του Γιάννη Φραγκούλη
Το νερό έχει και την ιδιότητα να φωτίζει τον άνθρωπο. Έτσι αναφέρει η μυθολογία και έτσι αναφέρουν οι αφηγήσεις όλων των θρησκειών. Φωτίζει και, με αυτό τον τρόπο, ο άνθρωπος θα είναι πλέον φωτισμένος, θα έχει πλέον δεχτεί την κάθαρση. Το φως φτάνει στον άνθρωπο, στην ψυχή του, με ενδιάμεσο το νερό, με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, ένας από αυτούς είναι η βάπτιση, αρχέγονη τελετουργία στην ανθρώπινη ιστορία.
Το φως στο νερό είναι τεχνητό, με άλλα λόγια το νερό είναι ετερόφωτο και όχι μία φωτιστική πηγή αυτό το ίδιο. Κατά συνέπεια, μεταδίδει από κάπου το φως και το προσφέρει στον άνθρωπο μαζί με την κάθαρση που αυτό συνεπάγεται, όταν πέφτει στη γη. Τι συμβαίνει όμως με το νερό που έρχεται μέσα από τη γη και επιστρέφει σε αυτή, ενώ, για ένα διάστημα, αναβλύζει, σαν πίδακας και επιστρέφει στην πηγή του; Εδώ έχουμε μία άλλη διαφορετική περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι διαφορετικό, όσον αφορά μόνο στη χροιά και όχι στο συμβολισμό και στην ψυχολογία του ανθρώπου.
Θα θυμηθούμε το αρχέγονο νερό στο Άργος και στο Δίον. Οι δύο περιπτώσεις είναι χαρακτηριστικές και έχουν ιστορικό βάρος. Στην πρώτη περίπτωση καθαγιάστηκαν τα ελληνικά στρατεύματα που θα ξεκινούσαν για την Τροία, για να κάνουν εκεί τον πόλεμο για μία… Ελένη. Στη δεύτερη περίπτωση οι Μακεδόνες έκαναν το ίδιο για να ξεκινήσουν την εκστρατεία τους για την Ασία. Άρα το νερό δεν ήταν αγιασμένο μόνο αν ερχόταν από τον ουρανό, ουσιαστικά αν το έστελνε ο Ήλιος, αρχετυπική φιγούρα που εμφανίζεται με ελάχιστες παραλλαγές σε όλες τις θρησκείες, συμπεριλαμβανομένης και της χριστιανικής, αλλά και αν έρχεται και από τη γη, δηλαδή από τη μητέρα.
Στη σύγχρονή μας εποχή, όμως, τι χρειαζόμαστε το νερό, σαν κάθαρση; Φυσικά και το χρειαζόμαστε, απαντά μία άλλη φωνή μέσα μου, την έχουμε ανάγκη την κάθαρση. Και πως την έχουμε ανάγκη, πως καταλαβαίνουμε αυτή την κάθαρση; Θα την καταλάβουμε με τον καιρό, κάνε υπομονή, συνεχίζει αυτή η φωνή. Με τον καιρό!.. Έλα όμως που στις πόλεις τα νερά είναι λιγοστά. Οι βρύσες είναι κλειστές, το νερό είναι εμπορικό προϊόν, η κάθαρση, και αυτή, έχει γίνει εμπόρευμα. Πρέπει να πληρώσεις για να βγεις καθάριος, εδώ επικρατεί ο νόμος της αγοράς. Κάτι όμως δεν μου κάθεται καλά.
Όντως, λίγα τα σιντριβάνια στη Θεσσαλονίκη. Εκείνο το παλιό το μετέφεραν για να μην εμποδίζει το δρόμο. Τότε, όμως, σε αυτά τα παλιά χρόνια, οι βρύσες ήταν παντού για να δροσίσουν, για να πλύνουν, για να ρέουν, έτσι απλά. Σήμερα δεν έχουμε ανάγκη το καθάριο νερό, έχουμε τα συγχωροχάρτι και παίρνουμε άφεση αμαρτιών για να μπορέσουμε να κάνουμε καινούργιες. Όμως κάποια σιντριβάνια επιμένουν να είναι εκεί για να μας θυμίζουν τις μέρες τις παλιές.
