Ελένη Συράκη: Ήρωες εκείνοι που αγοράζουν βιβλία και φροντίζουν και για την πνευματική τροφή τους!
Συνέντευξη στον Θοδωρή Μπακάλη
Γεννήθηκε στη Χίο, τελείωσε εκεί το λύκειο και φοίτησε στο τμήμα Νηπιαγωγών της Παιδαγωγικής Ακαδημίας στην Αλεξανδρούπολη. Εργάστηκε, συνταξιοδοτήθηκε και γύρω στα 50 χρόνια της βρέθηκε στο Λονδίνο «σε αφόρητη μοναξιά όπου προσπαθώντας να επιβιώσω και να βγω αλώβητη άρχισα να γράφω. Τα κατάφερα και η ζωή μου άλλαξε εντελώς μετά το γράψιμο του πρώτου βιβλίου», λέει. Η Ελένη Συράκη είναι η συγγραφέας δύο αξιόλογων μυθιστορημάτων, του Κλεμμένου χρόνου και του Θυμήσου να ζήσεις. Συνομιλήσαμε κατ’ επανάληψη μαζί της και παραθέτουμε ένα απάνθισμα από τα ενδιαφέροντα λεγόμενα της…
Για τα έργα της
Υπάρχουν ψήγματα πραγματικότητας στο πρώτο βιβλίο και περισσότερο η νοοτροπία των ανθρώπων εκείνης της εποχής. Το ότι ήθελαν να διαφεντεύουν τις ζωές των παιδιών τους και των άλλων, ο τρόπος που γινόταν ο γάμος, ο τρόπος ζωής τους. Αυτά είναι πραγματικότητα, αλλά όλη η υπόλοιπη ιστορία είναι μυθοπλασία. Ωστόσο, μέσα από αυτό το βιβλίο κατάφερα να εξωτερικεύω προσωπικά συναισθήματα και να τα βάζω στους ήρωες, κάνοντάς το –σε ορισμένα σημεία- και αυτοβιογραφικό.
Ενώ το πρώτο βιβλίο αναφέρεται στη ζωή των απλών ανθρώπων, το δεύτερο εστιάζει στη ζωή της αριστοκρατίας της Χίου. Με τα σκάνδαλά της, τα μυστικά της, τους παράνομους έρωτες και όλα όσα συμβαίνουν σε μια κοινωνία. Η Χίος είχε τους πατρίκιους και τους πληβείους της. Το δεύτερο βιβλίο αναφέρεται στη ζωή των πατρικίων, της ανώτερης τάξης και τον τίτλο τον πήρα από το λατινικό “mementovivere”.
Και τα δύο βιβλία αναφέρονται στη Χίο επειδή γνωρίζω πράγματα για την ιδιαίτερη πατρίδα μου και όχι επειδή διεκδικώ δάφνες λαογράφου ή κοινωνιολόγου. Και κυρίως όχι παρακινούμενη από κάποιου είδους σωβινισμό.
Είναι στα σκαριά κι ένα τρίτο έργο. Αυτό αναφέρεται στη Χίο και στα 220 χρόνια που έζησε υπό τους Γενουάτες. Έφεραν μεγάλο πολιτισμό, είναι μια άγνωστη ιστορία, μου έχει πάρει πολύ χρόνο να διαβάζω και πολλές φορές τρομάζω, γιατί πρέπει να ξέρεις πολλά στοιχεία για να γράψεις χωρίς να ξεφύγεις. Δεν είναι τόσο εύκολο όσο τα προηγούμενα, πέρασα μήνες στη βιβλιοθήκη της Χίου διαβάζοντας, κρατώντας σημειώσεις επί σημειώσεων κι ελπίζω να τα καταφέρω.
Για το βιβλίο
Είναι πια πάρα πολύ δύσκολο να εκδώσει κανείς βιβλίο, αφού για να εκδοθούν 100 βιβλία απορρίπτονται άλλα χίλια.
