Ο Αθανάσιος Αθάνατος συνομιλεί
με τον ποιητή και εκδότη Γιώργο Χρονά
Το όνομα του Γιώργου Χρονά το πρωτάκουσα με το μελοποιημένο ποίημα του, «Όχι δεν πρέπει», σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου, χρόνια πριν κάνει ακόμα ένα «σουξέ» το «Ήτανε αέρας». Η πρώτη μου επαφή μαζί του έγινε στην έκθεση βιβλίου στην παραλία κι έκτοτε κράτησα μια διακριτική επαφή, επισκεπτόμενος κάποιες φορές το βιβλιοπωλείο του στη Διδότου στα Εξάρχεια ή βρισκόμενος σε κοινές κοινωνικές εκδηλώσεις. Πάντα με ήρεμη φωνή αλλά και ευγενικά αυστηρός -όταν το κρίνει- με ανθρώπους και καταστάσεις, εκμεταλλεύτηκα την παρουσία του στην πόλη και πρόθυμα μου όρισε συνάντηση για την παρακάτω ενδιαφέρουσα συζήτηση.
{Αθανάσιος Αθάνατος}: Μπορούμε να ξεκινήσουμε απ’ το προφανές.. τη σχέση σας με την πόλη της Θεσσαλονίκης.
{Γιωργος Χρονας}: Έχω αγαπήσει αυτήν την πόλη, τη γνώρισα προτού να έχω περιοδικό και εκδόσεις, ένας συμμαθητής μου απ’ την Κέρκυρα είχε πετύχει εδώ στο Πανεπιστήμιο κι ερχόμουνα και τον έβλεπα, τελείωσε την ιατρική, έγινε γυναικολόγος -μεγάλος και τρανός στην Αθήνα, και με ιατρικό κέντρο στην Πετρούπολη- έμενε προς το Γαλλικό Ινστιτούτο. Μετά γνώρισα τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου, ο οποίος το ’73 ήρθε και με βρήκε στο σπίτι που νοίκιαζα στην οδό Πανός στην Πλάκα και όταν ανέβαινα στη Σαλονίκη κοιμόμουνα σπίτι του, που τότε έμενε στη Βασιλίσσης Όλγας.
{Α}: Η πνευματική κίνηση της πόλης εκείνη την εποχή..;
{Χ}: Συναντούσα πολλούς ανθρώπους, θυμάμαι το Χριστιανόπουλο, τον Ιωαννίδη..
{Α}: Τον Ιωάννου..;
{Χ}: Τον Ιωάννου προσωπικά δεν το συνάντησα ποτέ στη Θεσσαλονίκη, φάγαμε ένα μεσημέρι στο σπίτι του όπου συγκατοικούσε μ’ άλλους δύο Γιώργηδες – με τον ένα, τον Γιώργο Ευσταθίου, ήταν πολύ φίλος. Ο Ιωάννου ήταν πολύ εκλεκτικός και λίγοι ήταν οι φίλοι του. Το διαπίστωσα από την αρχή και στον κύκλο του δεν επρόκειτο ποτέ να μπω κι ούτε επεδίωξα να μπω, συναντιόμαστε εγκάρδια, σε δημόσιους χώρους, σε εγκαίνια εκθέσεων, σε κάποια εκδήλωση, στην Αθήνα πάντα. Εδώ δεν το συνάντησα ποτέ, συνάντησα πολλούς φίλους του, κι ανάμεσα τους το συνεργάτη μου και φίλο του απ’ τα Γυμνασιακά και φοιτητικά χρόνια, τον Ηλία Σπυρόπουλο που δυστυχώς το χάσαμε πριν από δύο μήνες.
