ένας προβληματισμός διαβάζοντας τις κριτικές των συναδέλφων
του Γιάννη Φραγκούλη
Τον τελευταίο καιρό, ιδίως από τότε που αποφάσισα να «μαζέψω» τις κριτικές και άλλων κριτικών κινηματογράφου, κάτω από τη δική μου, κάνοντας μία σα βάση δεδομένων για κάθε ταινία (περισσότερα μπορείτε να δείτε εδώ), με όλο και περισσότερη απορία είδα ότι οι ταινίες που είναι σε επανέκδοση δεν τυγχάνουν κριτικής όταν προβάλλονται, μετά από πολλά χρόνια, πάλι στις κινηματογραφικές αίθουσες. Γιατί όμως; Μήπως τελικά δεν πρέπει; Μήπως αν δεν πρέπει αυτό σημαίνει ότι ο κριτικός λειτουργεί οπισθοδρομικά; Μήπως είναι αντιπαραγωγικός και συντηρητικός, ακόμη και αν υποστηρίζει ότι είναι αριστερός;
ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΗ;
Όταν μία ταινία έχει προβληθεί, ας πάρουμε ένα παράδειγμα, το «Mystery train», του Τζιμ Τζάρμους, κάπου το 1989, ή οι ταινίες του Βερτόφ και του Αϊζενστάιν, δεκαετίες πριν, και προβάλλονται ξανά στο κοινό, μετά από πολλά χρόνια, τότε σημαίνει ότι αυτό το φιλμικό κείμενο τίθεται ξανά στο «τραπέζι» της συζήτησης που αφορά στην αφήγηση, στην αισθητική και στις επιρροές του κινηματογράφου στις άλλες τέχνες και στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Το κοινωνικό στάτους στην Ελλάδα έχει αλλάξει μετά από τόσα χρόνια και η προβολή μιας ταινίας, η οποία έχει πάρει στο παρελθόν πολύ καλές κριτικές, θέτει ουσιαστικά διαφορετικά θέματα από αυτά που είχε θέσει όταν είχε προβληθεί, πριν από αρκετά χρόνια, σε μία διαφορετική ελληνική κοινωνία. Το τι θα «πει» σε εμένα μία ταινία έχει να κάνει με τον ψυχισμό μου και αυτός, με τη σειρά του, με τις αναφορές που έχω από το παρελθόν, οικογενειακό και συγγενικό περιβάλλον, κοινωνικός περίγυρος, αλλά και από το παρόν, αλλά και από τις κοινωνικές αξίες. Ξέρουμε πολύ καλά ότι τα αξιακά συστήματα στην κοινωνία αλλάζουν πολύ γρήγορα και, τα τελευταία χρόνια, όλο και πιο γρήγορα. Άρα το φιλμικό κείμενο στον κάθε άνθρωπο μεταφράζεται με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με τις προσλαμβάνουσές του, οι οποίες μεταβάλλονται με τον καιρό, μέσα από μία διαχρονία.
Η επανέκδοση μιας ταινίας έχει νόημα γιατί θυμίζει μία εποχή, με δεδομένο ότι η ταινία «βγαίνει», ως καλλιτεχνικό προϊόν, από τους προβληματισμούς της εποχής της, σε σχέση πάντα με αυτά που έρχονται από το παρελθόν. Άρα, σε μία επανέκδοση μιας ταινίας βλέπουμε τις κοινωνικές αξίες μιας άλλης εποχής, συγκρίνουμε αυτές με τις σημερινές, που αφορούν στο ίδιο θέμα, και μπορούμε να δούμε αν αυτά τα κοινωνικά αξιακά συστήματα έχουν «γεράσει» ή αν είναι ακόμα επίκαιρα, όπως και αν, ως προς αυτά, η παρούσα κοινωνία έχει μεταβληθεί και κατά πόσο. Όπως όταν διαβάζουμε ένα παλιό βιβλίο, π.χ. Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Άγιο Αυγουστίνο, Πλάτωνα, Όμηρο κ.λπ.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΚΡΙΤΙΚΟΥ
Ο κριτικός κινηματογράφου κάνει την ίδια δουλειά με τον κριτικό λογοτεχνίας, ο οποίος κρίνει ένα βιβλίο που εκδίδεται, σε επανέκδοση, π.χ. ένα βιβλίο του Βίκτωρος Ουγκό, από άλλο ή τον ίδιο εκδοτικό οίκο. Απαντά σε ερωτήματα που, πιθανότατα θα έθεταν οι αναγνώστες σήμερα, μετά την ανάγνωσή του, επιχειρεί μία δεύτερη ανάγνωση του κειμένου και τοποθετείται ή επανατοποθετείται, αν έχει κάνει ξανά κριτική στο ίδιο βιβλίο, συμμετέχοντας σε ένα ανοιχτό διάλογο συγγραφέα-κριτικού-αναγνώστη, σε μία συζήτηση που δεν τελειώνει ποτέ.
