Τη συναντούμε στους Δήμους Κορδελιού-Ευόσμου (από Στρατηγού Αλεξάνδρου Παπάγου έως Παπαφλέσσα) και Νεάπολης-Συκεών (από την Ελευθερίου Βενιζέλου έως την Ανδρέα Παπανδρέου). Μας φέρνει στην πατρίδα των κατοίκων του Πόντου. Η ονομασία είναι Κασταμονή ή Κασταμών ή Κασταμόνα και Καστάμονου (Kastamonu), στα τούρκικα. Είναι η ιστορική πόλη του βορειοδυτικού Πόντου γενέτειρα βυζαντινών αυτοκρατόρων. Βρίσκεται στη περιοχή της αρχαίας Παφλαγονίας επί της πλαγιάς όρους σε υψόμετρο 900 περίπου μέτρων. Οι Ρωμαίοι την ονόμαζαν Casta Commeni, σήμερα οι Τούρκοι την ονομάζουν Καστάμονου και αποτελεί πρωτεύουσα ομώνυμης περιφέρειας (βιλαέτι). Καταλαμβάνει έκταση περίπου 1,85 τ.χ. και έχει πληθυσμό περίπου 65.000 κατοίκους.
Το βιλαέτι της Κασταμονής, πριν από την ίδρυση του μοντέρνου τούρκικου κράτους, είχε 4 σαντζάκια, υποδιαιρέσεις του βιλαετίου: της Κασταμονής, του Μπόλου, των Γαγγρών και της Σινώπης. Στην οθωμανική διοίκηση μια μεγάλη πόλη συνήθως δάνειζε το όνομά της στον καζά, νομός, στο σαντζάκι και στο βιλαέτι που υπάγονταν. Έτσι λοιπόν το βιλαέτι της Κασταμονής πήρε το όνομά του από την ομώνυμη πόλη, όπου στην ακρόπολη ήταν, κατά την παράδοση, το κάστρο των Κομνηνών. Το βιλαέτι της Κασταμονής, στις αρχές του 20ου αιώνα, είχε έκταση 60.000 τ.χ., περίπου η μισή Ελλάδα. Το ένα τρίτο καλυπτόταν από δάση. Η γη ήταν πολύ εύφορη λόγω των συχνών βροχών. Οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με την κτηνοτροφία, τη γεωργία και την παραγωγή οπωροκηπευτικών προϊόντων. Οι γεωργοί ή ορταντζήδες ήταν φτωχοί. Ο αγάς της κάθε περιοχής τους δάνειζε ένα κομμάτι γης και κρατούσε για τον εαυτό του το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής. Στην Ποντοηράκλεια υπήρχαν ανθρακωρυχεία που τα εκμεταλλευόταν το κράτος. Οι πυρετοί και η σύφιλη ήταν πολύ διαδεδομένοι. Στις παράλιες πόλεις υπήρχαν ναυπηγεία και επαγγελματικές συντεχνίες. Το οδικό δίκτυο σε αυτό το βιλαέτι ήταν φτωχό.
Παλαιότερα διάφοροι ιστορικοί γεωγράφοι πίστευαν ότι η πόλη ιδρύθηκε περί τον 13ο αιώνα στη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αυτό δεν είναι σωστό καθόσον απαντάται η πόλη με το ίδιο όνομα από τον 11ο αιώνα και ακόμα αρχαιότερα.
