Ρωτά ο Θοδωρής Μπακάλης
Η δική μας εποχή χρειάστηκε τον Δεκέμβρη του 2008
Γεννημένη στις 3 Οκτωβρίου, 79 χρόνια μετά τη γέννηση του Λουίς Αραγόν και 17 πριν τον θάνατο της Κατερίνας Γώγου, η Πέννυ Μηλιά φαίνεται να αγάπησε την πένα και τις τέχνες όσο και οι παραπάνω, με πολλά να τη συνδέουν με τη δεύτερη. Πήρε μαθήματα χορού και μουσικής από μικρή ηλικία, ενώ το ξεδίπλωμα μιας πολυσχιδούς και φιλότεχνης προσωπικότητας ξεκινά στα 20 χρόνια της, με συμμετοχή στην παράσταση της Λουκίας Ρικάκη Σουρεαλέρως. Ακολουθούν συμμετοχές στην τριλογία του Αισχύλου Oρέστεια σε Ελλάδα και Γαλλία, στις Τρωάδες του Ευριπίδη στο φεστιβάλ της Μπίτολα (Σκόπια), σε παιδική παράσταση, σε μουσική σκηνή, αλλά και στην ταινία του Θόδωρου Μαραγκού Ισοβίτες. Παράλληλα εργάζεται ως εμψυχώτρια σχολικών θεατρικών ομάδων και παίρνει σεμινάρια αρχαίου δράματος, υποκριτικής, μάσκας, χορού και συμμετέχει στη θεατρική ομάδα του δήμου Αλίμου και στις ομάδες κινηματογράφου και σύγχρονου χορού «Nosotros».
Όσον αφορά στην ποίηση, η Πέννυ Μηλιά συμμετέχει σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου και στο «Arvon Foundation» στη Σκωτία, ενώ το 2007 κατακτά το τρίτο βραβείο στον 26ο διαγωνισμό ποίησης της Πανελλήνιας Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών, την επόμενη χρονιά παίρνει τον πρώτο έπαινο της Ένωσης Λογοτεχνών Ευρώπης στο 9ο φεστιβάλ ποίησης της Θεσσαλονίκης, ενώ εξέδωσε τη συλλογή Ομάδα από Ποίηση μαζί με άλλους έξι ποιητές (εκδόσεις Γαβριηλίδης).
Παραθέτουμε ένα αντιπροσωπευτικό -μα μικρό- απάνθισμα των πολλών λεγομένων της σε παλιότερη συνομιλία μας (την ενδιαφέρουσα πλήρη παρουσίαση μπορείτε να βρείτε διαδικτυακά στο http://www.indexanthi.gr/greece/politismos/660-penny-milia.html).
Επεδίωξα πολύ συνειδητά η πρώτη μου έκδοση να είναι με την ομάδα. Πολλοί μας απέτρεπαν λέγοντας «Ομάδα; Η ποίηση είναι μοναχική τέχνη, τι κάνετε, ποδόσφαιρο;» ή «Φοβάσαι να εκτεθείς μόνη σου, αυτό είναι» και άλλα τέτοια. Εγώ θεωρώ ότι αυτό που κατακτήσαμε στά δύο χρόνια με την ομάδα άξιζε να αποτυπωθεί σε ένα βιβλίο. Ήταν κάτι ζωντανό, οι συναντήσεις, οι συζητήσεις, η παρέα που κάναμε με ότι αυτό συνεπάγεται: ζυμώσεις, διαφωνίες, αποχωρήσεις, υποχωρήσεις, προσπάθεια, δυσκολίες και ξανά προσπάθεια, ζωντανά πράγματα δηλαδή!
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά για κάποιον που γράφει από το να υπάρχει ανταπόκριση. Όμως και η έλλειψη ανταπόκρισης δεν νομίζω ότι αποτρέπει κάποιον. Και ίσως δεν θα ‘πρεπε κιόλας! Μπορώ να χορεύω κι ας μην είμαι η Πλισέτσκαγια. Δες τους Stomp, ποιος μπορεί να πει ότι δεν είναι μουσικοί; Καμιά φορά δεν χρειάζεται πολλή σκέψη, τα πράγματα γίνονται όταν καίνε.