Με την ίδια έννοια, ο κριτικός κινηματογράφου κάνει ακριβώς το ίδιο σε μία ταινία που έχει προβληθεί ξανά στην Ελλάδα μία ή περισσότερες φορές, επανατοποθετείται ή τοποθετείται για πρώτη φορά, αν δεν την είχε δει τότε, επεκτείνοντας δύο κείμενα, αυτό της ταινίας και το δικό του, αν υπάρχει.
Με άλλα λόγια, μιλά για το φιλμικό κείμενο και, μοιραία, έχει άλλα επιχειρήματα, αφού και αυτός ο ίδιος, σα δέκτης του αξιακού συστήματος της κοινωνίας, έχει αλλάξει. Θέτει άλλα θέματα ή επεκτείνει αυτά που ήδη έχουν τεθεί για τη συγκεκριμένη ταινία, από τον ίδιο ή από άλλους συναδέλφους του στο παρελθόν. Για παράδειγμα, μία ταινία του Αϊζενστάιν, όταν επαναπροβάλλεται και κάνω σε αυτή κριτική, τότε ή θα έρθω σε αντιπαράθεση με το παλιότερο δικό μου κείμενο ή με αυτό που έχει γράψει κάποιος άλλος, π.χ. ο Βασίλης Ραφαηλίδης, ο Κώστας Σταματίου κ.ά. Ο θεατής μπορεί να ανατρέξει σε αυτά τα κείμενα και να βγάλει μία άποψη διαχρονικά. Έχουμε λοιπόν μία διαλεκτική διαδικασία της κριτικής, όπως αυτή ορίζεται φιλοσοφικά, από την έννοια της κριτικής, και μία εκπαιδευτική διαδικασία.
Αυτή τη διαδικασία την έχει ανάγκη ο ίδιος ο σκηνοθέτης, αν είναι εν ζωή, ο θεατής που θα ήθελε να μάθει περισσότερο για μία ταινία, όχι απλά να διαβάσει ένα κείμενο, αλλά να είναι ενεργός δέκτης των μηνυμάτων του φιλμικού κειμένου, ο ίδιος ο κριτικός, για να δοκιμάσει το λόγο του, να δει αν είναι ακόμη οξυδερκής, αν στοχεύει ακόμη καλά, να συγκρίνει τα επιχειρήματά του με αυτά των άλλων συναδέλφων του. Αυτή η διαλεκτική είναι το πιο σημαντικό στην τέχνη, διότι έτσι μόνο η τέχνη -η κάθε τέχνη- εξελίσσεται και ανανεώνεται. Βλέπετε τα σπουδαία παραδείγματα στη Γερμανία, τη Γαλλία, τη Ρωσία, τις δεκαετίες από το 1920 μέχρι και το 1940.
Αν όμως ο κριτικός κινηματογράφου δεν κάνει αυτή την κριτική τότε αποδεικνύει ότι δε συμμετέχει στη διαλεκτική της ιστορίας αυτής της τέχνης, ότι επιθυμεί να τοποθετείται μόνο για το εφήμερο, ότι δε θέλει τίποτε άλλο παρά να συντηρεί τις ήδη υπάρχουσες δομές, ότι είναι άχρηστος για αυτή την τέχνη -αφού δε συμμετάσχει σε αυτή την παραγωγική διαδικασία-, ότι είναι συντηρητικός και, κυρίως δεν ακολουθεί τις αξίες του προοδευτικού κινήματος της τέχνης, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «αριστερός», όσο και αν το επιθυμεί. Με άλλο λόγια, τέλος, αυτό το πρόβλημα έχει και τις πολιτικές του προεκτάσεις.