Από την Κασταμονή κατάγονταν η μεγάλη αυτοκρατορική οικογένεια των Κομνηνών οι οποίοι από εκεί μετακινήθηκαν αρχικά και εγκαταστάθηκαν στην Κόμνη της Θράκης εξ ου και το προσωνύμιο Κομνηνοί. Μάλιστα στην Κασταμονή υπήρχε και το μεγάλο πατρογονικό κτήμα των Κομνηνών. Επί βασιλείας της δυναστείας των Κομνηνών, την Κασταμονή επισκέφτηκε ο Αλέξιος Α” Κομνηνός και μάλιστα τον πύργο των προγόνων του. Ο δε Ιωάννης Γ” Μέγας Κομνηνός (ο Καλοϊωάννης) το 1330 επεχείρησε την πρώτη του εκστρατεία εναντίον των Σελτζούκων που είχαν καταλάβει την Κασταμονή κατά την οποία η πόλη ανακαταλήφθηκε από τους Βυζαντινούς. Τότε (1331) στην πόλη τελέστηκαν μεγάλες θριαμβικές εορτές για το επιτυχές αποτέλεσμα.
Ένα χρόνο μόλις μετά οι Σελτζούκοι επανήλθαν και άρχισαν να πολιορκούν την πόλη. Τότε ο Ιωάννης Κομνηνός ξεκίνησε και πάλι εκστρατεία κατά των Σελτζούκων, και αυτή τη φορά ανακατέλαβε την πόλη μαζί με τη Γάγγρα. Για την περιφανή αυτή νίκη του Ιωάννη, ο Θεόδωρος Πρόδρομος έγραψε ειδικό ποίημα με τον τίτλο «Τω μεγαλονίκω Βασιλεί κυρώ Ιωάννη Κομνηνώ επί τη δευτέρα Κασταμόνος αλώσει και Γάγγρας». Τελικά η Κασταμονή περιήλθε στους Οθωμανούς το 1393.
Σύμφωνα με τις οθωμανικές απογραφές του τέλους του 19ου αιώνα αλλά και στις αρχές του 20ου αιώνα ο ελληνικός πληθυσμός ήταν γύρω στα 2% του συνολικού. Ανάμεσα στο ένα εκατομμύριο των κατοίκων του μόνο 15.000-20.000 ήταν Έλληνες. Τα ίδια ποσοστά και πληθυσμό μας δίνει και ο Παντελής Κοντογιάννης στο βιβλίο του «Γεωγραφία της Μικράς Ασίας» (1921). Οι Έλληνες κατοικούσαν συνήθως στις ακόλουθες πόλεις: Κασταμονή (Kastamonu), Ποντοηράκλεια (Eregli), Γάγγρα (Cankiri), Σινώπη (Sinop), Ινέπολη (Inebolu), Παρθένιο (Bartin) και Ζαφράμπολη (Safranbolu).
Βλέπουμε λοιπόν ότι το μουσουλμανικό στοιχείο έχει συντριπτική πλειοψηφία. Πιθανόν, ανάμεσα σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται και αυτοί που εξισλαμίστηκαν. Στην Κασταμονή οι Έλληνες ζούσαν σε ένα περιβάλλον όπου έρχονταν σε επαφή με την παράδοση των Τούρκων και των Γιουρούκων, τόσο των πόλεων όσο και της ενδοχώρας. Με τους τελευταίους η οθωμανική αυτοκρατορία είχε πολλά προβλήματα. Μάλιστα μέρος αυτών το έστειλε, τον 14ο αιώνα, από το μπεηλίκι του Καραμάν στη Μακεδονία και σε άλλες ελληνικές περιοχές για να κάμψει την αντίστασή τους. Αυτοί γύρισαν πίσω στην Τουρκία με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924, με εξαίρεση τη Δυτική Θράκη. Για τους Έλληνες της περιοχής πιστεύεται ότι κάποιοι είναι εξελληνισμένοι Παφλαγόνες, κάποιοι από άλλες περιοχές της οθωμανικής επικράτειας και κάποιοι είναι απόγονοι των κατοίκων των αρχαίων ελληνικών αποικιών. Για ένα χωριό, μάλιστα, το Τουχτ, στο σαντζάκι των Γαγγρών, ο Παντελής Κοντογιάννης μας λέει ότι αυτοχαρακτηρίζονταν ως Ελλάνοι ή Ελλάνικοι. Η παρατήρηση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική δεδομένου ότι οι ορθόδοξοι χριστιανικοί πληθυσμοί, κατά τη βυζαντινή και οθωμανική περίοδο, αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι ή Ρωμιοί.
