ΟΤΑΝ ΑΚΟΥΣ ΑΡΙΣΤΕΡΟΥΣ ΝΑ ΜΙΛΑΝΕ ΓΙΑ ΛΕΦΤΑ
ΦΥΓΕ ΜΑΚΡΙΑ
Συνέντευξη στον Θοδωρή Μπακάλη
Συναντήσαμε τον συγγραφέα και φυσικό καλλιεργητή Γιάννη Μακριδάκη σ’ ένα σταθμό των περιηγήσεών του ανά τη χώρα. Τον είδαμε να μαγεύει το κοινό μιλώντας με τον απλό, παιδιάστικο θαρρείς, μα και ταυτόχρονα βαθυστόχαστο, τρόπο του.
Η προσωπικότητα του… αναχωρητή Γιάννη Μακριδάκη είναι ξεχωριστή, καθώς επέλεξε να ζει αρμονικά με τον εαυτό του και τη φύση σ’ ένα χωριό της βορειοδυτικής Χίου. Μην έχοντας τηλεόραση, αλλά μόνο διαδίκτυο, για να ενημερώνεται και ν’ ανταποκρίνεται στα συγγραφικά και αρθρογραφικά καθήκοντά του, κάνει λόγο για απλή ζωή, ανεπεξέργαστες τροφές από τη γη, τις οποίες καλλιεργεί μόνος, και μια ζωή που κυλάει γύρω από αυτά.
Η αλλιώτικη ζωή του: Ξεκινώντας από αυτήν την πτυχή της ζωής και της δράσης του, σταχυολογούμε μερικά από τα πολλά που ο ίδιος μας κατέθεσε σε συνομιλία στο περιθώριο της εκδήλωσης: «Όταν κάποιος ζει όπως εγώ, τότε έχει πολύ χρόνο και προλαβαίνει τα πάντα. Από το ‘70 κι έπειτα, έχουμε ταυτίσει την ανάπτυξη με το γιγαντισμό και τη ζωή με την κατανάλωση. Και έχουμε μετατραπεί από φυσικά όντα σε καταναλωτές του οικοσυστήματος, ζούμε την απόλυτη ύβρη. Γιατί η κατανάλωση είναι χυδαία λέξη. Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι και αυτοαποκαλείται «καταναλωτής» και αυτό είναι τραγικό. Αν έχουμε το μυαλό μας στους φυσικούς πόρους, μπορούμε να ξεφύγουμε από την ύβρη του καταναλωτή. Προσωπικά το προχώρησα παρακάτω, πηγαίνοντας στη φιλοσοφία της φυσικής καλλιέργειας, της φυσικής διατροφής και της φυσικής ζωής, που είναι ένα τρίπτυχο το οποίο σε κάνει να νιώθεις συνεχώς ένα φυσικό ον, κομμάτι του φυσικού περιβάλλοντος -κι όχι κάτι ξένο από αυτό. Ένα σημείο του κύκλου της ζωής. Αν διατρέφεσαι με φυσικά προϊόντα, δεν μολύνεις το περιβάλλον με τις σκέψεις, τα συναισθήματα ή τα περιττώματά σου. Συμμετέχεις στην αέναη παραγωγή ζωής. Είναι υγεία και πολιτισμός για όποιον ζει έτσι και στηρίζεται στη μη βία, στη μη επέμβαση. Όσο το δυνατόν μηδενίζουμε το περιβαλλοντικό ίχνος μας».
Το έργο του: Εννιά βιβλία, τα δύο ιστορικού περιεχομένου και τα επτά λογοτεχνικά, είναι το μέχρι στιγμής έργο του Γιάννη Μακριδάκη. Όλα από τον εκδοτικό οίκο «Εστία», μιας και «δεν μου αρέσει να μην είμαι πιστός στους συνεργάτες μου», όπως δηλώνει. Τα βιβλία του χαρακτηρίζονται από μια συγκεκριμένη στάση ζωής, την οποία κρατά και ο ίδιος. Θα μπορούσαν δε να χαρακτηριστούν και πολιτικά, αφού «βάζουν τον αναγνώστη να ψαχτεί προς την κατεύθυνση του τρόπου ζωής και της σκέψης του».