Ας δούμε αυτό το φωτισμένο σιντριβάνι. Αντιγονιδών και Καραολή-Δημητρίου, πρώην Διοικητηρίου, είναι μέσα στη μέση του δρόμου. Αναγκάζει τους οδηγούς να κάνουν το γύρο του για να συνεχίσουν το δρόμο τους. Περνούν και αυτό θέλει να το κοιτάζουν και να το θαυμάζουν. Να ανακαλύπτουν κάτι, μέσα από αυτό. Είναι όμως αυτό δυνατό; Τα αυτοκίνητα προσπαθούν να το περάσουν γρήγορα για να συνεχίσουν. Γιατί πάντα θέλουν να συνεχίζουν για να πάνε κάπου, χωρίς να ξέρουν που είναι αυτό το «κάπου». Το νερό αναβλύζει, πέφτει κάτω, με χάρη, μαζεύεται στη δεξαμενή και συνεχίζει το ίδιο ταξίδι του σε μία αέναη διαδρομή. Και μετά;
Αν πάμε λίγο πιο μακριά, θα δούμε ότι εδώ, σε αυτή τη φωτογραφία που έχει τυπωθεί στο μυαλό μας, υπάρχουν ουσιαστικά δύο εικόνες: αυτή του σιντριβανιού και αυτή του κόσμου, χωρίς το σιντριβάνι, ο οποίος τρέχει σαν ποτάμι, μία ανθρώπινη ροή που δεν πάει πουθενά, αφού δεν υπάρχει νόημα σε αυτή την κίνηση. Τότε, λοιπόν, αυτό το σιντριβάνι αποφασίζει να «φωνάξει» την παρουσία του. Σκέφτηκε για πολλή ώρα και το αποφάσισε. Ήθελε να τους εντυπωσιάσει. Θα έβαζε κάθε φορά καινούργια φορέματα. Συνέχεια. Δεν μπορεί, κάποιοι θα με παρατηρήσουν, σκέφτηκε και έβαλε το σχέδιο σε εφαρμογή. Τα κατάφερε.
Ένα βράδυ το είδαμε. Τότε μας ξάφνιασε. Η πασαρέλα του ήταν σαν κάτι, σα να βγήκε από ένα περιοδικό μόδας. Άλλωστε, στο πάνω μέρος του, σε ένα υπόγειο υπάρχει ένα διδασκαλείο για μοντέλα. Το μοντέλο απέναντι, το σιντριβάνι, τους εμπνέει. Βγαίνει και μπαίνει εναλλάσσοντας τη φορεσιά του, προσπαθεί να κάνει έκδηλη την παρουσία του αλλά δεν τα καταφέρνει. Η εικόνα του είναι ονειρική. Πλαστική θα λέγαμε. Δεν είναι όμως αυτό που θέλουμε. Δεν είναι το νερό αυτό που ξέρουμε, αυτό που το γευόμαστε και μας δημιουργεί ευχαρίστηση, απόλαυση. Αυτή η απόλαυση που θα είναι το όχημα για να καταλάβουμε ποια είναι η πραγματικότητα γύρω μας. Αυτό το απαραίτητο στοιχείο εδώ παραποιείται τόσο που γίνεται περίεργο. Εκφυλίζεται σε ένα παράξενο και πρόστυχο μεταμφιεσμένο στοιχείο που δεν έχει καμία σχέση με τα σύμβολα του, άρα και με το νόημα, δε λέει τίποτε στους ανθρώπους.
Είναι δίκαιο και σωστό που το προσπερνούν χωρίς να του δίνουν σημασία. Είναι όμως και ένα σημείο, με τη διπλή έννοια, ένας συμβολισμός και νοηματοδότηση, από τη μία μεριά, και ένα γεωγραφικό κομμάτι, από την άλλη, που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Το «φαίνεσθαι» προβάλλει το υπερφίαλο εαυτό του και προσπαθεί να εντυπωσιάσει. Αυτός όμως ο εντυπωσιασμός δημιουργεί μία αμφίδρομη νεύρωση. Αυτός που τη σχεδιάζει βλέπει αυτό τον πόθο του για εντυπωσιασμό να βλέπει το αδιέξοδο στον ψυχισμό του. Αυτός που πρόκειται να είναι δέκτης αυτού του μηνύματος θα δει το αλλόκοτο που δεν έχει κανένα νόημα και αυτή ανοησία -αυτή, δηλαδή, που δεν παράγει νόημα- είναι ενοχλητική και δημιουργεί ένα θολό τοπίο στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Οι νευρωσικοί αυτοί χαρακτήρες πηγαίνουν και έρχονται χωρίς να καταλαβαίνουν το «για πού» και «από πού», ακόμη το «γιατί». Το κοινωνικό πεδίο δε βρίσκει κάπου να πιαστεί και η ανοησία, η βλακεία, κερδίζει το χώρο της. Ιδού λοιπόν που το νερό χάνει το ιερό του χαρακτήρα και γίνεται μιαρό, αδιάφορο και άγονο. Θα μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος αν αυτή η μεταμφίεση είναι απαραίτητη και γιατί. Είναι όμως μία εικόνα της σύγχρονής μας εποχής, της σύγχρονης Ελλάδας, όπου η ανάγκη για φτηνό εντυπωσιασμό είναι το ζητούμενο και όχι το νόημα από μία πράξη. Ας την κρατήσουμε, λοιπόν, με την ελπίδα να την αλλάξουμε.