Η ΣΚΙΑ ΜΕ ΓΟΗΤΕΥΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ
Συνέντευξη στην Κατερίνα Παπαδοπούλου
Ανδρέα, θα ήθελα να αρχίσουμε από την αφορμή που σε ώθησε να γράψεις τους «Διαβάτες της Σκιάς». Ποιο ήταν το αρχικό ερέθισμα;
Μεγάλωσα αναγνωστικά με συγγραφείς όπως ο Πόε, ο Κάφκα, ο Στόκερ και η Σέλεϊ. Μάλλον λογικό λοιπόν, οι Διαβάτες, ως μια συλλογή ιστοριών που περιφέρεται γύρω από τις διάφορες αποχρώσεις του μακάβριου, να διατηρούν επιρροές αμιγώς λογοτεχνικές και ταυτόσημες με τα αγαπημένα μου αναγνώσματα. Σε επίπεδο θεματικής, ανέκαθεν μου προκαλούσε ενδιαφέρον το δίπολο της σχέσης μεταξύ αθωότητας και βίας, αλλά και το αρχέγονο ένστικτο της εκδίκησης που ενυπάρχει σε όλους μέσα μας, εν βρασμώ ή σε καταστολή.
Με εντυπωσιάζει το γεγονός ότι κάνεις την πρώτη σου εμφάνιση στο χώρο του βιβλίου με μια συλλογή διηγημάτων. Γιατί επέλεξες το διήγημα;
Αγαπώ πολύ το διήγημα. Πρωτίστως με την ιδιότητα του αναγνώστη. Με ελκύει η ακαταμάχητη αμεσότητα και η συμπυκνωμένη ευθύτητα που αποκτά ο γραπτός λόγος μέσα στην περιορισμένη έκταση στην οποία καλείσαι να πεις μια ιστορία. Αντιμετωπίζω το διήγημα ως ένα στοίχημα οικονομίας, ως μια συνειδητοποιημένη άσκηση ύφους, όπου το ανούσιο και το περιττό πρέπει να απορριφθούν. Είναι, εν τέλει, τα στοιχεία εκείνα που το κάνουν ένα δύσκολο και σπάνια συμβατό με την εμπορικότητα είδος, μιας κι η ωρίμανση που απαιτεί σε συγγραφική τεχνοτροπία αλλά και αυτοκριτική, είναι διαρκής και σταδιακή.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά σου είναι το πώς χειρίζεσαι το λόγο. Πώς ένας άνθρωπος της ηλικίας σου αποφάσισε να μάθει να γράφει σωστά και με ενδιαφέρον; Υπήρξε κάποιος στο περιβάλλον σου που ήταν για σένα πρότυπο προς αυτή την κατεύθυνση;
Αν και θα ήμουν ο τελευταίος αρμόδιος για να απαντήσει ως προς το «τι εστί σωστός τρόπος γραφής» –κι αν φυσικά μπορεί να υφίσταται κάτι τέτοιο– θα εντόπιζα την αγάπη μου για το γραπτό λόγο στην ίδια του την πηγή: το βιβλίο, τον πόθο μου για συναρπαστικές ιστορίες, αλλά και για εναλλακτικές, εξόχως πιο γοητευτικές, πραγματικότητες. Ο ανθρώπινος παράγοντας υπό τη μορφή ενός πατριαρχικού ή μητριαρχικού ευεργετικού προτύπου είναι κάτι που μάλλον εκλείπει από την πρώιμη νεανική μου ηλικία και την κουτσουρεμένη σχολική παιδεία που υποτίθεται ότι εξέλαβα.
Χαρακτηρίζεις τα διηγήματά σου «σκοτεινές ιστορίες». Γιατί επέλεξες να ασχοληθείς με την απώλεια, την εκδίκηση και τον θάνατο; Τι είναι αυτό που σε γοητεύει στις σκιές;
Η σκιά με γοητεύει για την αλήθεια της. Είναι το μέρος όπου οι κρυψώνες και τα προσωπεία καταρρέουν, μαζί τους και η επίπλαστη εκείνη φωτεινότητα που χαρακτηρίζει την πλειοψηφία των ανθρώπινων επιδερμικών επαφών και κανόνων κανονικότητας. Η φιλήσυχη καθαγιασμένη βιτρίνα του ενοποιημένου συνόλου χάνει κάθε επίδραση υπό το λαμπερό φως της σκιάς. Και νομίζω πως η απώλεια, η εκδίκηση και ο θάνατος, δεν είναι παρά τα πιο αγνά από τα παιδιά της.