{Α}: Στην Έκθεση Βιβλίου υποθέτω έρχεστε ανελλιπώς απ’ το 1981…
{Χ}: Έρχομαι με λίγα βιβλία τα οποία κάθε χρόνο αυξάνονται, ήρθα με ελάχιστα ή καθόλου το ’81’ εκτός από μια χρονιά που αρρώστησα το ’15 -και μάλιστα 3 μέρες προτού έρθω με το τρένο – γιατί έρχομαι στην Έκθεση της παραλίας μια μέρα πάντα πριν, άρα 18 μέρες. Δεν είναι τόσο το εμπορικό μέρος που είχα και έχω στη Θεσσαλονίκη – το οποίο σέβομαι και αγαπώ πολύ, γιατί με αυτά τα πράγματα υπάρχει και στηρίζεται το περιοδικό και οι εκδόσεις μου απ’ τον Φεβρουάριο του ’81 -είναι ότι αγαπώ την πόλη και δε λογαριάζω τα έσοδα-έξοδα, χωρίς να είμαι ανόητος και πλουσιόπαιδο.
{Α}: Αυτό για το εμπορικό μέρος… Θα λέγαμε ότι ένας λόγος που είσαστε πάντα ο ίδιος ο εκδότης παρών στο περίπτερο, όπως και στο Πεδίο του Άρεως στην Αθήνα, είναι ότι οφείλετε απ’ τη μια μεριά να είσαστε καλός έμπορος, εκτός απ’ την επαφή που θέλετε να έχετε με τον κόσμο;
{Χ}: Όχι… μπορώ να έχω έναν υπάλληλο, αλλά να κάνω τι στο σπίτι μου; Να διαβάζω Thomas Mann και τον πρωινό Τύπο που αγόρασα; Θέλω να είμαι ο ίδιος… μ’ αρέσει, αγαπώ τη δουλειά μου, δεν έχω άλλη ζωή. Οι άνθρωποι νομίζουν ότι έχουν άλλη ζωή απ’ αυτή που ζουν, εγώ πιστεύω ότι η ζωή που ζω εδώ και 37 χρόνια -από τότε που ξεκίνησε το περιοδικό και οι εκδόσεις- όλη η ζωή μου έχει γίνει γύρω απ’ αυτό το κλίμα, απ’ αυτήν την κατάσταση. Περιοδικό και εκδόσεις, η αγωνία για ωραία βιβλία χωρίς λάθη, το περιεχόμενο του κάθε τεύχους, αγαπώ το κοινό μου, το κοινό μας μάς μοιάζει και είναι αυτό που μας στηρίζει τόσα χρόνια.
{Α]: Είσαστε μάλλον απ’ τους τελευταίους συνειδητούς και συστηματικούς αναγνώστες εφημερίδων, ειδικά τώρα με την κρίση στο χώρο.
{Χ}: Ναι, διαβάζω 4 εφημερίδες την ημέρα και την Κυριακή 3…
{Α}: Η εμπειρία σας απ’ το ένθετο της Ελευθεροτυπίας ποια είναι;
{Χ}: Συμπίπτει χθες να πεθάνει η εκδότρια της Ελευθεροτυπίας, η οποία έδωσε μια συνέντευξη στη ζωή της και ήταν σε μένα. Μπήκε στο τεύχος Σεπτεμβρίου του ’17 κι έγινε πάταγος. Σήμερα στις εφημερίδες και στο χθεσινό internet έκαναν χρήση της συνεντεύξεως αυτής που έσπαγε κόκκαλα γιατί έλεγε την αλήθεια, χωρίς πολλές φιοριτούρες και κόλπα.
{Α}: Τι έχει αλλάξει στην πορεία του βιβλίου τα τελευταία 37 χρόνια;
{Χ}: Έχουνε βγει καινούρια πράγματα, παλιά κάναμε 2.000-3.000 αντίτυπα -φυσικά υπήρχε ανάλογο κοινό- τώρα κάνουμε 300-400, 30 … δεν έχουμε αποθήκες γεμάτες με βιβλία, τελειώνει ένα.. τυπώνουμε 20 αντίτυπα – πάει πολύ καλά.. τυπώνουμε 50 και πάνω σ’ αυτές τις καταστάσεις ζούμε.
{Α}: Η πολιτική πάνω στις τιμές των βιβλίων;
{Χ}: Το κάθε βιβλιοπωλείο έχει τον δικό του τρόπο, δεν επεμβαίνω, εγώ προσπαθώ να έχω αρμονική συνεργασία με τα μεγαλύτερα βιβλιοπωλεία της Ελλάδος και με αντιπροσώπους που με διανέμουνε ακόμα και στην Κύπρο, που για μένα είναι εξαγωγή ενώ γι’ αυτούς είναι πώληση σε μια άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης τώρα με το internet μπορείς να παραγγείλεις ένα βιβλίο, είτε μένεις στην Κούβα είτε μένεις στην Άνω Τούμπα.