Για να το θέσω πιο… ποιητικά, άμα δεν τα «φέρνεις» δεν τα «παίρνεις», μιλώντας για χρήματα και όχι για ποιήματα. Το βιβλίο για τον έμπορο είναι πρώτα απ’ όλα προιόν. Ο ποιητής όμως βλέπει αλλιώς τα πάντα. Από την άλλη δεν μπορώ να αγνοήσω το γεγονός ότι λίγοι από τους καταξιωμένους ποιητές απόλαυσαν το προνόμιο της αποδοχής εν ζωή. Ο γρηγορότερος δρόμος προς την αποδοχή λοιπόν είναι… η αποδημία!
Η δική μου γενιά δεν θα έλεγα ότι δεν μιλάει, αλλά ότι δεν την ακούει κανείς, ίσως γιατί δεν καταλαβαίνουν τι λέει. Η δική μου γενιά είναι παιδιά που έχουν δύο πτυχία και μοιράζουν φυλλάδια ή δουλεύουν δωδεκάωρα σαν σκλάβοι και πρέπει να πάνε και στα μπουζούκια στο χορό της εταιρείας με καινούργια πανάκριβη τσάντα χρωστούμενη στην κάρτα της τράπεζας στην οποία εργάζονται. Καταλαβαίνεις; Ή σαπίζει στην Ομόνοια ή περιφέρει την θλιψη και την ανία της στα βόρεια προάστεια. Ή βουλιάζει σε διήμερα αλκοόλ ή πηγαινοέρχεται από την επαρχία στην πρωτεύουσα και από την πρωτεύουσα στην επαρχία, σε δουλειές του ποδαριού. Ζει με τους γονείς της μέχρι να παντρευτεί, ίσως και μετά. Ούτε έρωτα δεν μπορεί να κάνει, δεν ξέρει αν θέλει να παντρευτεί και να φέρει παιδιά σ’ αυτήν την άθλια ζωή που ζει. Η γενιά μου σκέφτεται και σκέφτεται πολύ. Δεν πήγε να ψηφίσει γιατί σκέφτεται. Άλλωστε συνήθως δεν ξέρει τι να κάνει, όταν ψηφίζει μετανιώνει γιατί πιστεύει ότι ψήφισε λάθος, όταν δεν ψηφίζει νιώθει αδρανής και την λένε και απολίτικη. Αυτά λέει, αλλά δεν τα ακούει κανείς. Γιατί άλλα θέλει να ακούσει η τιμημένη γενιά του Πολυτεχνείου. Θέλει να ακούσει ότι τα κατάφερε, ότι οι θυσίες της και οι θυσίες των γονιών τους δεν πήγαν στράφι, ότι όλα θα πάνε καλά. Αλλά δεν πάνε, τι να κάνουμε τώρα;
Για να λύσεις ένα θέμα πρέπει πρώτα να παραδεχτείς ότι υπάρχει. Τι θέλετε να πουν; Σιωπούν λοιπόν ή -όταν μιλάνε- στην καλύτερη βρίζουν, στη χειρότερη τα σπάνε. Αυτά τα κάνουν οι πιο ώριμοι. Οι υπόλοιποι συνήθως αυτοκαταστρέφονται σιωπηλά ή ξεχνιούνται, υπνοβατούν μέσα στα αντικαταθλιπτικά και το διαδίκτυο. Εδώ λοιπόν συνήθως έρχεται ο καλλιτέχνης -αν ήταν ταινία ο ήρωας, αν ήταν θρησκευτικό δράμα ο μεσσίας- και λέει αυτά που πρέπει να ειπωθούν. Τώρα γιατί δεν έρχεται; Αυτό δεν το ξέρω. Ξέρω όμως ότι η κάθε εποχή φτιάχνει αυτό που χρειάζεται. Η εποχή του πολυτεχνείου φαίνεται ότι χρειαζόταν ένα Πολυτεχνείο, ένα κλίμα, μια γενιά. Η δική μας εποχή χρειάστηκε τον Δεκέμβρη του 2008, την πρωτοφανή αποχή 50% και ό,τι άλλο καταφέρουμε να φτιάξουμε ακόμα.
Ζω για τη στιγμή που ο βοσκός θα νιώσει στο σκληρό πετσί του μονομιάς όλη την ποίηση απ’ το Κεφάλαιο του Μαρξ κι ο σπουδαγμένος στην Οξφόρδη θα γονατίσει κλαίγοντας μπροστά στη μεταφυσική του εκδορέα Βαμβακάρη…