Πώς τα κατάφερες με τους ήρωές σου; Απ’ ότι είδα ήταν δύσκολοι χαρακτήρες…
Ο συγγραφέας καλείται να σκάψει στο ένστικτο και να παρουσιάσει την υποκειμενική του αλήθεια. Κωμικοί, αλλόκοτοι ή κατατρεγμένοι, οι ήρωες και οι αντιήρωες κάθε ιστορίας, είναι αυτομάτως και «εύκολοι» ήρωες, από τη στιγμή που πηγάζουν από την εκάστοτε φαντασία αυθόρμητα και ειλικρινά. Φαντάζομαι ότι ο καθένας που καταπιάνεται με τη μυθοπλασία, σκορπάει στις ιστορίες του και μικρά ή μεγαλύτερα θραύσματα του εαυτού του. Ως εκ τούτου, οι ήρωες αυτού του βιβλίου προέκυψαν και αναλύθηκαν με μεράκι και με αγάπη. Και ελπίζω αυτό να περνάει και αναγνωστικά, έστω και σε έναν αξιοπρεπή βαθμό.
Θεωρώ ότι τόσο ο κεντρικός όσο και οι εσωτερικοί τίτλοι είναι πολύ πετυχημένοι. Πώς κατέληξες σε αυτούς;
Χωρίς πολλές αναλύσεις και μάλλον ακολουθώντας το απλοϊκό δόγμα: «η πρώτη ιδέα είναι και η καλή ιδέα». Ειδικότερα για τον κεντρικό τίτλο του βιβλίου, νομίζω πως περιγράφει επακριβώς το σύνολο των ηρώων των διηγημάτων. Είναι όλοι τους, με έναν ρεαλιστικό ή συμβολικότερο τρόπο, Διαβάτες της Σκιάς. Είτε διατρέχουν τα σκιερά χιλιόμετρα ενός διαταραγμένου μυαλού, ενός μοναχικού δρόμου, μιας κρίσιμης απόφασης ή μίας σύγκρουσης μέχρις εσχάτων.
Υπήρξε κάτι που σε δυσκόλεψε πολύ κατά τη διάρκεια της συγγραφής;
Η σημαντικότερη δυσκολία που αντιμετωπίζω προσωπικά αφορά τη σχέση αγάπης και μίσους που διατηρώ σε ένα ευρύτερο επίπεδο με την έννοια της τελειομανίας. Είναι επίπονο –και φαντάζομαι κι άμεσα συναρτώμενο και με την παρούσα ηλικία μου- το να εντοπίζω τη λεπτή εκείνη γραμμή όπου η ανάγκη για καλλωπισμό κινδυνεύει να μετατραπεί σε ασχήμια, αν κι αυτό είναι κάτι που με το χρόνο και την τριβή ωριμάζει ενστικτωδώς. Πιστεύω ότι το βασικότερο στοίχημα, ειδικά για έναν νέο συγγραφέα, είναι το να βρει τη χρυσή εκείνη ισορροπία που ο αυθορμητισμός κι η μεθοδικότητα θα ευθυγραμμιστούν σε ένα αβίαστο και απαλλαγμένο από την αφέλεια και τη σοβαροφάνεια τελικό αποτέλεσμα.
Πώς θα περιέγραφες την πρώτη σου εμπειρία με αυτό που λέμε συγγραφή και έκδοση βιβλίου;
Με δυο λέξεις: συναρπαστικά αντιφατική. Έχω τη χαρά να διατηρώ προς το παρόν τη γεύση ενός μισογεμάτου ποτηριού, με διαρκή συσσώρευση γνώσεων γύρω από τη διαδικασία έκδοσης ενός βιβλίου, αλλά και των ρεαλιστικών προσδοκιών που μπορεί να διατηρεί ένας πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας γύρω από τη μεταχείριση του πονήματός του. Σε τελική ανάλυση, το να βλέπεις αυτό το –ανεξάρτητα από το εύρος της όποιας καλλιτεχνικής αξίας– πόνημα, να βρίσκει το δρόμο του προς το δικαίως απαιτητικό αναγνωστικό κοινό, αποτελεί εκ των πραγμάτων μια καλοδεχούμενη ψυχική ανταμοιβή.
Ο Ανδρέας Σουσουρής, γεννήθηκε το 1981 στον Βόλο. Σπούδασε σκηνοθεσία και δημιουργική γραφή στη Θεσσαλονίκη και ασχολείται με τη συγγραφή σεναρίων για ταινίες μικρού μήκους, αλλά και διηγημάτων. Η συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Διαβάτες της σκιάς» αποτελεί την πρώτη του ολοκληρωμένη πρόταση στο χώρο του ελληνικού βιβλίου, ακολουθώντας τα βήματα των αγαπημένων του αναγνωσμάτων από τη δεξαμενή της κλασικής λογοτεχνίας και του μακάβριου. Το βιβλίο του «Διαβάτες της σκιάς» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Momentum.