Σήμερα στην Κασταμονή ο πληθυσμός δεν είναι ομοιογενής. Στα παράλια οι άνθρωποι έχουν εν γένει διαφορετικά χαρακτηριστικά και διαφορετικό τρόπο ζωής από ότι στα βουνά και στην ενδοχώρα. Η ενδοχώρα είναι συντηρητική, σε αντίθεση με τα παράλια, όπου το ελληνικό παρελθόν τους και τα μεταναστευτικά ρεύματα, από τον ανατολικό Πόντο και τον Καύκασο, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια πιο δυτική στάση ζωής. Το όνομα της Κασταμονής επιζεί στην Ελλάδα μέσα από τις μνήμες των ανθρώπων που ήρθαν στις αρχές του 20ου αιώνα μετά από το μεγάλο χαμό που συντάραξε την περιοχή μας. Είναι όμως και η πατρίδα του Οσμάν Σεπετσιόγλου, ενός ξακουστού ζεϊμπέκη.
Υπάρχουν ζεϊμπέκες και σε άλλα μέρη, εκτός από τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας. Ο Θωμάς Κοροβίνης, στο βιβλίο του «Οι ζεϊμπέκες της Μικράς Ασίας», το επιβεβαιώνει με τις έρευνές του αναφέροντας ζεϊμπέκες και από άλλα μέρη εκτός από τα δυτικά παράλια. Με τη διασπορά των ζεϊμπεκών σε όλη τη Μικρά Ασία συμφωνεί και ο Μουαμμέρ Κετέντζογλου, λάτρης του ζεϊμπέκικου, που προχωρεί ακόμα περισσότερο, λέγοντας ότι το ζεϊμπέκικο είναι κοινός ελληνοτούρκικος καρπός, γεννημένος από τη δράση Γιουρούκων και Ρωμιών, παράνομων στα βουνά της Μικράς Ασίας. Οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε το ζεϊμπέκη Τσακιτζή, μαζί με το ομώνυμο τραγούδι. Αυτός ο διάσημος ζεϊμπέκης της περιοχής της Σμύρνης, που προστάτευε γυναίκες και ορφανά, ανεξάρτητα από τη θρησκεία τους, ήταν εφέ, δηλαδή είχε τον ανώτατο βαθμό στην τάξη των ζεϊμπεκών. Ένας άλλος εφέ ήταν και ο Οσμάν Σεπετσιόγλου, ο γιος, δηλαδή, αυτού που έφτιαχνε σεπέτ, καλάθια. Η επίδρασή του στην περιοχή της Κασταμονής ήταν τόση που σήμερα στην Τουρκία SepeciogluZeybegi, δηλαδή ζεϊμπέκικο Σεπετσιόγλου λέμε το ζεϊμπέκικο χορό που χορεύεται στην Κασταμονή.
Σύμφωνα με την παράδοση ο Οσμάν ήταν ένας κατασκευαστής καλαθιών που ζούσε στο χωριό Γιουκάρι Αβσάρ, δίπλα στην Κασταμονή. Έζησε την περίοδο του Μαχμούτ Β΄, του Σουλτάνου της εποχής της ελληνικής επανάστασης. Η ιστορία του ξεκινά όταν διαπληκτίζεται με ένα διάσημο παράνομο, το Ζιλελί Ρουστέμ, ο οποίος του ζητούσε λεφτά και καλάθια. Ο Οσμάν αρνήθηκε λέγοντάς του ότι ήταν φτωχός. Ο Ζιλελί επιμένει, πιάνονται στα χέρια με αποτέλεσμα ο Οσμάν να το σκοτώσει. Για να αποφύγει τη σύλληψη πήγε στο βουνό. Εκεί θα γίνει ζεϊμπέκης και στην πορεία θα ανέβει στην ιεραρχία των ζεϊμπέκων όπου θα γίνει γνωστός ως Σεπετσιόγλου Οσμάν Εφέ. Στη συνέχεια η παράδοση λέει ότι το δικαστήριο τον αθωώνει για το φόνο.
