του Γιάννη Φραγκούλη
(ερευνητή-ψυχαναλυτή)
Μπορούμε να ζήσουμε το πνεύμα των Χριστουγέννων; Πως αυτό θα είναι δυνατόν αφού δεν έχουμε καταλάβει τι ακριβώς είναι τα Χριστούγεννα; Μπορεί να λέει κάποιος ότι είναι χριστιανός από τη στιγμή που δεν ξέρει καλά-καλά τι αναφέρει αυτή η θρησκεία που λέει ότι πιστεύει; Τελικά τι πιστεύει; Τα Χριστούγεννα, τη γενέθλια μέρα του Χριστού, θα έπρεπε να κάνουμε τέτοιες σκέψεις για να φτάσουμε στο σημείο να αρχίζουμε να κατανοούμε αυτή τη μέρα και, τελικά, να φτάσουμε να συγκροτήσουμε μία άποψη τι σημαίνει για εμάς. Μία πρώτη άποψη μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Αφού έχουμε καταφέρει να ταυτίσουμε το Χριστό με τον Ήλιο, αποδίδοντάς του τόσο τη μέγιστη σπουδαιότητά του, στη χριστιανική φιλολογία (ή μυθολογία, εδώ χρησιμοποιούμε τον όρο «μυθολογία» με την έννοια της αφήγησης μόνο), όσο και τις συνδέσεις που έχει με άλλες θρησκείες, τότε μπορούμε να καταλάβουμε τι αυτό σημαίνει για εμάς. Το κείμενο της χριστιανικής μυθολογίας υπάρχει σε δύο μορφές σε αυτή την προφανή, όπως αναφέρεται στα ευαγγέλια και στα άλλα πατερικά κείμενα, και στην «μυστική» του πλευρά, όπως υπάρχει σε απόκρυφα κείμενα, όπως είναι η Αποκάλυψη, ή όπως εννοείται, κάτι που μπορούμε να βρούμε αφού μελετήσουμε αυτά τα κείμενα, τα συγκρίνουμε με άλλα και με κείμενα άλλων θρησκειών και τότε θα δούμε αυτό που υπάρχει πίσω από το κείμενο.
Για να μπορέσει κάποιος να βρει τις συνδέσεις των στοιχείων της ταυτότητάς του με τα κείμενα της χριστιανικής μυθολογίας θα πρέπει πιο μπροστά να έχει καταλάβει το νόημά της μέχρι ένα ικανοποιητικό βαθμό. Αν δεν έχει καταλάβει το κείμενο ως σύστημα κωδίκων και συνταγμάτων κωδίκων, ως σημειωτικό και σημασιολογικό σύστημα, τότε δεν είναι ικανός να πάρει ένα οποιοδήποτε στοιχείο του και να το επεξεργαστεί ή να το συνδέσει με ένα άλλο του ψυχικού του κόσμου. Έχουμε λοιπόν δύο περιπτώσεις: αυτή που κάποιος δεν έχει κατανοήσει τα χριστιανικά μυθολογικά κείμενα και αυτή που έχει φτάσει σε ένα ικανοποιητικό βαθμό κατανόησης.
Ας πάρουμε τη δεύτερη περίπτωση. Καταλαβαίνουμε πολύ καλά ότι τότε ο άνθρωπος έχει καταλάβει ότι η χριστιανική μυθολογία και φιλοσοφία είναι ένα σύστημα αξιών και μπορεί να διακρίνει κάποιες από αυτές τις αξίες. Είναι ικανός να συνδυάσει αυτές με άλλες άλλων θρησκειών, άρα άλλων μυθολογιών και φιλοσοφιών, να βρει τους συνδέσμους και, με αυτή την έρευνά του να πιστέψει σε αυτό που θέλει να πιστέψει. Σε αυτή την περίπτωση η πίστη του -η οποία είναι αυστηρά προσωπική του θέση- θα είναι προϊόν μιας ιδεολογικής διεργασίας πρώτα και μετά μιας νευρωσικής διαδικασίας, όταν ακριβώς γίνεται πίστη και θεμελιώνεται ως τέτοια. Έχει όμως μία διαδικασία παραγωγική και ιδεολογική από πίσω της, άρα αυτή η νεύρωση -η οποία εξ’ορισμού θα υπάρχει- έχει μία βάση, στηρίζεται και, επειδή δεν έχει ρήγμα από κάτω της, δεν μπορεί να βρει πολλά χάσματα, άρα δεν μπορεί να μεταλλαχτεί σε ψύχωση.