{Α}: Το μέλλον δηλαδή θα είναι το e–book, θα διαβάζουμε μέσα απ’ το διαδίκτυο;
{Χ}: Δε νομίζω, το χαρτί είναι χαρτί… αν και για το άυλο του internet δεν έχει κοπεί δέντρο, είναι πιο οικολογικό. Νομίζω πως θέλουμε να πιάνουμε ένα ωραίο βιβλίο, κοιτάξτε… οι εκδότες διατηρούνται απ’ τους φανατικούς του βιβλίου -εγώ διατηρούμαι απ’ τους φανατικούς που αγαπούν τον τρόπο που κάνω το περιοδικό κι εκδόσεις. Με στηρίζουν -κάποτε με χιλιάδες αντίτυπα- σήμερα με άλλον τρόπο, tirage που λέμε.
{Α}: Η νέα γενιά η οποία γράφει σε ιστολόγια ή σε κοινωνικά δίκτυα.. ; Είναι συγγραφείς αυτοί, παράγουν πνευματικό έργο;
{Χ}: Δεν μπορούμε να την εμποδίσουμε… Πιστεύω ότι οι περισσότεροι υπερβάλλουν περισσότερο από όσο μπορούν να δώσουν και απορώ πως ζουν χωρίς να εργάζονται. Εγώ θυμάμαι τον εαυτό μου μια ζωή να εργάζομαι, γι’ αυτό και η Μάνια Τεγοπούλου -επειδή το ήξερε αυτό πόσες εργατοώρες αφιερώνω στη ζωή μου- μου είπε αν πουλήσω την ‘Ελευθεροτυπία, δε θα ξαναδουλέψεις ποτέ. Δεν την πούλησε τελικά, η Ελευθεροτυπία έκλεισε δεν έγινε ποτέ αυτό, αλλά ήταν κάτι μεγαλειώδες που δεν έχω ακούσει από κανένα άλλο άτομο, έστω κι αν δεν πραγματοποιήθηκε.
{Α}: Με τα κοινωνικά δίκτυα μπορεί να μην έχετε μεγάλη επαφή, αλλά έχετε δουλέψει σε μέσα όπως το ραδιόφωνο και η τηλεόραση.
{Χ}: Ναι, εργάστηκα και στα δυο, συμβασιούχος πάντα, με 26 εκπομπές για το βιβλίο και συνεντεύξεις από προσωπικότητες της ποιήσεως και της πεζογραφίας, δοκιμίων και φιλοσοφίας, ήταν πραγματικά μια πολύ σπουδαία συνάντηση, όπου τους συναντούσα έναν-έναν στο χώρο τους, στον τόπο που διαλέγανε για να μιλήσουν… κάτι σημαντικό. Πραγματικά τους ευχαριστώ πολύ από την καρδιά μου, που μου απάντησαν στις ερωτήσεις που ένα μέρος απ’ αυτές μπόρεσα να τους διατυπώσω.
{Α}: Επειδή γνωρίζουμε την πολύ καλή σχέση που είχατε με το Μάνο Χατζιδάκι, θέλω να επισημάνω πως ήταν ένας άνθρωπος που παρέμβαινε στην κοινωνία κι έκανε θα λέγαμε πολιτική παρέμβαση. Ο πνευματικός άνθρωπος τελικά οφείλει να το κάνει αυτό; Αν κλειστεί δεν εγκλωβίζει τις ιδέες και την επαναστατικότητα του; Σας ενδιαφέρει η έννοια της επανάστασης;
{Χ}: Η επανάστασή μου είναι προσωπική και είναι με βάση το πρόγραμμά μου. Είμαι εργένης, τα κάνω όλα μόνος μου, όλα περνάνε απ’ το χέρι μου… από την τάξη και την καθαριότητα του σπιτιού μου, μέχρι τη σωστή διανομή και συμπεριφορά -όσο μπορώ τουλάχιστον, μέσα στη φθορά της ζωής και του χρόνου- να έχω προς το κοινό, μπορούν να πούνε ότι θέλουν για μένα, αλλά ότι είμαι τεμπέλης δεν μπορούνε να το πούνε.