Σε ένα πανηγύρι γνωρίζει την Αφέτ, την κόρη του Μπέη Μουσταφά Ταχμιτσίογλου, και την ερωτεύεται. Ο Μπέης, που το καταλαβαίνει, εγκρίνει τη σχέση και τον παίρνει στο σπίτι του. Εκεί όμως προσπαθεί να τον στρέψει ενάντια στο Σουλτάνο γιατί αυτός κατήργησε το θεσμό των Γενίτσαρων. Ο Οσμάν αρνείται και φεύγει ξανά στο βουνό. Παράλληλα, ο Ταχμιτσίογλου τον καταγγέλλει στο Σουλτάνο σαν επαναστάτη, με αποτέλεσμα ο Μαχμούτ ο Β΄ να στείλει στρατεύματα εναντίον του. Η Αφέτ συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Ο Οσμάν με 60 ζεϊμπέκες καταφέρνει να απελευθερώσει την Αφέτ, αλλά, αφού περικυκλώνεται από 1.500 στρατιώτες, συλλαμβάνεται και στέλνεται αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ταχμιτσίογλου επαναστατεί εναντίον του Σουλτάνου. Αφού ο Σουλτάνος κατάλαβε το λάθος του, σταματάει την ανταρσία του Ταχμιτσίογλου, απελευθερώνει τον Οσμάν, ο οποίος ζει, μέχρι το τέλος της ζωής του, ευτυχισμένος με την Αφέτ.
Στις 23 Αυγούστου του 1925 από αυτήν την πόλη ο Κεμάλ Ατατούρκ κήρυξε την ενδυματική επανάσταση (αλλαγής της ανατολίτικης ενδυμασίας με ευρωπαϊκή) σε πολιτική ομιλία του προς τα μέλη του τότε ρεπουμπλικανικού κόμματος του οποίου ήταν αρχηγός.
Κατά μία παράδοση από την Κασταμονή προέρχονταν μοναχός ή μοναχοί που, φθάνοντας στο Άγιο Όρος, ίδρυσαν τη Μονή Κασταμονίτου. Επίσης από την Κασταμονή καταγόταν και ο Γιοβάν Τσαούς, λαϊκός συνθέτης ρεμπέτικων τραγουδιών. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον έζησε ο Γιοβάν Τσαούς ή Γιάννης Εϊτζιρίδης. Γεννήθηκε στο βιλαέτι της Κασταμονής το 1893 και υπηρέτησε στον οθωμανικό στρατό, του κόλλησαν το επίθετο «Τσαούς», δηλαδή λοχίας. Ήταν κορυφαίος μουσικός και κάποιες πληροφορίες αναφέρουν ότι έχει παίξει και για το Σουλτάνο, όπως και ο Αγάπιος Τομπούλης. Για αυτούς τους λόγους υποθέτουμε ότι ήξερε καλά, όχι μόνο τα ζεϊμπέκικα της Κασταμονής, αλλά και την υπόλοιπη μουσική παράδοση του τόπου του. Ποια από αυτή την παράδοση πήρε μαζί του στην Ελλάδα; Και ποια από αυτά τα τραγούδια ενσωματώθηκαν στο μουσικό σώμα του ρεμπέτικου; Ο Μουαμμέρ Κετέντζογλου, στη συνέντευξή του που έδωσε στην Κλίκα, επισήμανε ότι το τραγούδι του Γιοβάν Τσαούς, «Ο κατάδικος», είναι παρόμοιο με το παραδοσιακό τραγούδι της Κασταμονής, «Ucguzeloturmusiskambiloynar», που σημαίνει «Τρεις όμορφες κάθισαν να παίξουν χαρτιά».