Ας πάρουμε τώρα την πρώτη περίπτωση. Εδώ ο άνθρωπος δεν κατανοεί τίποτε. Ισχυρίζεται ότι πιστεύει στη χριστιανική θρησκεία. Αν το ρωτήσεις σε τι ακριβώς πιστεύει δε θα μπορεί να σου εξηγήσει με σαφήνεια. Κάτω από μία θέση του, όσον αφορά στη χριστιανική θρησκεία, δεν υπάρχει τίποτε. Μία «επίθεση» άλλων αξιών, όπως συμβαίνει σε ένα διάλογο όπου αντιπαρατίθενται αξίες από άλλες θρησκείες ή προσωπικές δοξασίες, μπορεί να φέρει ιδεολογικές κατακρημνίσεις, άρα χάσματα στον ψυχικό του κόσμο, τα οποία έχουν να κάνουν με το ότι δεν έχει απαντήσεις για αυτά τα ερωτήματα και δεν μπορεί να βρει αυτά τα στοιχεία με τα οποία θα συνδεθεί δυνατά το κάθε στοιχείο από τον ψυχικό του κόσμο.
Ο άνθρωπος, τότε, είναι πολύ εύκολο να μεταλλάξει τη νεύρωσή του σε ψύχωση. Η νεύρωση του εκφράζεται ως μία πίστη, πεποίθηση ή προσωπική δοξασία, του δίνει ένα περιεχόμενο που μπορεί πολύ εύκολα να πληγεί. Όταν όμως δεχτεί μία επίθεση, όπως αναφέραμε προηγουμένως, τότε σπάνε οι δεσμοί, το ερώτημα «Τι πιστεύω;» μεταμορφώνεται σε «Ποια είναι η ταυτότητά μου;» και αποκτά πλέον οντολογικά προβλήματα. Ποιος είμαι; Γιατί πιστεύω αυτό; Τι πιστεύω τελικά; Γιατί; Όλα αυτά τα ερωτήματα και άλλα δεν μπορούν να βρουν απαντήσεις. Η νεύρωσή του μοιραία αποκτά υστερικό λόγο. Ένα λόγο του οποίου δεν ξέρει τις δομές του γιατί δε γνωρίζει κατά βάθος αυτό το λόγο. Άρα δεν μπορεί να εκφέρει το δικό του λόγο. Η υστερία του πολύ γρήγορα γίνεται ψύχωση η οποία, λόγω το ότι αγνοεί τις δομές του λόγου του, δεν μπορεί εύκολα να επανέλθει στην προηγούμενη κατάσταση, στην υστερία, και, πολύ περισσότερο, να επανέλθει στη νεύρωση. Εδώ εντοπίζεται το πρόβλημα.
Μπορούμε να δούμε, προσωρινά, την εμφάνιση αυτού του προβλήματος. Την εκδήλωση του υστερικού και ψυχωτικού λόγου στον άνθρωπο που μιλά για τη θρησκεία του. Κατόπιν μπορούμε να ανακαλύψουμε τις δομές αυτές της υστερίας και της ψύχωσης, έτσι ώστε να καταφέρουμε να τη δούμε πιο δομικά, να τη διαχειριστούμε. Αυτό όμως θα το κάνουμε σε επόμενο άρθρο μας.