{Α}: Ως πνευματικός άνθρωπος, που κινείστε σε έναν κύκλο, παλαιότερα ίσως έχετε επηρεαστεί από ανθρώπους όπως τον Καρούζο, τον Ασλάνογλου, τον Τσαρούχη…
{Χ}: Ο Καρούζος δε δούλεψε ποτέ του… κι όταν του δώσαν σύνταξη ζητούσε την ανώτερη, του δώσαν την τιμητική που ήταν κατώτερη από κάποιων άλλων. Εγώ καλλιστεία στη ζωή μου δεν έκανα ποτέ μου, ούτε μ’ αρέσουν.
{Α}: Αυτή η αλληλεπίδραση μεταξύ σας μπορούμε να πούμε πως δημιούργησε κάτι σαν κίνηση; Σαν μια πρόταση στην κοινωνία εκτός του πρακτικού μέρους.
{Χ}: Μπορεί, για τους άλλους… όχι για μένα, έχω το δικό μου τρόπο που κινούμαι και δεν είναι απαραίτητο να τον ακολουθήσει κι άλλος. Αλλά είναι αυτός που μου ταιριάζει και μ’ αυτόν τα καταφέρνω.
{Α}: Εσείς ήσασταν πάντα τολμηρός στις επιλογές σας… για παράδειγμα η πιο τολμηρή κίνηση ίσως που κάνατε ήταν η δημιουργία το 1981 ενός καινούριου περιοδικού.
{Χ}: Το οποίο κοιτάξτε, δεν είναι καθαρά λογοτεχνικό, γιατί λογοτεχνικά περιοδικά υπήρχαν και υπάρχουν, εγώ ήθελα να κάνω κάτι άλλο. Έβαλα ειδήσεις απ’ τις εφημερίδες, πήρα κείμενα από άγνωστα παιδιά, πούλησα άγνωστα ονόματα, όταν λέω πούλησαν εννοώ αγοράστηκαν τεύχη από άτομα που δεν είχαν ξαναγράψει -πολλοί συνέχισαν, μερικοί σταμάτησαν- αλλά έγραψαν κάτι, σαν άνθρωποι στην Ελληνική γλώσσα στη χώρα που ζούμε και λέγεται Ελλάδα.
{Α}: Όλη αυτή η δραστηριότητα ήταν σε βάρος της ποιητικής δημιουργίας σας ;
{Χ}: Δε νομίζω, γιατί τα βιβλία μου συνολικά είναι 24, τα καθαρά ποιητικά είναι 5, αλλά εάν προσθέσουμε και τα «Κίτρινη Όχθη Α΄», «Κίτρινη Όχθη Β΄» και «Τρείς Γυναίκες και ο Ποιητής» το οποίο είναι ποιητικό θέατρο, θα γίνουν μάνι-μάνι 8 που νομίζω ότι είναι αρκετά. Απ’ τη φύση μου δεν ήθελα να γίνω πολυγραφότατος, έγραψα θέατρο, αισθητικά δοκίμια, έκανα πορτρέτα πεθαμένων και ζώντων. Πήρα τη συνέντευξη του Χριστιανόπουλου όπου μου ανακοίνωσε τον κληρονόμο του… αυτό ανακοινώθηκε σε μένα, σε μια συνέντευξη που την έκανα βιβλίο, όταν μιλούσαμε δεν τον είχε βρει ακόμα και όταν μετά την ετοιμάσαμε για να την κυκλοφορήσω μου παρέθεσε ένα υστερόγραφο το οποίο αναφέρει ότι αυτή η ιδέα -διότι τον ρώτησα που θα αφήσετε το έργο σας- έχει ολοκληρωθεί και λέγεται Γιάννης Μέγας, ιστορικός.