«Βγήκε αυθόρμητα το γράψιμο» μας εξηγεί σε άλλο σημείο της συνομιλίας. «Μου άρεσε να ακούω ιστορίες και αυτό με έβαλε στη λογοτεχνία. Η οποία απαρτίζεται από πολλούς ανθρώπους γύρω μας που δεν γράφουν ούτε θα γίνουν ποτέ συγγραφείς, ωστόσο μιλάνε εξαιρετικά, κάνοντας τρομερή λογοτεχνία. Είχα κάτι μέσα μου, με έσπρωξε κι αυτό, μαζί με μια ερευνητική περιέργεια. Όλα αυτά θέλεις να τα επικοινωνήσεις όσο μαζεύονται, όσο μεγαλώνεις δεν μπορείς να τα κρατήσεις μόνο για σένα. Αν δεν τα πεις ή δεν τα γράψεις… πνίγεσαι».
Απαντώντας σε σχετικό ερώτημα, δεν διστάζει να δηλώσει ότι «μόνο τα ντουβάρια δεν αλλάζουν οπτική, αν και ίσως ακόμη κι αυτά αναγκάζονται κάποιες φορές», θέλοντας να τονίσει ότι είναι «άλλος άνθρωπος απ’ ό,τι όταν ξεκίνησα το γράψιμο».
Ένα απαύγασμα από τις ιδέες του: Ο Γιάννης Μακριδάκης ονειρεύεται μια ανθρωπότητα που θα φτάσει στη συνειδητότητα, υποστηρίζοντας ότι «για χιλιάδες χρόνια ο κόσμος ζει ασυνείδητα». Κάνει λόγο για τη μεγάλη ματαιότητα που συνιστά το κυνήγι του χρήματος, για άσκοπα ξοδεμένη ενέργεια και ζωές. Και λέει ενδεικτικά: «Χρειαζόμαστε αποεκπαίδευση. Άλλο η ζωή κι άλλο αυτό που ζούμε. Ο πλούτος δεν είναι το χρήμα, αλλά οι φυσικοί πόροι και τα προϊόντα που παράγονται από την εργασία των ανθρώπων. Ο άνθρωπος ξέχασε ότι τρέφεται από τη γη, νομίζει ότι τρέφεται από το σούπερ μάρκετ! Πρέπει να αποδομηθεί όλο αυτό που μας έχει γαλουχήσει και να δούμε την πραγματικότητα. Έχουμε αντιστρέψει τους όρους. Η λιτότητα είναι μια αρετή κι εμείς την έχουμε κάνει κατάρα! Παλιά οι άνθρωποι έλεγαν είμαστε πλούσιοι και δεν είχαν λεφτά! Κι εγώ είμαι πλούσιος, αλλά λεφτά δεν πιάνω παρά μόνο όταν πρέπει να πληρώσω λογαριασμούς». Και συνεχίζει: «Ο άνθρωπος έχει καλλιεργήσει έναν καταναλωτικό κι έναν ψηφιακό εαυτό, αλλά αυτοί οι δύο εαυτοί είναι στερεωμένοι στη φυσική του υπόσταση. Αν αυτή πάθει καρκίνο από τη συμπεριφορά του, πάνε όλα. Αλλά εμείς αυτήν τη φυσική υπόσταση τη θεωρούμε δεδομένη και μάλιστα την έχουμε παραδώσει στα χέρια ανήθικων ανθρώπων. Όπως αυτοί που παράγουν την τροφή…».
Πεποίθησή του είναι πως «ήρθαμε στη ζωή μόνο για να βιώσουμε αυτό το θαύμα. Για κανέναν άλλο λόγο». Και, περνώντας από την πολιτική πραγματικότητα των ημερών –και όχι μόνο- κλείνει τη συνομιλία λέγοντας χαρακτηριστικά: «Πρώτα αλλάζει η κοινωνία και μετά εμφανίζεται η αλλαγή στην πολιτική εκπροσώπησή της και στα κόμματα. Η αριστερά είναι εγκλωβισμένη στο χρηματοοικονομικό σύστημα και δεν μπορεί να δει παραέξω, τον πραγματικό πλούτο. Όταν ακούς αριστερούς να μιλάνε για λεφτά, φύγε μακριά»…