Οι καιροί μας είναι πολύ δύσκολοι. Και έστω τα λίγα χρήματα που διαθέτει κάποιος για ένα βιβλίο, τα στερεί από κάτι άλλο που μπορεί να το έχει μεγαλύτερη ανάγκη. Είναι ήρωες εκείνοι που αγοράζουν βιβλία και φροντίζουν και για την πνευματική τροφή τους, εκτός από την υλική. Αλλά και ο λογοτέχνης δεν μπορεί να επιβιώσει, κανείς δεν μπορεί να βγάλει λεφτά από ένα βιβλίο και προ πάντων από το πρώτο. Οι εκδοτικοί οίκοι είναι πολύ κουμπωμένοι και διστάζουν, γιατί στ’ αλήθεια είναι ένα ρίσκο να εκδοθεί ένα βιβλίο μην ξέροντας την απήχηση που θα έχει και αν θα βγάλει τα λεφτά του.
Σήμερα οι άνθρωποι διαβάζουν πολύ περισσότερο απ’ όσο σε παλιότερες εποχές. Έχουν ανοίξει οι πνευματικοί ορίζοντες του σύγχρονου ανθρώπου, είναι πιο ψαγμένος κι όταν ακούσει ένα καλό βιβλίο τρέχει και το αγοράζει. Όμως -κακά τα ψέματα- χρειάζεται και μια προβολή, αφού ακόμα κι ένα καλό βιβλίο δεν είναι σίγουρο ότι θα πετύχει. Η Ιζαμπέλ Αλιέντε είχε πει “μη σκοτώνεσαι να γράψεις ένα καλό βιβλίο, ψάξε έναν καλό ατζέντη”…
Το βιβλίο όπως το ξέρουμε σήμερα, πολύ σύντομα θα εκλείψει. Θα πάρει ψηφιακή μορφή, το πολύ-πολύ να είναι σε dvd και ή θα το διαβάζεις στον υπολογιστή ή θα το ακούς την ώρα που ταξιδεύεις. Θα υπάρχει και το παραδοσιακό βιβλίο, αλλά θα είναι όπως περίπου και τα δισκάκια των 45 στροφών που είναι πια συλλεκτικά.
Για την κρίση
Είχα μια ελπίδα όταν ξέσπασε η κρίση, γιατί πιστεύω στον Έλληνα και στις αρετές της φυλής μας. Και πίστευα ότι θα βγουν στην επιφάνεια οι καλές παράμετροι του χαρακτήρα του Έλληνα. Δυστυχώς όμως δεν μας έγιναν μαθήματα αυτά που πέρασαν οι πρόγονοί μας… Και αντί να βάζουμε πάνω απ’ όλα το κοινωνικό σύνολο και το καλό της πατρίδας, βάζουμε το προσωπικό συμφέρον και κυρίως το κομματικό που το θεωρώ το πιο απαράδεκτο απ’ όλα.
Για μένα φταίνε όλοι, γιατί έπρεπε σ’ αυτή τη δύσκολη ώρα να δώσουμε τα χέρια σαν σε μια οικογένεια. Εμείς όμως γυρνάμε το κεφάλι ο ένας από εδώ κι ο άλλος από εκεί και αυτή είναι η απαξίωση της πολιτικής. Δεν υπάρχει κανένας για να τον εμπιστευτώ, όλοι είναι κατώτεροι των περιστάσεων. Όμως αυτή τη στιγμή πρέπει να σκεφτούμε σαν Έλληνες, κάτι που δεν το βλέπω. Και κάτι ακόμη: Μπορεί κανένας να μην είναι πια μνημονιακός, αλλά το μνημόνιο δεν έχει μόνο δύσκολα πράγματα (απολύσεις, μειώσεις μισθών κ.α.), αλλά και ορισμένες μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να τις είχαμε κάνει από μόνοι μας και όχι να περιμένουμε να μας υποχρεώσουν οι άλλοι να τις κάνουμε. Εκεί δεν μιλάει κανένας…
Αυτή τη στιγμή ζητάμε να πιαστούμε από τα μαλλιά. Όντως έγιναν και γίνονται λάθη, όμως πρέπει όλοι να βρούμε μια κοινή συνισταμένη, να κάνουν όλοι ένα βήμα πίσω από τις θέσεις που έχουν, ν’ αφήσουν τους δογματισμούς που κάνουν κακό και δεν οδηγούν πουθενά. Να σώσουμε την Ελλάδα, αυτό πρέπει να προέχει. Ας ελπίσουμε ο θεός της Ελλάδας να βάλει για άλλη μια φορά το χέρι του.