{Α}: Θα λέγαμε πως είσαστε μάλλον ένας αστός ποιητής της γενιάς του ’70;
{Χ}: Δεν ξέρω ειλικρινά που ανήκω και τι κάνω…
{Α}: Είναι λάθος να βάζουν ετικέτες ;
{Χ}: Ε ναι… μπορεί να βοηθάει τους καθηγητές που διδάσκουν στα Πανεπιστήμια ή τις Σχολές -καλοσύνη τους αν με αναφέρουν- αλλά εγώ νομίζω ότι γράφουν για τις γενεές πάσες. Κατέθεσα μερικά πράγματα του Ελληνικού κόσμου μέσα απ’ την Τέχνη της ποιήσεως, το ίδιο έκανα και στο θέατρο μου και στα δοκίμια αυτά που έχω δημοσιεύσει -αρχικά στην Ελευθεροτυπία, και σε άλλα περιοδικά και εφημερίδες- με τις οποίες συνεργάστηκα αρμονικά απ’ το 1973 που μπήκα στα γράμματα.
{Α}: Εγώ θέλω να αναφερθώ και στην ιδιότητα σας ως στιχουργού, η πρώτη συνεργασία σας απ’ ότι γνωρίζουμε είναι το 1971-72 με τον Γιάννη Μαρκόπουλο.
{Χ}: Ακριβώς, ο οποίος με ανέφερε χωρίς να έχω εκδώσει βιβλίο και λέει έχω μελοποιήσει Σεφέρη, Ελύτη, Χρονά και του λέω δεν ντρέπεσαι να λες και για μένα απ’ τη στιγμή που δεν έχω κάνει βιβλίο; Μου λέει άσ’ το σε μένα αυτό… και πραγματικά τον ευχαριστώ πολύ που με μελοποίησε, και μάλιστα με μελοποίησε εξαιρετικά, έκανε σχεδόν 10 τραγούδια, δεν είναι μόνο το «Πέραμα» και η «Αλεξάνδρεια», είναι ο «Ποταμός ο Λούσιος», το «Όχι δεν πρέπει».
{Α}: Ο Νίκος Γκάτσος άφησε την ποίηση και ασχολήθηκε με τη στιχουργική, όλο του το ταλέντο το εξάντλησε εκεί. Ήταν μια διέξοδος γι’ αυτόν, ήταν λάθος ;
{Χ}: Όχι, ήταν καθαρή εκλογή της ζωής του και πέρασε στα τραγούδια. Μην ξεχνάτε το έργο δεν είναι εύκολη υπόθεση, εγώ μπορεί να μην έκανα πολλά τραγούδια…
{Α}: Πάνω από 100…
{Χ}: Έχω κάνει 120, θα μπορούσα να είχα κάνει 500-600 γιατί έχω το θέμα που αρέσει και πουλάει… αποτυχημένοι έρωτες, που υπήρξαν δεν υπάρχουν, αμόρφωτοι άνθρωποι -αγωνία να ζήσουν, άντρες-γυναίκες στο περιθώριο, παιδιά που γυρίζουν στο δρόμο φτωχά. Καταλαβαίνετε θα μπορούσα να τα ‘χα κάνει παράλληλα, δε θέλησα όμως γιατί θεώρησα πως θα καταστρέψω τη ποίηση μου. Ευτυχία είναι που συνεργάστηκα σχεδόν με 25 διαφορετικούς συνθέτες, οι οποίοι ‘κάναν διαφορετικά έργα ο καθένας πάνω σε στίχους μου και σε ποιήματά μου… τους ευχαριστώ πραγματικά!
{Α}: Τέλος, τι σας εμπνέει και τι σας εκπλήσσει πλέον;
{Χ}: Τίποτα δεν με εμπνέει και τίποτα δεν με εκπλήσσει. Είμαι μέσα στη ζωή και ότι κάνω το κάνω εκ του φυσικού. Αν μου προκαλέσει έκπληξη θα προσπαθήσω να το εκφράσω μέσα από μια μορφή Τέχνης… ραδιοφωνικής, συνομιλίας με ανθρώπους, ακόμα και θέατρο έκανα, εκτός του ότι έγραψα, έπαιξα κιόλας. Έχω το περιοδικό μου -4 φορές το χρόνο- και μέσα απ’ αυτά τα πράγματα εκφράζομαι και εκφράζω.