμως ήταν αυταρχικός, εξουσιαστικός, όπως ο πατέρας της, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει τη δομή του χαρακτήρα όπου θα επέτρεπε να αναπτυχθεί ο ερωτισμός της. Το έργο ξεκινά με μία τέτοια λεκτικά βίαιη πράξη. Η μεγάλη πλέον γυναίκα που, ψυχολογικά, δεν έχει μεγαλώσει, βλέπει να αναπτύσσεται η υστερία της και βιώνει αυτό το σοκ που αναγκάζει το σώμα της να επιστρέψει στην πολύ παιδική της ηλικία, παθαίνει υστερική παράλυση. Πως όμως αναπτύσσεται αυτή η υστερία; Μπορούμε να δούμε την όλο και μεγαλύτερη απόκλιση της ευχαρίστησης και απόλαυσης από την πραγματικότητα που δεν έχει καμία σχέση με το επιθυμητό αυτής της γυναίκας.
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΙΑΣ
Το υπόλοιπο έργο μας περιγράφει την υστερία της που έχει μπει πλέον στο πεδίο της ψύχωσης, χωρίς να φτάνει στη σχιζοφρένεια. Βλέπει αλήθειες που άλλοι δεν τολμούν να τις διακρίνουν και κολλά σε μια φωτογραφία εξευτελισμού των Εβραίων από τους Ναζί. Δε βλέπει ουσιαστικά τους Εβραίους αλλά τον ίδιο τον εαυτό της που βιώνει ανάλογο εξευτελισμό, από τη μικρή της ηλικία μέχρι σήμερα, από τους ανθρώπους που την περιβάλλουν. Ο εξευτελισμός αυτός μπορεί να είναι η προσβολή, όπως η λέξη «τρελός», η καταπίεση, η πίεση να κάνει αυτά που εκείνη δεν επιθυμεί να πράξει. Αυτό το πεδίο το βλέπουμε συνέχεια.
Αυτή, λοιπόν, η προσβολή είναι η καταπίεση του συζύγου της, ο οποίος φτάνει και στη σωματική βία, στην πίεση του γιατρού να την κάνει καλά, στην έχθρα της γυναίκας του γιατρού, στην αδιαφορία της αδελφής της. Μπορούμε πλέον να δούμε ότι βρίσκεται σε ένα αδιέξοδο όπου βλέπει μόνο ένα σκοτεινό φόντο, τον ψυχικό της κόσμο που δεν αφήνεται να εκφρασθεί ελεύθερα. Αυτή, άλλωστε, δεν ξέρει τον τρόπο -δεν τον έχει διδαχθεί- να εκτονώσει την ψυχολογική της πίεση. Βρίσκεται σε αυτό το τέλμα.
Αν πάρουμε τώρα το περιβάλλον της θα δούμε ότι μικρά υστερικά φαινόμενα εμφανίζονται και γίνονται όλο και πιο πολύ έκδηλα.
Ο σύζυγός της είναι αυταρχικός επειδή φοβάται. Ο φόβος του εστιάζει στο ότι θα χάσει το κοινωνικό του επίπεδο, θα απολέσει την ταυτότητά του. Όμως, διακρίνουμε, όσο το έργο εξελίσσεται, ότι αυτή η ταυτότητά του ήταν και είναι κατακερματισμένη. Άρα αυτό που φοβάται είναι να αντικρύσει αυτός και να γίνει φανερό στους άλλους ότι δεν είναι αυτό που φαίνεται: ο συγκροτημένος άνθρωπος που είναι ηγέτης. Στο τέλος όταν το βιώνει απότομα, τότε βιώνει και το φόβο του ευνουχισμού, κατά Φρόιντ, δηλαδή το θάνατο. Οδηγείται προς το βιολογικό του θάνατο.
Ο γιατρός της βιώνει το φόβο της αποτυχίας. Θα μπορέσει να την κάνει καλά; Θα αποδείξει ακόμα μία φορά ότι είναι καλός γιατρός; Τα εμπόδια είναι πολλά και το νικούν. Όσο το καταλαβαίνει γίνεται επιθετικός, απαιτεί και χάνει τον τρόπο του γιατρού, πολύ περισσότερο του ψυχαναλυτή που δεν είναι. Μένει, στο τέλος, να παρατηρεί τις εξελίξεις και χάνει την ιδιότητα του γιατρού, άθελά του διεκδικεί την ιδιότητα του εραστή που, και αυτή, δεν μπορεί να εκπληρώσει. Καταφέρνει όμως να μετριάζει την υστερία του σε μεγάλο βαθμό, ως εκπαιδευμένος γιατρός.
Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
Η γυναίκα του γιατρού βλέπει στην «άρρωστη» γυναίκα τον ίδιο τον εαυτό της, την αδυναμία της. Για να ξεγελάσει αυτό το φόβο λειτουργεί επιθετικά στο σύζυγό της, πολλές φορές το συμπληρώνει στους ασθενείς, φτάνει στο παραλήρημα και, κυρίως, στο υστερικό γέλιο.
Ο ρόλος της αδελφής δεν είναι παρά ο σύνδεσμός με το παρελθόν. Η αναφορά σε αυτό που έχει γίνει, σε αυτά που ανέχεται αυτή και οι άλλες γυναίκες. Με αυτό τον τρόπο ολοκληρώνεται το παζλ μιας άρρωστης, παραβατικής κοινωνίας. Ποιος όμως μπορεί να θεραπεύσει αυτή την υστερικά παράλυτη γυναίκα;
Δεν είναι κανένας από όλους αυτούς. Μόνο το τυχαίο γεγονός του σοκ, ο θάνατος του συζύγου της, αυτό που βλέπει εκείνη τη στιγμή, σπάει το μπετόν του εγκλεισμού της και την ωθεί να αντιδράσει: Σηκώνεται και περπατά, μετά καταλαβαίνει -κατά κάποιο τρόπο- αυτά που έχουν γίνει και πέφτει σε ένα άλλο υστερικό πεδίο που δεν είναι άλλο από το ρόλο του «ιεραπόστολου», να σώσει τον κόσμο.
Ποιος είναι άραγε τρελός; Αυτό το ερώτημα που θέτει ο γιατρός, χωρίς να μπορεί να το απαντήσει, το βλέπουμε στο τέλος, μπορούμε να διακρίνουμε τη μαζική αρρώστια και, κατόπιν, να δούμε τον ίδιο τον εαυτό μας σε όλο αυτό το σύμπαν. Τελικά που είναι ο φασισμός; Μόνο στους Ναζί ή τους Ιταλούς και Ισπανούς φασίστες; Μήπως και στον ίδιο τον εαυτό μας; Μήπως θα πρέπει από το Εγώ μας να αρχίσουμε την καταπολέμηση του φασισμού, όπως έλεγε ο Ράιχ, για να φτάσουμε στην αντιφασιστική πάλη.
Πως όμως; Το έργο δε μας δίνει λύσεις, απλά κάποιο δρόμο δείχνει που ίσως θα ακολουθήσουμε.
Ο ΤΡΟΠΟΣ ΕΝΣΑΡΚΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ
Έχοντας καταλάβει πλέον αυτούς τους χαρακτήρες μπορούμε να δούμε πως θα ενσαρκώσουν το χαρακτήρα οι ηθοποιοί, πως θα μιλούν ανάλογα με την ψυχολογική κατάσταση που βρίσκονται, πόσο άρυθμη θα είναι η ομιλία τους και πως θα ρυθμίζεται όταν ελέγχουν την υστερία τους. Μόνο η Σύλβια κρατά ένα σταθερό, γραμμικό ρυθμό, για να έχουμε ένα δείκτη της υστερίας των άλλων.
Αυτή η υστερία των άλλων θα πρέπει να εκφρασθεί τόσο με την αναπνοή, άρα με την εκφορά του λόγου, όσο και με την κίνηση, η οποία δεν μπορεί να είναι πάντα η ίδια. Ο σκηνοθέτης θα πρέπει να προσέξει αυτές τις «λεπτομέρειες». Μόνο έτσι μπορεί να αποδώσει, έστω στην υπονόηση, αυτό που ο Μίλερ θέλει να πει, θέλει κατά βάθος να εκφράσει. Η ανάλυσή του θα πρέπει να φτάσει σε βάθος και να είναι εύστοχη.
Διαβάστε την κριτική της παράστασης εδώ